Ένα ολοκληρωμένο ψηφιακό μοντέλο για την παρακολούθηση της διαχείρισης των στερεών αστικών αποβλήτων στην Ελλάδα, σε πραγματικό χρόνο, αναπτύσσει η Ρυθμιστική Αρχή Αποβλήτων, Ενέργειας και Υδάτων (ΡΑΑΕΥ), με στόχο την ενίσχυση της διαφάνειας και τον ουσιαστικότερο έλεγχο του κλάδου. Σύμφωνα με πληροφορίες του energygame.gr η πρώτη έκδοση της πλατφόρμας αναμένεται να είναι έτοιμη έως το τέλος του 2025, σηματοδοτώντας το πρώτο βήμα για τη σταδιακή εγκαθίδρυση ενός ψηφιακού μηχανισμού εποπτείας σε εθνικό επίπεδο.
Το ψηφιακό μοντέλο σχεδιάζεται ως ένα δυναμικό εργαλείο που θα καλύπτει ολόκληρη την αλυσίδα της διαχείρισης των αποβλήτων – από τη συλλογή και μεταφορά έως την επεξεργασία και την τελική διάθεση. Θα λειτουργεί συμπληρωματικά προς το Ηλεκτρονικό Μητρώο Αποβλήτων (ΗΜΑ), αλλά με πιο διευρυμένο και επιχειρησιακό χαρακτήρα, επιτρέποντας την αξιολόγηση των επιδόσεων των Φορέων Διαχείρισης Στερεών Αποβλήτων (Φο.Δ.Σ.Α.) με μετρήσιμους δείκτες. Η πλατφόρμα αναμένεται να ενσωματώνει δείκτες που θα υπολογίζονται με βάση διεθνή πρότυπα, ενώ θα παρέχει τη δυνατότητα συλλογής και ανάλυσης δεδομένων σε πραγματικό χρόνο.
Η Ελλάδα θάβει το 78% των απορριμμάτων της
Η πρωτοβουλία αυτή αποκτά ιδιαίτερη σημασία αν ληφθεί υπόψη η σημερινή εικόνα της Ελλάδας στον τομέα της διαχείρισης αποβλήτων. Σύμφωνα με την έκθεση της ΡΑΑΕΥ, η χώρα μας παραμένει πολύ πίσω σε σχέση με τους ευρωπαϊκούς στόχους του 2025 για την ανακύκλωση και τη μείωση της ταφής. Συγκεκριμένα, η Ελλάδα καταγράφει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά ταφής στην Ευρωπαϊκή Ένωση – 78% κατά βάρος των αστικών αποβλήτων οδηγούνται σε χώρους υγειονομικής ταφής, όταν ο στόχος που έχει τεθεί για το 2035 είναι να μην ξεπερνά το 10%, σύμφωνα με την τεχνική επισκόπηση του Κλάδου Αποβλήτων της ΡΑΑΕΥ με τίτλο «Εισαγωγή στη Διαχείριση Στερεών Αποβλήτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση».
Η απόσταση των 68 ποσοστιαίων μονάδων από τον ευρωπαϊκό στόχο δεν είναι απλώς αριθμητική. Αντικατοπτρίζει μια βαθιά και συστημική υστέρηση στον σχεδιασμό και την εφαρμογή εναλλακτικών μεθόδων διαχείρισης, από την ανακύκλωση και την κομποστοποίηση έως την ενεργειακή αξιοποίηση των αποβλήτων. Η υγειονομική ταφή εξακολουθεί να αποτελεί την εύκολη, γρήγορη και συχνά μοναδική λύση που εφαρμόζεται στη συντριπτική πλειονότητα των περιοχών της χώρας. Παρά τις ευρωπαϊκές οδηγίες που εδώ και δεκαετίες ενθαρρύνουν τη στροφή προς πρακτικές κυκλικής οικονομίας, οι πολιτικές διαχείρισης αποβλήτων στην Ελλάδα παραμένουν επικεντρωμένες σε πρακτικές του παρελθόντος.
Αξιοσημείωτο είναι ότι η υγειονομική ταφή θεωρείται, βάσει της ιεραρχίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η λιγότερο επιθυμητή μέθοδος διαχείρισης αποβλήτων. Το γεγονός ότι εξακολουθεί να αποτελεί τον κανόνα στην Ελλάδα – σε πλήρη αντίθεση με κράτη-μέλη που έχουν ήδη σχεδόν μηδενίσει τα ποσοστά ταφής, όπως το Βέλγιο, η Ολλανδία και η Φινλανδία – φανερώνει τη δομική υστέρηση του συστήματος. Η Φινλανδία, για παράδειγμα, κατέγραψε μόλις 0,40% ταφής το 2021, ενώ η Ελλάδα πάνω από 75%. Στην πράξη, η Ελλάδα θάβει σχεδόν όλα της τα σκουπίδια, τη στιγμή που οι πιο προηγμένες χώρες της Ε.Ε. έχουν μετατρέψει τα απόβλητα σε πρώτη ύλη.
Επιπλέον, το υψηλό ποσοστό ταφής συνδέεται άρρηκτα με τις περιορισμένες δυνατότητες διαλογής στην πηγή, τον ανεπαρκή εξοπλισμό στους δήμους, τις ελλείψεις σε Μονάδες Επεξεργασίας Αποβλήτων (ΜΕΑ) και τις καθυστερήσεις στη λειτουργία Χώρων Υγειονομικής Ταφής Υπολειμμάτων (ΧΥΤΥ). Ακόμα και οι υφιστάμενες υποδομές παρουσιάζουν σημαντικά προβλήματα κορεσμού, νομιμότητας ή και κοινωνικής αποδοχής, γεγονός που συχνά οδηγεί είτε σε παρατεταμένες μεταφορές απορριμμάτων σε άλλες περιοχές είτε – σε ορισμένες περιπτώσεις – σε φαινόμενα ανεξέλεγκτης διάθεσης.
Το πρόβλημα επιτείνεται από την έλλειψη ενός αξιόπιστου και λειτουργικού πλαισίου παρακολούθησης και ελέγχου. Η καταγραφή των ροών αποβλήτων παραμένει ελλιπής, οι στατιστικές ασυνεπείς, ενώ σε πολλές περιπτώσεις οι πραγματικές ποσότητες που οδηγούνται σε ταφή δεν μπορούν να επιβεβαιωθούν επακριβώς, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη δυνατότητα λήψης αποτελεσματικών αποφάσεων πολιτικής. Η δημιουργία ενός εθνικού ψηφιακού μηχανισμού παρακολούθησης, όπως αυτός που σχεδιάζει τώρα η ΡΑΑΕΥ, επιχειρεί να αντιμετωπίσει αυτήν ακριβώς τη θεσμική και επιχειρησιακή αδυναμία.
Αν ληφθεί υπόψη ότι το κόστος ταφής είναι διαρκώς αυξανόμενο, τόσο λόγω των επιβαρύνσεων της Ε.Ε. όσο και λόγω των κοινωνικών και περιβαλλοντικών συνεπειών, η Ελλάδα κινδυνεύει να πληρώνει ακριβά την επιλογή της να συνεχίσει με το μοντέλο αυτό. Η Οδηγία 2018/851 προβλέπει ρητά τη σταδιακή κατάργηση της ταφής μη επεξεργασμένων αποβλήτων και την επιβολή αυστηρότερων οικονομικών και διοικητικών κυρώσεων στα κράτη-μέλη που δεν συμμορφώνονται. Πέραν του περιβαλλοντικού κόστους, η συνέχιση της υπερβολικής εξάρτησης από την ταφή δημιουργεί ρίσκα για πρόστιμα, επιστροφές κοινοτικών κονδυλίων και απώλεια πρόσβασης σε νέες ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις.
Όπως είχε γράψει το energygame.gr, το ΥΠΕΝ εξετάζει τη δημιουργία ενός εθνικού δικτύου έξι μονάδων θερμικής επεξεργασίας απορριμμάτων, με στόχο την ενεργειακή αξιοποίηση περίπου 1,3 εκατομμυρίων τόνων απορριμματογενούς καυσίμου (RDF/SRF) ετησίως. Το σχέδιο προβλέπει την κατασκευή και λειτουργία των εγκαταστάσεων μέσω Συμπράξεων Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα, με διάρκεια παραχώρησης 25 ετών και εγγύηση τροφοδοσίας από το Δημόσιο. Οι μονάδες αναμένεται να χωροθετηθούν σε στρατηγικά σημεία της επικράτειας, με στόχο τη γεωγραφική κάλυψη και την εγγύτητα στις πηγές παραγωγής υπολειμματικών ρευμάτων, που σήμερα οδηγούνται σχεδόν αποκλειστικά σε ΧΥΤΑ. Οι περιοχές που εξετάζονται, περιλαμβάνουν την Αττική, τη Θεσσαλονίκη, τη Θεσσαλία, τη Δυτική Ελλάδα, την Κρήτη και την Ανατολική Μακεδονία και Θράκη. Το έργο εκτιμάται ότι θα τεθεί σύντομα σε δημόσια διαβούλευση, με στόχο την επιτάχυνση της υλοποίησης έως το 2030.
Αναφορικά με τις επιπτώσεις, η υγειονομική ταφή των αποβλήτων συνδέεται άμεσα με την παραγωγή σημαντικών ποσοτήτων αερίων του θερμοκηπίου. Όπως τεκμηριώνεται στο Διάγραμμα 17 της έκθεσης της ΡΑΑΕΥ, η Ελλάδα εμφανίζει σταθερά αυξανόμενες εκπομπές από τη διαχείριση αστικών στερεών αποβλήτων (ΑΣΑ) την τελευταία πενταετία, με το 2022 να καταγράφει την υψηλότερη τιμή της τελευταίας 20ετίας: περίπου 4.600 τόνοι CO₂ και μεθανίου (CH₄), από όλες τις μεθόδους επεξεργασίας ΑΣΑ συνολικά.
Η αυξητική αυτή τάση, η οποία ξεκίνησε σταθερά μετά το 2017, επιβεβαιώνει την ανεπάρκεια του ελληνικού συστήματος διαχείρισης να αποσυνδεθεί από τη βαθιά εξάρτησή του από την ταφή. Παρά τις ευρωπαϊκές οδηγίες, η Ελλάδα εξακολουθεί να επεξεργάζεται την πλειονότητα των αποβλήτων της με τον πιο ρυπογόνο τρόπο. Σύμφωνα με τη μεθοδολογία του Διεθνούς Πάνελ για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC), οι εκπομπές από την υγειονομική ταφή καταγράφονται ως μεθάνιο – ένα αέριο του θερμοκηπίου με υπερπολλαπλάσια ικανότητα παγίδευσης θερμότητας σε σχέση με το CO₂ – ενώ πρόσθετες εκπομπές προκύπτουν και από την καύση, την κομποστοποίηση και τη χώνευση.
Η διαχρονική καταγραφή των εκπομπών (2000–2022) καταδεικνύει σαφείς διακυμάνσεις, με τη δεκαετία του 2000 να παρουσιάζει πιο σταθερές επιδόσεις και την πρόσφατη περίοδο να χαρακτηρίζεται από έξαρση. Η αυξητική τροχιά των τελευταίων ετών συσχετίζεται άμεσα με τη στασιμότητα των επενδύσεων σε νέες υποδομές και την αποτυχία επέκτασης εναλλακτικών μορφών επεξεργασίας, όπως η ενεργειακή αξιοποίηση και η βιολογική ανάκτηση υλικών. Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται και από την παράλληλη ανάλυση του Διαγράμματος 15 της έκθεσης, το οποίο απεικονίζει τον τρόπο κατανομής των ΑΣΑ ανά μέθοδο διαχείρισης και επιβεβαιώνει ότι η ταφή παραμένει κυρίαρχη.
Η ΡΑΑΕΥ επισημαίνει ότι η τάση αυτή υπονομεύει την επίτευξη των στόχων της κλιματικής ουδετερότητας, στους οποίους έχει δεσμευτεί η Ελλάδα. Η παραγωγή ρύπων από τον κλάδο των αποβλήτων – αν και μικρότερη σε ποσοστιαία βάση σε σχέση με άλλους τομείς όπως οι μεταφορές ή η ηλεκτροπαραγωγή – αποτελεί διαχρονικά «τυφλή γωνία» στη χάραξη κλιματικής πολιτικής. Η απουσία ολοκληρωμένων εργαλείων παρακολούθησης, η ανεπαρκής εφαρμογή προγραμμάτων διαλογής στην πηγή και οι καθυστερήσεις στη δημιουργία ΜΕΑ εντείνουν το πρόβλημα.
Το πιο ανησυχητικό στοιχείο, ωστόσο, είναι η συγκριτική καθυστέρηση της Ελλάδας ως προς την υιοθέτηση καλών ευρωπαϊκών πρακτικών. Η αξιολόγηση κύκλου ζωής (Life Cycle Assessment – LCA) που παραθέτει η έκθεση δείχνει ότι η ταφή είναι κατά πολύ πιο ρυπογόνα από την αναερόβια χώνευση, την κομποστοποίηση, ακόμη και από την καύση. Εντούτοις, οι σχετικές τεχνολογίες είτε δεν υφίστανται στη χώρα είτε βρίσκονται σε πρώιμα στάδια υλοποίησης. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ο μέσος όρος εκπομπών από τη διαχείριση ΑΣΑ μειώνεται συστηματικά, ακριβώς επειδή χώρες όπως η Ολλανδία, η Δανία και η Σουηδία έχουν εγκαταλείψει την ταφή και ενισχύουν την κυκλική αξιοποίηση. Στην Ελλάδα, αντιθέτως, η διατήρηση του μοντέλου της ταφής συντηρεί τις εκπομπές σε δυσανάλογα υψηλά επίπεδα. Η διαφορά αποτυπώνεται εύγλωττα στο Διάγραμμα 9 της έκθεσης, που καταγράφει τις κατά μέθοδο εκπομπές θερμοκηπίου για την Ε.Ε. των 27: η ταφή ευθύνεται για το μεγαλύτερο ποσοστό των συνολικών εκπομπών του κλάδου, καθιστώντας την κατάργησή της αναγκαία προϋπόθεση για πράσινη μετάβαση.
Σε αυτό το πλαίσιο, η ανάγκη για ένα λειτουργικό σύστημα παρακολούθησης εκπομπών και αποδοτικότερης διαχείρισης των ΑΣΑ στην Ελλάδα αποκτά χαρακτήρα επείγουσας προτεραιότητας. Το ψηφιακό μοντέλο της ΡΑΑΕΥ έρχεται να καλύψει ακριβώς αυτό το θεσμικό κενό. Η επιτυχία του, ωστόσο, εξαρτάται από τη βούληση όλων των εμπλεκομένων
Οι χώρες που έμειναν… μεταξεταστέες στην ανακύκλωση
Παράλληλα, η Ελλάδα καταγράφει εξαιρετικά χαμηλές επιδόσεις και στον τομέα της ανακύκλωσης, παραμένοντας ουραγός σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και πολύ μακριά από τους θεσπισμένους στόχους. Με βάση τα πιο πρόσφατα συγκριτικά δεδομένα που παρουσιάζονται στην έκθεση της ΡΑΑΕΥ, η χώρα μας απέχει σημαντικά τόσο από τον στόχο του 55% κατά βάρος για το 2025 όσο και από τον μελλοντικό – και πιο φιλόδοξο – στόχο του 65% έως το 2035.
Αντιθέτως, χώρες όπως η Γερμανία, το Βέλγιο, η Ολλανδία και η Εσθονία έχουν ήδη επιτύχει τον στόχο του 2025 και κινούνται δυναμικά προς ακόμη υψηλότερα επίπεδα. Ενδεικτικά, η Γερμανία έχει καταφέρει να ξεπεράσει το 69,2% κατά βάρος, υπερκαλύπτοντας ήδη από τώρα τον στόχο που έχει τεθεί για το 2035. Η Ολλανδία και το Βέλγιο καταγράφουν αντίστοιχα ποσοστά άνω του 60%, επωφελούμενες από την έγκαιρη θεσμοθέτηση εθνικών στρατηγικών κυκλικής οικονομίας, την αυστηρή ρύθμιση των παραγωγών αποβλήτων και την υιοθέτηση προηγμένων τεχνολογιών διαλογής και ανάκτησης.
Στην αντίπερα όχθη, η Ελλάδα συγκαταλέγεται στις χώρες με τις χαμηλότερες επιδόσεις, μαζί με τη Ρουμανία, τη Μάλτα, την Κύπρο και τη Βουλγαρία. Όλες αυτές οι χώρες κινούνται κάτω από το 30% ανακύκλωσης, ποσοστό που δεν καλύπτει ούτε τις βασικές απαιτήσεις της Οδηγίας 2018/851/ΕΕ. Είναι ενδεικτικό ότι μόλις δύο κράτη-μέλη – η Σουηδία και η Ρουμανία – εμφάνισαν αρνητική πορεία, με πτώση στα ποσοστά ανακύκλωσης σε σχέση με το 2010. Στην περίπτωση της Ρουμανίας, η υποχώρηση αποδίδεται σε χρόνια προβλήματα στην τοπική αυτοδιοίκηση, την αδυναμία εφαρμογής του «πληρώνω όσο πετάω» και τον κατακερματισμό των ροών ανακυκλώσιμων υλικών.
Αντιθέτως, η περίπτωση της Σλοβενίας αναδεικνύεται ως χαρακτηριστικό παράδειγμα επιτυχίας. Η χώρα κατάφερε μέσα σε μία δεκαετία να υπερδιπλασιάσει το ποσοστό ανακύκλωσης, αποδεικνύοντας ότι η πρόοδος είναι απολύτως εφικτή όταν υπάρχει ξεκάθαρη πολιτική βούληση, ενιαίος εθνικός σχεδιασμός και συμμετοχή των πολιτών. Η Σλοβενία αξιοποίησε την ενεργή εμπλοκή των τοπικών αρχών, την υποχρεωτική διαλογή στην πηγή και τη δημιουργία εξειδικευμένων μονάδων ανακύκλωσης σε επίπεδο περιφερειών, επιτυγχάνοντας τη μετάβαση από μια χαμηλή αφετηρία σε ποσοστά άνω του 60%.
Η Ελλάδα, αντίθετα, παραμένει παγιδευμένη σε ένα θεσμικό και επιχειρησιακό πλαίσιο που αδυνατεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά. Η διαλογή στην πηγή παραμένει αποσπασματική, τα δημοτικά συστήματα συλλογής είναι συχνά υποστελεχωμένα ή ανεπαρκή, ενώ οι πολίτες εξακολουθούν να έχουν ελλιπή ενημέρωση για το πού, πώς και γιατί να ανακυκλώνουν. Επιπλέον, το θεσμικό μοντέλο της «διευρυμένης ευθύνης του παραγωγού» δεν εφαρμόζεται με τον βαθμό συνέπειας που παρατηρείται σε άλλες χώρες της Ε.Ε., με αποτέλεσμα την αποτυχία συγκρότησης βιώσιμων ροών υλικών.
Η ΡΑΑΕΥ επισημαίνει ότι για την αντιστροφή της πορείας απαιτείται πλήρης ανασχεδιασμός του πλαισίου ανακύκλωσης: ενίσχυση των δήμων με τεχνικά και οικονομικά μέσα, εφαρμογή υποχρεωτικής χωριστής συλλογής για όλα τα βασικά ρεύματα αποβλήτων (χαρτί, γυαλί, πλαστικό, μέταλλο, βιοαπόβλητα), κίνητρα για τους πολίτες, και – πάνω απ’ όλα – ψηφιακή παρακολούθηση των ποσοτήτων και των επιδόσεων. Το υπό ανάπτυξη ψηφιακό μοντέλο της Αρχής θα συμβάλει και σε αυτόν τον στόχο, παρέχοντας τη δυνατότητα καταγραφής στοιχείων και αξιολόγησης της αποτελεσματικότητας ανά ΦοΔΣΑ και περιφέρεια.
Διαβάστε ακόμη