Ένα νέο κεφάλαιο στη διαχείριση των υδάτινων πόρων της αγροτικής οικονομίας ανοίγει, καθώς έως τα τέλη του 2025 ή τις αρχές του 2026 αναμένεται η θέσπιση ολοκληρωμένων κανονισμών για την άρδευση. Οι νέοι κανόνες φιλοδοξούν να βάλουν τέλος σε χρόνια παθογένεια, να ενισχύσουν την παρακολούθηση και τον έλεγχο της κατανάλωσης και να περιορίσουν τις σπατάλες και τις αυθαιρεσίες που επιβαρύνουν το ήδη εύθραυστο υδατικό ισοζύγιο της χώρας.
Την είδηση έκανε γνωστή ο ο καθηγητής του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου και μέλος της ΡΑΑΕΥ, Κωνσταντίνος Τσιμάρας στο πλαίσιο του συνεδρίου Greek Water Summit 2025 ο οποίος έστειλε σαφές σήμα για την ανάγκη αναδιοργάνωσης του υδατικού τομέα της αγροτικής οικονομίας. Με δεδομένες τις απώλειες νερού που ξεπερνούν το 30% την άνοιξη και τις παράνομες γεωτρήσεις που καταγράφονται σε πολλές περιοχές της χώρας, ο κ. Τσιμάρας προειδοποιεί ότι απαιτείται επειγόντως ένας νέος κανονιστικός χάρτης για την άρδευση. Οι σχετικές πρωτοβουλίες της ΡΑΑΕΥ βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη.
Σύμφωνα με όσα ανέφερε, ο μεγαλύτερος όγκος κατανάλωσης νερού –σε ποσοστό 80-85%– καταγράφεται την άνοιξη, περίοδος κατά την οποία υπολογίζεται πως χάνονται περίπου 30% των ποσοτήτων. Οι απώλειες αποδίδονται κυρίως στην εξάτμιση λόγω ανοιχτών καναλιών και στις ανεπαρκείς υποδομές. Τα στοιχεία, όπως εξήγησε, δεν είναι απολύτως ακριβή, καθώς βασίζονται σε προσεγγιστικές εκτιμήσεις λόγω ελλιπών μετρήσεων, γεγονός που καταδεικνύει και την ανάγκη ενίσχυσης του μηχανισμού παρακολούθησης. Κρίσιμο σημείο είναι και η συγκέντρωση των δεδομένων από την αποκεντρωμένη διοίκηση και τις περιφέρειες. Πάντως, σύμφωνα με ανθρώπους της αγοράς, γεωργοί και κτηνοτρόφοι βλέπουν χιλιάδες ευρώ να χάνονται από την παραγωγή τους, ενώ καλούνται να διαχειριστούν σημαντικά αυξημένο κόστος για την άρδευση των καλλιεργειών και τη σίτιση των ζώων.
Ο ρόλος της ΡΑΑΕΥ, όπως εξήγησε, είναι επόπτης και ρυθμιστής. «Δεν είμαστε εμείς που διαμορφώνουμε πολιτική», διευκρίνισε, ωστόσο η Αρχή διαθέτει τη νομοδοτική αρμοδιότητα προς το Υπουργείο και ήδη εργάζεται για την εκπόνηση ενός σχεδίου νομοδότησης με στόχο την αναδιοργάνωση του τομέα. Το εν λόγω σχέδιο αναμένεται να τεθεί σε δημόσια διαβούλευση, ώστε να ενσωματωθούν οι απόψεις όλων των εμπλεκομένων. Υπενθυμίζεται πως την Παρασκευή εκδόθηκε η πρόσκληση για αρδευτικά έργα ύψους 500 εκατ. ευρώ ΣΣ ΚΑΠ του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, μέσω περιφερειών. Οι αιτήσεις οι οποίες θα υποβάλλονται αποκλειστικά ηλεκτρονικά μέσω του ΟΠΣΚΑΠ, συνοδευόμενες από τα απαιτούμενα δικαιολογητικά/έγγραφα, θα γίνονται δεκτές από την Τρίτη, 10 Ιουνίου και έως την Παρασκευή, 5 Σεπτεμβρίου. Η δράση συγχρηματοδοτείται από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης και το ελληνικό Δημόσιο με ποσοστό 100%.
Το ανακυκλωμένο νερό μπαίνει στο παιχνίδι
Η αυξανόμενη ζήτηση για άρδευση, ιδίως σε περιοχές με υψηλή αγροτική δραστηριότητα και περιορισμένους υδατικούς πόρους όπως η Κρήτη, καθιστά επιτακτική την ανάγκη αξιοποίησης κάθε διαθέσιμης εναλλακτικής – και σε αυτό το πλαίσιο, το ανακυκλωμένο νερό από εγκαταστάσεις επεξεργασίας λυμάτων αναδεικνύεται σε κρίσιμο εργαλείο για τη διασφάλιση της υδατικής επάρκειας και την προστασία του υπόγειου υδροφόρου.
Σαφή προειδοποίηση ότι η επαναχρησιμοποίηση του νερού δεν αποτελεί πλέον επιλογή αλλά ανάγκη, απηύθυνε ο Γιάννης Κατσογιάννης, Καθηγητής Περιβαλλοντικής Τεχνολογίας του Τμήματος Χημείας του ΑΠΘ και Διευθυντής του Ινστιτούτου Αειφόρου Διαχείρισης των Υδάτων και Δικαίου του Νερού στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Δημοσίου Δικαίου (EPLO). Όπως σημείωσε, με βάση τα στοιχεία του 2022, στην Ελλάδα απορρίπτονται πάνω από 500 εκατομμύρια κυβικά μέτρα επεξεργασμένου νερού από βιολογικούς καθαρισμούς, εκ των οποίων λιγότερο από 1% επαναχρησιμοποιείται. Πρόκειται για ένα ποσοστό που υπολείπεται κατά πολύ των επιδόσεων άλλων χωρών της Μεσογείου, όπως η Ιταλία (25–30%) και η Ισπανία, η οποία εμφανίζει ακόμη υψηλότερα επίπεδα αξιοποίησης.
Ο καθηγητής υπογράμμισε πως η ανάγκη επαναχρησιμοποίησης δεν θα προκύψει μελλοντικά — «είναι ήδη εδώ». Αν δεν αναληφθεί δράση τώρα, η Ελλάδα θα βρεθεί σύντομα αντιμέτωπη με ανυπέρβλητα προβλήματα. Η εφαρμογή των απαιτήσεων της νέας ευρωπαϊκής οδηγίας προβλέπει έως το 2045 την πλήρη αναβάθμιση των βιολογικών καθαρισμών, ώστε να επιτυγχάνεται σημαντική μείωση οργανικών ρύπων, φωσφόρου, αζώτου και μικρορρύπων. Αυτό ισχύει καταρχήν για βιολογικούς καθαρισμούς με ισοδύναμο άνω των 150.000 κατοίκων – περίπου 4 ή 5 εγκαταστάσεις στην Ελλάδα – αλλά και για εκείνους που απορρίπτουν σε ύδατα που επηρεάζουν πόσιμα υδάτινα σώματα, οπότε αφορά και εγκαταστάσεις άνω των 10.000 κατοίκων. «Αυτό σημαίνει ότι ο αριθμός των βιολογικών καθαρισμών που πρέπει να αναβαθμιστούν είναι τελικά πολύ μεγαλύτερος», παρατήρησε.
Η ποιότητα του επεξεργασμένου νερού είναι ήδη αρκετά καλή όταν η επεξεργασία λειτουργεί σωστά, αλλά για να χρησιμοποιηθεί με ασφάλεια στην άρδευση απαιτείται περαιτέρω καθαρισμός. Ο κ. Κατσογιάννης τόνισε ότι «αν δεν μειώσουμε τους μικρορρύπους, όπως φαρμακευτικές ενώσεις, αυτές περνούν στην τροφική αλυσίδα». Έχουν εντοπιστεί σε τρόφιμα ακόμα και αντικαταθλιπτικά που δεν προέρχονται από τη γεωργική διαδικασία, αλλά από το νερό άρδευσης. Η τεχνολογία υπάρχει – μεμβράνες, ενεργός άνθρακας και προηγμένη οξείδωση – αλλά η εφαρμογή τους εξαρτάται από υποδομές, δίκτυα, και κυρίως πολιτική βούληση.
Αναγκαία τα δίκτυα
Η επαναχρησιμοποίηση όμως δεν μπορεί να εφαρμοστεί χωρίς δίκτυα μεταφοράς και διανομής του ανακτημένου νερού. Δεν αρκεί να παραχθεί ποιοτικό νερό· πρέπει και να φτάσει με ασφάλεια και οικονομικά βιώσιμα στις γεωργικές εκμεταλλεύσεις. Το κόστος μεταφοράς μπορεί να καταστήσει το έργο ασύμφορο, ιδίως όταν ο βιολογικός καθαρισμός βρίσκεται κοντά στη θάλασσα και οι καλλιέργειες σε απομακρυσμένα υψίπεδα. Αντιθέτως, οι περιοχές με πεδιάδες και κοντινή γεωγραφική εγγύτητα είναι πιο κατάλληλες και θα πρέπει να αποτελέσουν προτεραιότητα, σύμφωνα με τον καθηγητή.
Εκτός από τις τεχνικές υποδομές, χρειάζεται και μια νέα κουλτούρα χρήσης του νερού στον αγροτικό τομέα. Ο αγρότης, τόνισε ο κ. Κατσογιάννης, είναι επιχειρηματίας και θα κινηθεί μόνο αν δει όφελος ή αν υποχρεωθεί θεσμικά. Σήμερα, σε πολλές περιπτώσεις γίνεται υπεράρδευση χωρίς λόγο, με μεγάλο ποσοστό του νερού να χάνεται. Η υγρασία του εδάφους μπορεί να μετρηθεί επιστημονικά, αλλά οι περισσότεροι δεν γνωρίζουν πότε πρέπει ή δεν πρέπει να ποτίζουν. «Αν δεν αλλάξουν συνήθειες, οι αγροτικές επιχειρήσεις θα οδηγηθούν σε αδιέξοδο», προειδοποίησε.
Ο ίδιος πρότεινε συγκεκριμένα παραδείγματα εξοικονόμησης, όπως η μετάβαση σε στάγδην άρδευση και η χρησιμοποίηση μεθόδων που μειώνουν την ανάγκη για συχνή πότισμα, όπως η κάλυψη του εδάφους για τη διατήρηση της υγρασίας. Επισήμανε, επίσης, ότι είναι απαραίτητο οι αγρότες να έχουν επιστημονική υποστήριξη, είτε μέσω συμβούλων είτε μέσω συνεργασίας με πανεπιστήμια και δημόσιους φορείς.
Παρά τις αδυναμίες του σημερινού συστήματος, υπάρχουν περιοχές στην Ελλάδα που ήδη δείχνουν τον δρόμο. Η Κρήτη, η Ανατολική Μακεδονία και η Θράκη παρουσιάζουν παραδείγματα επαναχρησιμοποίησης σε λειτουργία. Ωστόσο, πρόκειται για μεμονωμένες περιπτώσεις και δεν υπάρχει ακόμα οργανωμένη εθνική στρατηγική. Η Πολιτεία οφείλει να αναλάβει κεντρικές πρωτοβουλίες, να υποχρεώσει τη μετάβαση όπου είναι εφικτό, να θεσπίσει μετρήσιμους κανόνες και να στηρίξει επενδύσεις στις κατάλληλες περιοχές.
«Αν περιμένουμε τα προβλήματα να γίνουν μεγαλύτερα για να δράσουμε, τότε θα είναι ήδη αργά», κατέληξε ο Γιάννης Κατσογιάννης, επισημαίνοντας ότι το νερό δεν μπορεί πλέον να αντιμετωπίζεται ως ανεξάντλητος πόρος, αλλά ως στρατηγικό κεφάλαιο εθνικής σημασίας.
Διαβάστε ακόμη