Η μεταμόρφωση της παγκόσμιας αγοράς ένδυσης σε βιομηχανία υπερπροσφοράς δεν έχει μόνο κοινωνικές και περιβαλλοντικές προεκτάσεις, αλλά και ενεργειακές. Από τις μαζικές γραμμές παραγωγής μέχρι τις εφοδιαστικές αλυσίδες, την κατανάλωση και τελικά την απόρριψη, η βιομηχανία της μόδας αναδεικνύεται σε σημαντικό παράγοντα ενεργειακής σπατάλης και περιβαλλοντικής πίεσης. Τα τελευταία χρόνια, αυτή η προβληματική διαδρομή αναγνωρίζεται ολοένα και περισσότερο από τις ρυθμιστικές αρχές, με την Ευρωπαϊκή Ένωση και επιμέρους Πολιτείες των ΗΠΑ να εισάγουν νέα μοντέλα ευθύνης για τους παραγωγούς. Ο στόχος: να μετακυλήσει το κόστος του αποτυπώματος στους ίδιους τους σχεδιαστές και πωλητές, επαναπροσδιορίζοντας το ρόλο τους στον κύκλο ζωής των προϊόντων.

Μια από τις πλέον χαρακτηριστικές εικόνες της κρίσης είναι οι ακτές της Γκάνα όπως παρατηρεί δημοσίευμα των Financial Times. Στο παραθαλάσσιο Jamestown, στην Άκκρα, η συνεχής ροή second-hand ρούχων από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ έχει δημιουργήσει ένα ανεπίσημο, αλλά άκρως προβληματικό σύστημα απόρριψης. Στην πράξη, μεγάλες ποσότητες ρουχισμού — που αρχικά εξάγονται ως «ανακυκλώσιμες» ή «επανεκμεταλλεύσιμες» — καταλήγουν σε ακάλυπτες περιοχές κοντά σε φυσικά οικοσυστήματα, συχνά χωρίς να έχουν περάσει καν από τα ράφια της αγοράς. Οι όγκοι αυτοί δεν μπορούν να διαχειριστούν από τις τοπικές δομές και πολλές φορές καίγονται ή παρασύρονται στη θάλασσα, δημιουργώντας ενεργειακά και περιβαλλοντικά κόστη που κανένα μέρος της αλυσίδας δεν έχει υπολογίσει.

Η ενεργειακή διάσταση της κρίσης είναι διττή: αφενός, αφορά την ίδια την παραγωγή και αποστολή των ρούχων — από πρώτες ύλες και βαφές μέχρι logistics και πωλήσεις. Αφετέρου, αφορά τον τελικό προορισμό των προϊόντων αυτών, όταν απορρίπτονται, καίγονται, μεταφέρονται ξανά ή θάβονται. Οι πρακτικές αυτές συνεπάγονται μεγάλη κατανάλωση ενέργειας, εκπομπές ρύπων και ανεπαρκή ανακύκλωση. Η ανάγκη για πολιτικές που θα επανασχεδιάσουν το πώς οι εταιρείες αντιμετωπίζουν το τέλος ζωής των προϊόντων τους γίνεται επιτακτική.

Ωστόσο, παρά τις φιλόδοξες προθέσεις, η εφαρμογή των συστημάτων EPR συναντά σοβαρά εμπόδια. Πρώτον, η ίδια η τεχνολογία παραμένει περιορισμένη: η πλήρης ανακύκλωση από ύφασμα σε ύφασμα, δηλαδή η μετατροπή παλιών ρούχων σε νέες πρώτες ύλες, είναι ακόμα τεχνικά σύνθετη και οικονομικά ασύμφορη. Δεύτερον, η επαναχρησιμοποίηση εξαρτάται από αλυσίδες διαλογής υψηλής ακρίβειας και δίκτυα αναδιανομής που δεν υφίστανται σε παγκόσμια κλίμακα. Τα περισσότερα συστήματα βασίζονται ακόμη στη διαλογή στο χέρι, με εργάτες σε Ινδία και Ανατολική Αφρική να ξεχωρίζουν υφάσματα μέσα σε συνθήκες αδιαφανούς εργασίας.

Ταυτόχρονα, η αποτελεσματικότητα των μηχανισμών EPR εξαρτάται από τον τρόπο που σχεδιάζονται και εποπτεύονται. Το ποιος διαχειρίζεται τα έσοδα —τα λεγόμενα PRO (Producer Responsibility Organisations)— καθορίζει αν θα υπάρξει πραγματική αλλαγή ή απλώς ένας νέος γραφειοκρατικός μηχανισμός. Στις ΗΠΑ, ο ρόλος αυτός ανατίθεται σε συνεργατικά σχήματα όπως ο California Product Stewardship Council, ενώ στην Ευρώπη αναμένεται να εμπλακούν κοινοπραξίες με συμμετοχή τόσο δημοσίων όσο και ιδιωτικών φορέων. Όμως, αν οι φορείς αυτοί λειτουργούν χωρίς ανεξάρτητη εποπτεία, χωρίς διαφάνεια και χωρίς ουσιαστική δημόσια λογοδοσία, τότε το αποτέλεσμα μπορεί να είναι ένα «πράσινο ξέπλυμα» (greenwashing), πίσω από ένα σύστημα εισφορών που απλώς επιδοτεί τη διατήρηση της ίδιας παραγωγικής κουλτούρας.

Ένα από τα σοβαρότερα σημεία κριτικής που θίγει το δημοσίευμα είναι ότι πολλές από αυτές τις εισφορές, αντί να διοχετεύονται σε τοπικές λύσεις βιώσιμης διαχείρισης, χρηματοδοτούν τελικά την εξαγωγή μεταχειρισμένων ρούχων σε χώρες του παγκόσμιου Νότου. Όπως παρατηρεί η Emily Macintosh από το European Environmental Bureau, υπάρχει ο κίνδυνος τα τέλη παραγωγού να λειτουργούν ως «εισιτήριο ενοχής», επιτρέποντας στις επιχειρήσεις να συνεχίσουν τη μαζική παραγωγή, αρκεί να πληρώσουν ένα συμβολικό ποσό — το οποίο τελικά χρηματοδοτεί τη μεταφορά των προβλημάτων αλλού.

Η Γκάνα είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ, το λιμάνι Kantamanto στην Άκκρα παραλαμβάνει περίπου 15 εκατομμύρια τεμάχια ρουχισμού την εβδομάδα, σε ένα σύστημα ανεξέλεγκτης ροής second-hand ρούχων. Από αυτά, πάνω από το 40% απορρίπτονται εντός ημερών — είτε λόγω φθοράς, είτε γιατί δεν έχουν καμία αξία για την τοπική αγορά. Τα απορριπτόμενα ρούχα συχνά καίγονται ή καταλήγουν στις ακτές, μετατρέποντας τα παράκτια οικοσυστήματα σε απέραντες χωματερές υφασμάτων. Το φαινόμενο αυτό δεν είναι περιθωριακό: αποτελεί πλέον δομικό στοιχείο του τρόπου με τον οποίο η παγκόσμια αγορά μόδας διαχειρίζεται το «τελικό στάδιο» των προϊόντων της.

Αντίστοιχη πίεση παρατηρείται και στη Νότια και Νοτιοανατολική Ασία. Χώρες όπως η Ινδία, το Πακιστάν και η Ινδονησία παραλαμβάνουν τεράστιους όγκους ρούχων που έχουν ήδη εξαντλήσει την εμπορική τους αξία στη Δύση. Όμως ακόμη και εκεί, οι τοπικές αγορές second-hand δεν μπορούν να απορροφήσουν τα φορτία, και πολλοί Δήμοι καταλήγουν στη λύση της καύσης σε ανεπαρκώς ελεγχόμενες εγκαταστάσεις. Η ενεργειακή επιβάρυνση, σε συνδυασμό με την ανεξέλεγκτη εκπομπή αερίων του θερμοκηπίου και το τοξικό υπόλειμμα, καθιστά τις πρακτικές αυτές αντιστρόφως επιζήμιες, ακόμη κι αν συνοδεύονται από χρηματοδότηση μέσω EPR.

Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η πρόταση για αναθεώρηση της Οδηγίας για τα Απόβλητα (Waste Framework Directive) ανοίγει τον δρόμο για την καθιέρωση ενός κοινού πλαισίου EPR για τα κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα έως το τέλος του 2025. Η Κομισιόν θέλει να θεσμοθετήσει το λεγόμενο “eco-modulation”, δηλαδή τη διαφοροποίηση των τελών ανάλογα με την πρώτη ύλη, τον σχεδιασμό και τη δυνατότητα ανακύκλωσης κάθε ενδύματος. Στόχος είναι να ενθαρρυνθούν οι επενδύσεις σε φυσικές ίνες, επαναχρησιμοποιήσιμα προϊόντα και βιώσιμες αλυσίδες. Αν επιτευχθεί ο κοινός ευρωπαϊκός στόχος, η ΕΕ θα μπορούσε να λειτουργήσει ως παγκόσμιο πρότυπο ρύθμισης, επηρεάζοντας τις πρακτικές παραγωγής και στις τρίτες χώρες που εξάγουν μαζικά ρούχα στον δυτικό κόσμο.

Αυτό το μοντέλο, επισημαίνουν οι οργανώσεις, δεν αποτελεί κυκλική οικονομία. Αντίθετα, συντηρεί τη γραμμική λογική «παράγω–πληρώνω–εξάγω», στην οποία οι ενεργειακές, περιβαλλοντικές και κοινωνικές συνέπειες μετακυλίονται εκτός συνόρων. Όπως τονίζει η Liz Ricketts, συνιδρύτρια του Or Foundation, που δραστηριοποιείται στη Γκάνα, «αν τα χρήματα που πληρώνουν οι εταιρείες για να εξάγουν ρούχα δεν χρησιμοποιούνται για να αλλάξει η ίδια η παραγωγή, τότε απλώς αγοράζουν την άδεια να συνεχίσουν». Σε αυτό το περιβάλλον, η πραγματική πρόκληση δεν είναι απλώς η είσπραξη των τελών ή η δημιουργία θεσμών διαχείρισης, αλλά ο αναπροσανατολισμός της ίδιας της αγοράς — από τη λογική του όγκου στη λογική της ευθύνης.

Ουσιαστικά, η μόδα καλείται να αλλάξει υπό την πίεση ενεργειακών και ρυθμιστικών παραγόντων. Οι επιχειρήσεις του κλάδου, οι φορείς διαχείρισης αποβλήτων και οι αρχές της κυκλικής οικονομίας οφείλουν να συντονιστούν, όχι μόνο για την υλοποίηση προγραμμάτων EPR, αλλά και για την επένδυση σε τεχνολογίες ανακύκλωσης, ενεργειακά αποδοτικά logistics, και βιώσιμα πρότυπα κατανάλωσης. Οι μεταρρυθμίσεις δεν αφορούν απλώς τη μείωση του απορρίμματος· αφορούν τη μείωση της συνολικής ενεργειακής ζήτησης που συνδέεται με έναν κλάδο που λειτουργεί σήμερα με όρους ταχείας κυκλοφορίας, σύντομης διάρκειας ζωής προϊόντων και χαμηλής λογοδοσίας.

Διαβάστε ακόμη