Η κλιματική κρίση, η παρατεταμένη ανομβρία και οι αυξανόμενες ανάγκες σε νερό, τόσο για ύδρευση όσο και για άρδευση, φέρνουν στην επιφάνεια το διαρκώς οξυνόμενο πρόβλημα της διαχείρισης των υδατικών πόρων στην Ελλάδα. Οι προειδοποιήσεις των ειδικών συγκλίνουν: η χώρα εισέρχεται σε μια περίοδο κρίσιμων αποφάσεων, όπου η επάρκεια δεν μπορεί πλέον να θεωρείται δεδομένη, αλλά προϊόν στοχευμένου σχεδιασμού.

Στο Ετήσιο Συνέδριο της Ελληνικής Αρχής Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών (ΕΑΓΜΕ) με τίτλο «Ερευνώντας τον εθνικό μας υπόγειο πλούτο», οι παρεμβάσεις των ομιλητών –εκπροσώπων δημόσιων φορέων, γεωτεχνικών επιστημόνων και επιχειρήσεων– ανέδειξαν τη μεγάλη εικόνα: από την ενεργοποίηση γεωτρήσεων και τα μεγάλα έργα εμπλουτισμού ταμιευτήρων, έως την ανακύκλωση νερού, την κυκλική οικονομία και την ψηφιοποίηση της αδειοδότησης, η χώρα καλείται να εφαρμόσει στην πράξη επτά κρίσιμους άξονες πολιτικής. Η διαχείριση των αποθεμάτων νερού απαιτεί πλέον θεσμική ευελιξία, επενδυτική ταχύτητα και τεχνική προσαρμοστικότητα σε τοπικό επίπεδο – με όρους βιωσιμότητας και ενεργειακής συνέργειας.

Η Κατερίνα Δημητρού, Προϊσταμένη Νέων Δραστηριοτήτων στη Διεύθυνση Στρατηγικής και Καινοτομίας της ΕΥΔΑΠ, παρουσίασε ένα σύνολο δράσεων που αποτυπώνει τη στροφή της Εταιρείας προς την κυκλική οικονομία και τη βιώσιμη διαχείριση του νερού, με λύσεις που συνδυάζουν τεχνολογία, πολεοδομική οργάνωση και ιστορική μνήμη. Στο επίκεντρο βρίσκεται η επαναδραστηριοποίηση του Αδριάνειου Υδραγωγείου – του εμβληματικού αρχαίου έργου που διατρέχει οκτώ δήμους της Αττικής, από το Ολυμπιακό Χωριό και την Κηφισιά έως το Κολωνάκι. Ήδη εντός Ιουλίου προγραμματίζεται να ξεκινήσει η παροχή ανακυκλωμένου νερού στον Δήμο Χαλανδρίου, με σκοπό την άρδευση δημόσιων πράσινων χώρων.

Σταδιακά, το εγχείρημα θα επεκταθεί και σε άλλους δήμους, με την προοπτική το νερό του υδραγωγείου να διατίθεται και σε κήπους πολιτών, στο πλαίσιο μιας ολοκληρωμένης χωρικής παρέμβασης υπό την αιγίδα της Περιφέρειας Αττικής.
Συμπληρωματικά προς την αξιοποίηση του Αδριάνειου, η ΕΥΔΑΠ προωθεί την εγκατάσταση κινητών μονάδων καθαρισμού λυμάτων (fuer mining) για την τοπική επαναχρησιμοποίηση νερού σε αστικό περιβάλλον. Οι μονάδες αυτές αντλούν λύματα από το αποχετευτικό δίκτυο, τα καθαρίζουν σε επιτόπιες συμπαγείς εγκαταστάσεις και επαναδιοχετεύουν το καθαρό νερό τοπικά, για άρδευση πάρκων και αστικών πράσινων ζωνών. Μία τέτοια μονάδα έχει ήδη εγκατασταθεί στο φυτώριο του Δήμου Αθηναίων, ενώ άλλες δύο προγραμματίζονται στον Δήμο Μαρκοπούλου και στα πάρκα Ιλισίων και Κλωναρίδη. Στόχος είναι η εξοικονόμηση υδατικών πόρων και η σταδιακή αυτονόμηση των δήμων ως προς τη χρήση νερού για καθαρισμό και άρδευση, ενισχύοντας την ανθεκτικότητα των πόλεων στην πίεση της λειψυδρίας.

Η κα Δημητρού αναφέρθηκε επίσης στον συνολικό σχεδιασμό του οργανισμού για την ενίσχυση της υδροδοτικής ασφάλειας της Αττικής. Βασική παράμετρος του σχεδίου είναι η ενεργοποίηση γεωτρήσεων που βρίσκονται σε κατάσταση εφεδρείας και η ένταξή τους στον συνολικό υδροδοτικό σχεδιασμό. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται σε γεωτρήσεις της Στερεάς Ελλάδας. Ταυτόχρονα, η ΕΥΔΑΠ ωριμάζει ένα από τα μεγαλύτερα υδροδοτικά έργα των τελευταίων δεκαετιών: την ενίσχυση του ταμιευτήρα του Εύηνου μέσω της μεταφοράς υδάτων από τον Κρικελοπόταμο και τον Καρπενησιώτη. Πρόκειται για έργα με προϋπολογισμό 365 εκατ. ευρώ, τα οποία θα υλοποιηθούν σε πρώτη φάση και θα επιτρέψουν την άμεση ενίσχυση του εξωτερικού υδροδοτικού συστήματος. Σε δεύτερη φάση, προγραμματίζεται η αξιοποίηση της λίμνης των Κρεμαστών – της μεγαλύτερης τεχνητής λίμνης της χώρας – για τη μεταφορά νερού προς την Αττική, μέσω ενός έργου ύψους 170 εκατ. ευρώ.

Από την πλευρά της ΕΑΓΜΕ, ο Βασίλειος Ζόραπας, Προϊστάμενος του Τμήματος Υδρογεωλογίας και Υδρολογίας, περιέγραψε με λεπτομέρεια τις πιέσεις που δέχονται οι υπόγειοι υδροφορείς. Όπως εξήγησε, η Αρχή συμμετέχει στο εθνικό δίκτυο παρακολούθησης υπόγειων νερών, παρατηρώντας τόσο ποιοτικά όσο και ποσοτικά χαρακτηριστικά. Οι πιο σοβαρές ενδείξεις ανησυχίας εντοπίζονται στη Νότια και Ανατολική Ελλάδα – Κρήτη, Πελοπόννησος, Κυκλάδες, Ανατολική Αττική– όπου οι βροχοπτώσεις έχουν μειωθεί κατά 20% τα τελευταία πέντε υδρολογικά έτη. Στο ίδιο διάστημα, χάθηκε το ισοδύναμο ενός ολόκληρου έτους από την υδρολογική αναπλήρωση. Στους ταμιευτήρες του Μόρνου και του Ευήνου, η απορρόφηση των βροχοπτώσεων φέτος ανέρχεται μόλις στο 20% των ετήσιων αναγκών. Στα νησιά του Ιονίου, η γεωλογία καθιστά δύσκολη την αποθήκευση υδάτων, ενώ η συγκυρία των χαμηλών βροχοπτώσεων και χιονοπτώσεων οδηγεί σε ασφυκτικές πιέσεις. Από την εξίσωση φυσικά δεν βγαίνει και η κακή διαχείριση των υδατικών πόρων σε συγκερασμό με τις απαρχαιωμένες υποδομές.

Τζίμα: Αναγκαία η ηλεκτρονική αδειοδότηση των γεωτρήσεων

Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και η τοποθέτηση της Μαρίας Τζίμα, Προέδρου του Συλλόγου Ελλήνων Γεωλόγων, η οποία εστίασε στην αναγκαιότητα επανασχεδιασμού της υδατικής πολιτικής με βάση τα δεδομένα των λεκανών απορροής ποταμών. Όπως τόνισε, η διαχείριση των υδατικών πόρων βρίσκεται πολύ ψηλά στην ατζέντα των αρμόδιων επιστημονικών και θεσμικών οργάνων. Ο Σύλλογος έχει ήδη καταθέσει προτάσεις στο υπουργείο, με έμφαση στην οριοθέτηση προστατευόμενων ζωνών υδροληψιών πόσιμου νερού, στην ανάγκη επενδύσεων στα δίκτυα και στην απαγόρευση αναποτελεσματικών μεθόδων άρδευσης. Ιδιαίτερη αναφορά έκανε στο ποσοστό του 85% των επιφανειακών και υπόγειων υδάτων που καταναλώνονται σήμερα για άρδευση, υπογραμμίζοντας ότι χωρίς αλλαγές σε αυτό το σκέλος δεν μπορεί να υπάρξει ουσιαστική πολιτική διαχείρισης. Πρότεινε ακόμη την ενίσχυση των έργων τεχνητού εμπλουτισμού υπόγειων υδροφορέων, καθώς και την εφαρμογή ηλεκτρονικής αδειοδότησης γεωτρήσεων, ώστε να περιοριστεί η γραφειοκρατία και οι καθυστερήσεις που σήμερα φτάνουν τα 2–3 χρόνια. Η συγκεκριμένη πρόταση, όπως γνωστοποίησε, αναμένεται να υποβληθεί άμεσα στον Γενικό Γραμματέα Υδάτων Πέτρο Βαρελίδη.

Ιδιαίτερη βαρύτητα είχε και η τοποθέτηση του Αθανάσιου Μαρκινού, Διευθύνοντος Συμβούλου του Οργανισμού Διαχείρισης Υδάτων Θεσσαλίας, ο οποίος παρουσίασε ανάγλυφα την αντιφατική πραγματικότητα της περιοχής. Το νερό στη Θεσσαλία τους πνίγει αλλά και τους λείπει. Αναφερόμενος στο φαινόμενο «Ντάνιελ» που τον Σεπτέμβριο του 2023 έφερε 900 χιλιοστά βροχής σε τρεις ημέρες, ισοδυναμώντας με περίπου 5 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα νερού – ποσότητα που αντιστοιχεί σε δεκατέσσερις φορές την ετήσια κατανάλωση της Αττικής. Την ίδια ώρα, η λίμνη Πλαστήρα καλύπτει φέτος μόλις το 50% των αναγκών, η λίμνη Σμοκόβου δεν λειτουργεί καθόλου, ενώ η λίμνη Κάρλα γέμισε αποκλειστικά λόγω της πλημμύρας. Ο κ. Μαρκινός υπογράμμισε την ανάγκη ταχείας υλοποίησης έργων ορεινής υδρονομίας και φραγμάτων μεσαίας κλίμακας που θα μπορούσαν να συγκρατήσουν αυτά τα αποθέματα.

Στην καταληκτική του παρέμβαση, ο Καθηγητής Υδρογεωλογίας του ΑΠΘ, Κωνσταντίνος Βουδούρης, έκλεισε τον κύκλο των ομιλιών με μια καθαρή διατύπωση: «Ο κίνδυνος ανεπάρκειας νερού είναι μεγάλος και οφείλουμε να δουλέψουμε με όλες τις λύσεις που έχουμε, ακόμα και τις μη συμβατικές». Υπέρμαχος της εξοικονόμησης, του περιορισμού των απωλειών και της επαναχρησιμοποίησης, ο καθηγητής υπογράμμισε τη σημασία της γεωλογικής ιδιαιτερότητας κάθε περιοχής στην επιλογή κατάλληλων παρεμβάσεων. Αναφέρθηκε στην ανάγκη για συλλογή βρόχινου νερού, στη χρησιμότητα της αφαλάτωσης υφάλμυρων αποθεμάτων και στις πρακτικές του παρελθόντος που μπορούν να εμπνεύσουν σύγχρονες, προσαρμοσμένες λύσεις.

Η χώρα, όπως επισημάνθηκε επανειλημμένα στο συνέδριο, δεν αντέχει άλλες καθυστερήσεις. Η αντιμετώπιση της λειψυδρίας δεν μπορεί να μείνει στις διαπιστώσεις – απαιτεί δράση, επένδυση και νέα εργαλεία. Και σε αυτό το νέο τοπίο, η ενίσχυση της διαθεσιμότητας πόσιμου και μη πόσιμου νερού, μέσα από γεωτρήσεις, υδραγωγεία, αφαλατώσεις και κυκλικές λύσεις, αναδεικνύεται σε καθοριστική προτεραιότητα για το εθνικό ενεργειακό και αναπτυξιακό μέλλον.

Διαβάστε ακόμη