Σε δημόσια διαβούλευση βρίσκεται από το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας η Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΣΜΠΕ) για τη δημιουργία του πρώτου ολοκληρωμένου δικτύου έξι μονάδων ενεργειακής αξιοποίησης (καύσης) Απορριμματογενών Ενεργειακών Πρώτων Υλών (ΑΕΠΥ) στην Ελλάδα. Πρόκειται για ένα φιλόδοξο σχέδιο με ορίζοντα υλοποίησης το 2030, που εντάσσεται στον εθνικό σχεδιασμό για την κυκλική οικονομία και την αποτελεσματική διαχείριση των αστικών στερεών αποβλήτων (ΑΣΑ). Είχε ανακοινωθεί από τον ίδιο τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη το 2019 χωρίς μέχρι σήμερα να προχωρήσει.

Η κατασκευή μονάδων ενεργειακής αξιοποίησης αποτελεί σύμφωνα με τη ΣΜΠΕ δομική αναγκαιότητα για την επίτευξη του στόχου που θέτει το Εθνικό Σχέδιο Διαχείρισης Αποβλήτων (ΕΣΔΑ): τη μείωση της ταφής αστικών στερεών αποβλήτων (ΑΣΑ) στο 10% έως το 2030. Παρότι η ανακύκλωση και η προδιαλογή αποτελούν βασικούς πυλώνες του ΕΣΔΑ, η μελέτη υπογραμμίζει ότι χωρίς την ανάπτυξη θερμικών μονάδων για την ενεργειακή αξιοποίηση των υπολειμμάτων, ο στόχος είναι πρακτικά ανέφικτος. Δηλαδή, χωρίς την καύση, θα συνεχίσουμε να θάβουμε απορρίμματα στις χωματερές. Ο όγκος των παραγόμενων ΑΣΑ που δεν μπορούν να ανακυκλωθούν ή να κομποστοποιηθούν και μετατρέπονται σε ΑΕΠΥ (RDF, SRF και ενεργειακά υπολείμματα από Μονάδες Επεξεργασίας Απορριμμάτων) εκτιμάται σε 1,45 εκατομμύρια τόνους το 2030. Οι ποσότητες αυτές, σε περίπτωση απουσίας μονάδων ΑΕΠΥ, θα οδηγούνταν σε Χώρους Υγειονομικής Ταφής Υπολειμμάτων (ΧΥΤΥ), διατηρώντας υψηλό το ποσοστό ταφής και υπονομεύοντας την ευρωπαϊκή στρατηγική κυκλικής οικονομίας.

Χωροθέτηση: Έξι μονάδες σε τέσσερις ενότητες – αναλυτικά οι θέσεις και οι ποσότητες

Η γεωγραφική κατανομή του δικτύου βασίζεται σε τέσσερις Διαχειριστικές Ενότητες (Δ.Ε.), με στόχο τη βέλτιστη κάλυψη των πηγών παραγωγής αποβλήτων και τη μείωση της ανάγκης για μακρινές μεταφορές.

  • Στην πρώτη ενότητα (Δ.Ε.1), που περιλαμβάνει τη Βόρεια Ελλάδα, προβλέπονται δύο μονάδες. Η πρώτη (Δ.Ε.1.1) τοποθετείται στην Περιφερειακή Ενότητα Ροδόπης ή Ξάνθης και θα διαχειρίζεται 62.000 τόνους ΑΕΠΥ ετησίως. Η δεύτερη (Δ.Ε.1.2), στην Περιφερειακή Ενότητα Κοζάνης, είναι η μεγαλύτερη της ενότητας, με ετήσια δυναμικότητα 288.000 τόνους.
  • Η δεύτερη ενότητα (Δ.Ε.2), που καλύπτει τη Δυτική Ελλάδα και την Πελοπόννησο, προβλέπει την εγκατάσταση μιας μονάδας δυναμικότητας 154.000 τόνων, με πιθανές θέσεις στην Αρκαδία, την Αχαΐα ή την Ηλεία.
  • Η τρίτη ενότητα (Δ.Ε.3) περιλαμβάνει την Αττική, τη Στερεά Ελλάδα, το Βόρειο Αιγαίο και τμήμα του Νοτίου Αιγαίου. Στην περιοχή αυτή σχεδιάζονται δύο μονάδες: μία στη Βοιωτία με προβλεπόμενη δυναμικότητα 141.000 έως 221.000 τόνους, και μία στην Περιφέρεια Αττικής με εκτιμώμενη ετήσια διαχείριση 321.000 έως 401.000 τόνων, αντανακλώντας την πληθυσμιακή πυκνότητα και την υψηλή παραγωγή απορριμμάτων στην πρωτεύουσα.
  • Τέλος, στην τέταρτη ενότητα (Δ.Ε.4), που καλύπτει την Κρήτη και μέρος του Νοτίου Αιγαίου, προτείνεται μονάδα στο Ηράκλειο με ετήσια δυναμικότητα 140.000 τόνων.

Συνολικά, οι έξι μονάδες θα διαχειρίζονται 1.184.000 τόνους απορριμμάτων ετησίως, ποσοστό που καλύπτει σχεδόν το σύνολο των ΑΕΠΥ που θα προκύπτουν από το υπόλοιπο των αστικών αποβλήτων μετά από επεξεργασία και ανακύκλωση. Τα στοιχεία αυτά έχουν υπολογιστεί με βάση τα πληθυσμιακά δεδομένα και τους τοπικούς συντελεστές παραγωγής αποβλήτων.

Η ενεργειακή συνεισφορά: 1.033 GWh ηλεκτρικής ενέργειας από απορρίμματα

Η παραγωγή ενέργειας από τις μονάδες ΑΕΠΥ είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά στοιχεία της μελέτης. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, το προτεινόμενο δίκτυο θα παράγει συνολικά 1.033 GWh ηλεκτρικής ενέργειας ανά έτος. Το ποσοστό αυτό αντιστοιχεί στο 2% της εθνικής ετήσιας κατανάλωσης, όπως εκτιμάται στο ισοζύγιο ηλεκτρισμού του ΑΔΜΗΕ για το 2030.

Αναλυτικά, η μονάδα της Ροδόπης ή Ξάνθης θα παράγει 54 GWh, της Κοζάνης 254 GWh, η μονάδα στην Πελοπόννησο 138 GWh, η μονάδα στη Βοιωτία 154 GWh, στην Αττική 306 GWh και στην Κρήτη 127 GWh. Σημειώνεται ότι η παραγόμενη ενέργεια από το βιοαποδομήσιμο κλάσμα των αποβλήτων καταγράφεται ως Ανανεώσιμη Πηγή Ενέργειας (ΑΠΕ), ενισχύοντας την επίδοση της χώρας στον στόχο μείωσης εκπομπών και αύξησης της διείσδυσης των ΑΠΕ στο ενεργειακό μίγμα.

Οι μονάδες αυτές αποτελούν πηγή σταθερής, προβλέψιμης παραγωγής — σε αντίθεση με τις διακυμάνσεις που εμφανίζουν οι καιρικά εξαρτώμενες τεχνολογίες — και έτσι παρέχουν κρίσιμη ισχύ βάσης στο δίκτυο, ειδικά σε περιόδους υψηλής ζήτησης ή περιορισμένης παραγωγής από ΑΠΕ. Ταυτόχρονα, αποσυμπιέζουν την πίεση που ασκείται στους χώρους υγειονομικής ταφής και μειώνουν τις εκπομπές μεθανίου, ένα από τα πιο ισχυρά αέρια του θερμοκηπίου. Η ενεργειακή αξιοποίηση αποβλήτων ενισχύει επίσης τη δυνατότητα αποκέντρωσης της παραγωγής, με σημαντικά οφέλη για τη διαχείριση φορτίου και την ασφάλεια τροφοδοσίας, κυρίως σε νησιωτικές και ηπειρωτικές περιοχές με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κατανάλωσης.

Πάντως, η ΣΜΠΕ εκτιμά πως χωρίς σοβαρή αναδιοργάνωση του πρώτου σταδίου διαχείρισης — δηλαδή της προδιαλογής και του διαχωρισμού στην πηγή — τα ποσοστά ανάκτησης θα παραμείνουν κάτω του 20%, γεγονός που θα αναγκάσει τις μονάδες ενεργειακής αξιοποίησης να υποδεχθούν μεγαλύτερες ποσότητες από τις προβλεπόμενες, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη βιωσιμότητα του σχεδίου και τον τελικό λογαριασμό για τους πολίτες. Η πλειονότητα των 44 Κέντρων Διαλογής Ανακυκλώσιμων Υλικών (ΚΔΑΥ) στη χώρα λειτουργεί χωρίς κατάλληλες αναβαθμίσεις και με ιδιαίτερα χαμηλά ποσοστά ανάκτησης, γεγονός που υπονομεύει τον στόχο του περιορισμού των υπολειμμάτων που θα οδηγηθούν στις μονάδες ενεργειακής αξιοποίησης.

Η επιλογή της τεχνολογίας

Η ΣΜΠΕ αναφέρει πως η τεχνολογία καύσης με κινούμενη εσχάρα (moving grate incineration) είναι η ωριμότερη και πιο ευρέως χρησιμοποιούμενη τεχνολογία παγκοσμίως για την επεξεργασία ανομοιογενών αποβλήτων. Η επιλογή βασίζεται σε τρεις άξονες: την ενεργειακή αποδοτικότητα, την περιβαλλοντική συμμόρφωση και την αξιοπιστία λειτουργίας.

Η τεχνολογία αυτή λειτουργεί σε θερμοκρασίες άνω των 850°C, διασφαλίζοντας την πλήρη αποδόμηση των οργανικών ενώσεων, την αδρανοποίηση παθογόνων και την αποφυγή διοξινών. Οι εκπομπές αερίων ρύπων διαχειρίζονται μέσω εξελιγμένων συστημάτων φιλτραρίσματος και ελέγχου, ώστε να συμμορφώνονται πλήρως με την Οδηγία 2010/75/ΕΕ για τις Βιομηχανικές Εκπομπές.

Παράλληλα, οι μονάδες χαρακτηρίζονται από υψηλό δείκτη ενεργειακής απόδοσης (R1 > 0,65), γεγονός που τις εντάσσει στη νομοθετική κατηγορία των εγκαταστάσεων ανάκτησης ενέργειας. Το υπόλειμμα καύσης, όπως η τέφρα πυθμένα και η ιπτάμενη τέφρα, μπορεί να αξιοποιηθεί δευτερογενώς ή να απορριφθεί με ασφάλεια σε ΧΥΤΕΑ, μειώνοντας την περιβαλλοντική επιβάρυνση. Επιπλέον, η τεχνολογία απαιτεί σχετικά μικρή έκταση (40–50 στρέμματα), καθιστώντας τη χωροθέτηση πιο ευέλικτη και εφαρμόσιμη ακόμα και σε περιφέρειες με περιορισμένες διαθέσιμες γαίες.

Η περιβαλλοντική επίπτωση των μονάδων περιορίζεται περαιτέρω με την αξιοποίηση της τέφρας πυθμένα (bottom ash) σε κατασκευαστικές εφαρμογές και την κατάλληλη επεξεργασία της ιπτάμενης τέφρας (fly ash). Επίσης, οι εγκαταστάσεις δεν απαιτούν εκτεταμένες εκτάσεις: κάθε μονάδα μπορεί να λειτουργήσει σε έκταση 40–50 στρεμμάτων, διευκολύνοντας τη χωροθέτηση κοντά σε υφιστάμενες υποδομές διαχείρισης αποβλήτων.

Η τεχνολογική επιλογή έχει το πλεονέκτημα της δυνατότητας σταθερής και ελεγχόμενης λειτουργίας ανεξαρτήτως της σύστασης των ΑΕΠΥ, ενώ ενδείκνυται για την ελληνική πραγματικότητα, όπου τα απορρίμματα εξακολουθούν να εμφανίζουν χαμηλά ποσοστά προδιαλογής και ανακύκλωσης.

Η Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων αναφέρεται ρητά στην ανάγκη κοινωνικής αποδοχής του σχεδίου και προτείνει συγκεκριμένα μέτρα για την αποτροπή αντιδράσεων που θα μπορούσαν να εμποδίσουν την υλοποίησή του.

Συγκεκριμένα τονίζεται πως η επιτυχία του σχεδίου θα εξαρτηθεί από την κοινωνική του αποδοχή. Η εμπειρία από την εφαρμογή σχεδίων και έργων διαχείρισης αποβλήτων δείχνει πως η αποδοχή από τις τοπικές κοινωνίες είναι κρίσιμος παράγοντας. Συχνά εμφανίζονται εντάσεις και καθυστερήσεις όταν δεν υπάρχει επαρκής και έγκαιρη ενημέρωση των πολιτών. Η μελέτη υπενθυμίζει ότι η χωροθέτηση τέτοιων υποδομών είναι ευαίσθητο θέμα και πως για να αποφευχθούν κοινωνικές αντιδράσεις, είναι απαραίτητη η συμμετοχή των πολιτών στη διαδικασία επιλογής θέσης.

Στο πλαίσιο αυτό, προτείνεται η ενσωμάτωση ειδικού προγράμματος διαβούλευσης ανά Περιφέρεια, με στόχο την πληροφόρηση και ενεργοποίηση των τοπικών κοινωνιών. Συγκεκριμένα, συστήνεται η πρόβλεψη μηχανισμού δημόσιας διαβούλευσης και συμμετοχής των ενδιαφερόμενων φορέων για κάθε επιλεγόμενη περιοχή, προκειμένου να διασφαλιστεί η κοινωνική συναίνεση και να ελαχιστοποιηθούν οι ενδεχόμενες εντάσεις.»

Η ΣΜΠΕ παραδέχεται επίσης πως «υπάρχει συσσωρευμένη εμπειρία δυσπιστίας» απέναντι σε υποδομές επεξεργασίας αποβλήτων, και πως η προσεκτική και συμμετοχική διαδικασία πληροφόρησης είναι κρίσιμη όχι μόνο για την τελική υλοποίηση των έργων, αλλά και για τη βιωσιμότητά τους σε βάθος χρόνου. Εν ολίγοις, το ίδιο το σχέδιο αναγνωρίζει ότι η τεχνική αρτιότητα δεν αρκεί· η κοινωνική αποδοχή, η διαφάνεια και η ενεργή συμμετοχή των τοπικών κοινωνιών μέσω οργανωμένου και ουσιαστικού διαλόγου αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της επιτυχούς εφαρμογής του.

Διαβάστε ακόμη