Κάθε χρόνο στην Ευρωπαϊκή Ένωση χάνονται 6,5 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα καθαρού, επεξεργασμένου νερού λόγω διαρροών στα δίκτυα — ποσότητα που αντιστοιχεί σε δυόμισι φορές τον όγκο της λίμνης Τριχωνίδας, της μεγαλύτερης φυσικής λίμνης της Ελλάδας. Η εικόνα είναι αποκαλυπτική: καθαρό, πόσιμο νερό — που έχει ήδη συλλεχθεί, επεξεργαστεί και φτάσει στα πρόθυρα κατανάλωσης — εξαφανίζεται λόγω των πεπαλαιωμένων δικτύων της Ευρώπης, χωρίς να προσφέρει ούτε μία σταγόνα ωφέλειας. Τα νούμερα αυτά έδωσε ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Κατασκευαστικής Βιομηχανίας (FIEC), Piero Petrucco, στο πρόσφατο διεθνές συνέδριο της FIEC στην Αθήνα.
Όπως υπογράμμισε το φαινόμενο αυτό είναι το άμεσο αποτέλεσμα δεκαετιών υποεπένδυσης σε υποδομές και ενός μοντέλου διαχείρισης που παραβλέπει το αυτονόητο: το νερό στην Ευρώπη, δεν είναι ανεξάντλητο. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε ο Piero Petrucco, τα 6,5 δισ. κυβικά μέτρα που χάνονται ετησίως ισοδυναμούν με την ετήσια κατανάλωση Γαλλίας και Γερμανίας μαζί. Κάθε κυβικό αντιστοιχεί σε 1.000 λίτρα πόσιμου νερού — πράγμα που σημαίνει ότι η απώλεια ισοδυναμεί με 6,5 τρισεκατομμύρια λίτρα καθαρού νερού, τα οποία αντλούνται, φιλτράρονται, χλωριώνονται, μεταφέρονται και… τελικά εξατμίζονται μέσα από διαρροές σε δίκτυα που δεν άντεξαν τον χρόνο.
Ο Piero Petrucco τόνισε ότι η κατασκευαστική βιομηχανία βρίσκεται στην πρώτη γραμμή αυτής της μάχης. «Διαθέτουμε τα εργαλεία, τη γνώση και την εμπειρία για να ανασχεδιάσουμε το σύστημα και να μειώσουμε τις απώλειες», είπε. Όμως, όπως προειδοποίησε, καμία πολιτική δεν μπορεί να προχωρήσει χωρίς μια νέα θεσμική και επενδυτική στρατηγική — γι’ αυτό και η FIEC στηρίζει την πρόταση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για μια Νέα Μπλε Συμφωνία (EU Blue Deal).
Η «αχίλλειος πτέρνα» κάθε εταιρείας ύδρευσης είναι το δίκτυό της. Το δίκτυο ύδρευσης της Αθήνας και των γύρω περιοχών αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα και πιο σύνθετα δίκτυα στην Ευρώπη, εξυπηρετώντας πάνω από 4,5 εκατομμύρια κατοίκους σε 69 δήμους. Σήμερα περίπου 15% του συνολικού όγκου ύδατος χάνεται λόγω διαρροών. Ο στόχος της ΕΥΔΑΠ είναι να μειωθούν οι συνολικές διαρροές στο 8%-9% έως το 2029 -ποσοστά που θεωρούνται βέλτιστα, σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές πρακτικές διαχείρισης δικτύων ύδρευσης.
Η ΕΥΔΑΠ υλοποιεί ένα δεκαετές επενδυτικό σχέδιο συνολικού ύψους 2,1 δισ. ευρώ, το οποίο στοχεύει μεταξύ άλλων στην αναβάθμιση του δικτύου ύδρευσης και στη βελτίωση των υποδομών επεξεργασίας νερού. Μέσα από αυτό το σχέδιο δίνεται προτεραιότητα σε έργα εκσυγχρονισμού και επέκτασης του υδροδοτικού συστήματος, με στόχο την εξασφάλιση της επάρκειας και της ποιότητας του νερού στην Αττική. Από το συνολικό ποσό, ένα σημαντικό ποσοστό κατευθύνεται σε έργα ύδρευσης, βελτίωσης των μονάδων επεξεργασίας νερού και εγκατάστασης έξυπνων μετρητών, με προϋπολογισμό 690 εκατομμύρια ευρώ, που αντιστοιχεί στο 32% των συνολικών επενδύσεων. Οι παρεμβάσεις αυτές περιλαμβάνουν την αντικατάσταση παλαιών αγωγών, την ενίσχυση των δεξαμενών αποθήκευσης, την ανάπτυξη τεχνολογικών λύσεων για τη διαχείριση του νερού και τη μείωση των διαρροών.
Ο Διευθύνων Σύμβουλος της ΕΥΔΑΠ, Χάρης Σαχίνης επεσήμανε ότι, παρά τις αυξημένες επενδυτικές ανάγκες, η Ελλάδα εξακολουθεί να διατηρεί τη δεύτερη χαμηλότερη τιμή νερού ανά κυβικό μέτρο στην Ευρώπη — μετά το Μιλάνο. Αν και η τιμολογιακή αυτή πολιτική είναι κοινωνικά σημαντική, ανέφερε ότι δεν μπορεί να διατηρηθεί χωρίς την εξασφάλιση πρόσθετων πηγών χρηματοδότησης, οι οποίες θα επιτρέψουν την υλοποίηση των αναγκαίων έργων χωρίς επιβάρυνση των καταναλωτών, ειδικά των πιο ευάλωτων.
Όπως είχε γράψει το energygame.gr το ποιος τελικά «θα πληρώσει τον λογαριασμό γι’ αυτά τα έργα» είναι η δύσκολη εξίσωση. Όπως παραδέχτηκε πρόσφατα ο γενικός Γραμματέας Φυσικού Περιβάλλοντος και Υδάτων του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Πέτρος Βαρελίδης απαιτούνται πάνω από 10 δισ. ευρώ μέχρι το 2030 με σκοπό να καταφέρει η Ελλάδα να αντιμετωπίσει το μείζον ζήτημα της λειψυδρίας.
Κύκλοι της αγοράς επισημαίνουν στο energygame.gr πως το ερώτημα αυτό κυριαρχεί στις συζητήσεις του ΥΠΕΝ και της ΕΥΔΑΠ, με δεδομένο το γεγονός πως στον δημόσιο προϋπολογισμό δεν υπάρχουν διαθέσιμα 10 δισεκατομμύρια ευρώ για την κάλυψη των σχετικών επενδύσεων. Ο Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Σταύρος Παπασταύρου, έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στο κρίσιμο αυτό σκέλος, χαρακτηρίζοντας την εξεύρεση των απαραίτητων κονδυλίων ως τον δεύτερο θεμελιώδη πυλώνα της εθνικής στρατηγικής απέναντι στη λειψυδρία.
O Έλληνας Υπουργός Υποδομών και Μεταφορών Χρίστος Δήμας παρουσίασε ένα από τα μεγαλύτερα εθνικά προγράμματα διαχείρισης νερού της τελευταίας 20ετίας. Με προϋπολογισμό που ξεπερνά τα 2,5 δισεκατομμύρια ευρώ, το πρόγραμμα περιλαμβάνει πάνω από 80 έργα σε όλη τη χώρα – φράγματα, αγωγούς, δίκτυα ύδρευσης και αποχέτευσης, υποδομές αντιπλημμυρικής προστασίας. «Δεν μιλάμε για επιδιορθώσεις, αλλά για ανθεκτικές υποδομές που θα αντέχουν στα νέα δεδομένα της κλιματικής κρίσης», ανέφερε. Το μήνυμα της ελληνικής ηγεσίας είναι πως δεν υπάρχει χρόνος να μην γίνουν τα έργα αυτά.
Σημαντικές εξελίξεις αναμένονται και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, καθώς, όπως ανέφερε ο πρόεδρος της FIEC, Piero Petrucco, η στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την υδατική ανθεκτικότητα πρόκειται να εγκριθεί επισήμως την επόμενη εβδομάδα, στο πλαίσιο των πολιτικών προτεραιοτήτων της νέας Επιτροπής για την περίοδο 2024–2029. Η στρατηγική αυτή —η οποία αποτελεί τον θεμέλιο λίθο της «Μπλε Συμφωνίας» (EU Blue Deal)— θα τεθεί υπό την εποπτεία της νέας Επιτρόπου για το Περιβάλλον, την Υδατική Ανθεκτικότητα και την Ανταγωνιστική Κυκλική Οικονομία, Jessica Roswall.
Την ίδια ανάγκη για δράση ανέδειξε και ο Paul Rübig, πρώην ευρωβουλευτής και εισηγητής της EESC για τη Μπλε Συμφωνία, τονίζοντας πως το νερό είναι η κρίσιμη υποδομή του 21ου αιώνα. «Χωρίς νερό αντέχεις τρεις ημέρες. Κι όμως, στις δημόσιες πολιτικές το νερό έρχεται συχνά τελευταίο, πίσω από την ενέργεια, την τεχνολογία ή τις μεταφορές», παρατήρησε. Με την Ευρώπη να διαθέτει λιγότερο από 1% του παγκόσμιου γλυκού νερού, την ώρα που η Βραζιλία έχει το 30% και η Ρωσία το 18%, η ανάγκη για έξυπνη διαχείριση γίνεται πλέον ζήτημα στρατηγικής επιβίωσης.
Ο Rübig επεσήμανε ότι οι αυξανόμενες ανάγκες από την ψηφιακή οικονομία και τη βιομηχανική μετάβαση εντείνουν την πίεση. Τα data centers, που ήδη καταναλώνουν 60 εκατομμύρια κυβικά μέτρα νερού ετησίως για ψύξη, αυξάνονται με ρυθμό 8% τον χρόνο. Η παραγωγή πράσινου υδρογόνου απαιτεί 10-12 λίτρα νερού ανά κιλό, ενώ η βιομηχανία ημιαγωγών εκτιμάται ότι θα χρειαστεί 45 εκατ. κυβικά νερού για να καλύψει τον στόχο αύξησης της παραγωγής στην Ευρώπη από 10% σε 20%.
Η πρότασή του είναι σαφής: δημιουργία ενός «Blue Fund» με πόρους από το νέο Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο, ώστε οι επενδύσεις σε «μπλε υποδομές» (ύδρευση, αποχέτευση, ανακύκλωση νερού, αποθήκευση, αφαλάτωση) να αποκτήσουν την ίδια προτεραιότητα που έχουν σήμερα οι υποδομές ενέργειας ή ψηφιακών δικτύων. «Αν δεν αυξήσουμε τις ετήσιες επενδύσεις για το νερό από τα 60 στα 90 δισεκατομμύρια ευρώ, απλώς δεν θα προλάβουμε», είπε.
Διαβάστε ακόμη