Η τεχνολογία ανάκτησης θερμότητας από λύματα, ευρέως διαδεδομένη στην Ευρώπη, αρχίζει να κερδίζει έδαφος και στη Βόρεια Αμερική, καθώς πόλεις και διαχειριστές κτιρίων αναζητούν τρόπους να αξιοποιήσουν την ενέργεια που διαφορετικά θα χανόταν στις αποχετεύσεις. Σύμφωνα με εκτιμήσεις του Υπουργείου Ενέργειας των ΗΠΑ, περίπου 350 δισεκατομμύρια κιλοβατώρες ενέργειας από ζεστό νερό καταλήγουν κάθε χρόνο στους υπονόμους, παραμένοντας σε μεγάλο βαθμό ανεκμετάλλευτες.
Σε ρεπορτάζ της Wall Street Journal, παρουσιάζονται μεγάλα έργα ανάκτησης θερμότητας σε περιοχές όπως το Ντένβερ, το Βανκούβερ, η Πολιτεία της Νέας Υόρκης και η Ουάσιγκτον, μαζί με δεκάδες μικρότερες εγκαταστάσεις σε μεμονωμένα κτίρια ανά τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η τεχνολογία αξιοποιεί το γεγονός ότι τα λύματα διατηρούν θερμοκρασίες μεταξύ 12 και 19 βαθμών Κελσίου. Μέσω αντλιών θερμότητας, η θερμική ενέργεια ανακτάται και επαναχρησιμοποιείται για τη θέρμανση ή ψύξη κτιρίων και την παραγωγή ζεστού νερού, συμβάλλοντας στη μείωση των εκπομπών άνθρακα και στην αύξηση της ενεργειακής αποδοτικότητας.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το νέο campus Spur του Πολιτειακού Πανεπιστημίου του Κολοράντο στο Ντένβερ, όπου λειτουργεί σύστημα ανάκτησης θερμότητας χωρίς να επηρεάζεται η καθημερινή εμπειρία των χρηστών.
Στο National Western Center στο Ντένβερ, το σύστημα ψύχει τα λύματα πριν τα διοχετεύσει στο δημοτικό αποχετευτικό δίκτυο, μειώνοντας σημαντικά την ενέργεια που απαιτείται για την επεξεργασία τους στα εργοστάσια καθαρισμού. Ο Brad Buchanan, πρώην διευθυντής πολεοδομικού σχεδιασμού του Ντένβερ και επικεφαλής του National Western Center Authority, τονίζει ότι το σύστημα εξοικονομεί ποσότητες εκπομπών ισοδύναμες με έξι εκατομμύρια επιβατικά αυτοκίνητα και πέντε Ολυμπιακές πισίνες σε νερό κάθε χρόνο.
Η ιδέα δεν είναι νέα για την Ευρώπη. Χώρες όπως η Σουηδία και η Δανία είχαν αναπτύξει εκτεταμένα δίκτυα τηλεθέρμανσης ήδη από προηγούμενες δεκαετίες, διευκολύνοντας σήμερα την αξιοποίηση της θερμότητας από λύματα. «Στη Σουηδία, κάθε πυκνοκατοικημένη περιοχή εξυπηρετείται με τηλεθέρμανση», αναφέρει η Semida Silveira, καθηγήτρια ενεργειακού σχεδιασμού στο Πανεπιστήμιο Cornell. «Η τηλεθέρμανση είναι εξαιρετικά αποδοτικός τρόπος για τη θέρμανση κατοικιών».
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, αντίθετα, τα περισσότερα κτίρια διαθέτουν μεμονωμένα συστήματα θέρμανσης, γεγονός που δυσκολεύει την ανάπτυξη κεντρικών λύσεων. Παρ’ όλα αυτά, μικρότερης κλίμακας έργα δείχνουν ότι η τάση αλλάζει. Στη Νέα Υόρκη, έργα ανάκτησης θερμότητας υλοποιούνται στο συγκρότημα κατοικιών Whitney Young Manor στη Westchester County και στο Amalgamated Housing Cooperative στο Μπρονξ, με τη στήριξη της NYSERDA (New York State Energy Research and Development Authority).
«Όταν πρόκειται για ένα νέο προϊόν, υπάρχει ενδιαφέρον αλλά και σκεπτικισμός», σημειώνει ο Michael Reed, προσωρινός επικεφαλής μεγάλων κτιρίων στη NYSERDA. «Οι επενδυτές θέλουν ο μηχανικός σύμβουλός τους να εξετάσει την τεχνολογία και να τους επιβεβαιώσει ότι ναι, αυτό έχει νόημα και μπορεί να δουλέψει.»
Το πλέον ώριμο παράδειγμα επιτυχίας παραμένει το False Creek Neighbourhood Energy Utility στο Βανκούβερ, το οποίο λειτουργεί από το 2010. Το σύστημα ξεκίνησε παρέχοντας θέρμανση σε εννέα κτίρια του Ολυμπιακού Χωριού και σήμερα καλύπτει 47 κτίρια, κατοικίες, εμπορικά κέντρα και πανεπιστήμια, εξυπηρετώντας περίπου 10.000 κατοίκους. Σύμφωνα με τον Derek Pope, υπεύθυνο του συστήματος, το 70% της ενέργειας που παρέχεται προέρχεται πλέον από ανανεώσιμες πηγές, με την ανάκτηση θερμότητας από λύματα να αποτελεί το «πρωταρχικό» στοιχείο. Η μείωση των εκπομπών άνθρακα ανέρχεται σε περίπου 7.000 τόνους ετησίως σε σύγκριση με τη χρήση φυσικού αερίου.
Όπως διαπιστώνει το ρεπορτάζ της Wall Street Journal, η δυναμική για την ευρύτερη διάδοση της τεχνολογίας ανάκτησης θερμότητας από λύματα είναι πλέον υπαρκτή. Το στοίχημα, ωστόσο, παραμένει στην ταχύτητα προσαρμογής των υποδομών και στη διάθεση των επενδυτών και των πόλεων να κινηθούν πιο αποφασιστικά προς αυτήν την κατεύθυνση.
Διαβάστε ακόμη