Ένα νέο κύμα τεχνολογιών ανακύκλωσης υπόσχεται να αλλάξει το τοπίο της παγκόσμιας διαχείρισης πλαστικού απορρίμματος, όπως αναφέρει πρόσφατο εκτενές ρεπορτάζ του Economist. Με την παραγωγή πλαστικού να υπερβαίνει ήδη τους 400 εκατομμύρια τόνους ετησίως και να αναμένεται να φτάσει τους 1,1 δισεκατομμύρια μέχρι το 2050, η ανάγκη για καινοτομία είναι πιο επείγουσα από ποτέ. Κάθε λεπτό πωλείται περίπου ένα εκατομμύριο πλαστικά μπουκάλια νερού, ενώ πέντε τρισεκατομμύρια πλαστικές σακούλες χρησιμοποιούνται ετησίως σε όλο τον κόσμο, σύμφωνα με το Πρόγραμμα Περιβάλλοντος του ΟΗΕ. Η πλειονότητα της παραγωγής αυτής προορίζεται για εφαρμογές μιας χρήσης, εντείνοντας τις πιέσεις από κοινό και ρυθμιστικές αρχές για την αναβάθμιση των συστημάτων ανακύκλωσης.

Ωστόσο, η υφιστάμενη τεχνογνωσία δεν αρκεί. Το πρόβλημα έγκειται στην πολυπλοκότητα του ίδιου του υλικού: το πλαστικό απόβλητο είναι συχνά λερωμένο, συνδυάζει πολλά διαφορετικά στρώματα και δεν είναι εύκολο να τεμαχιστεί και να αναδιαμορφωθεί όπως προβλέπει η παραδοσιακή ανακύκλωση. Παρά τις όποιες προσπάθειες αύξησης της ανακύκλωσης, πάνω από το 90% των πλαστικών καταλήγει σε καύση, σε χωματερές ή στη φύση. Στο πλαίσιο αυτό, γίγαντες της βιομηχανίας καταναλωτικών αγαθών, όπως οι Nestlé, PepsiCo και Procter & Gamble, στρέφονται σε νέες μεθόδους ανακύκλωσης με στόχο τη μετατροπή των απορριμμάτων σε πρώτη ύλη για νέα πλαστικά προϊόντα.

Το ενδιαφέρον των μεγάλων εταιρειών κάθε άλλο παρά τυχαίο είναι, καθώς σημαντικό μέρος των συσκευασιών τους δεν πληροί τις προδιαγραφές για την παραδοσιακή ανακύκλωση. Η συμμετοχή τους σε νέα μοντέλα επεξεργασίας, όπως αυτό που εγκαινιάστηκε το 2023 στο Μεξικό από την Greenback Recycling Technologies σε συνεργασία με τη Nestlé, αντανακλά την ανάγκη τους να αποδείξουν συμμόρφωση με τις απαιτήσεις βιωσιμότητας, επιδιώκοντας ουσιαστικά να αντισταθμίσουν το περιβαλλοντικό τους αποτύπωμα μέσα από προηγμένες τεχνολογικές λύσεις.

Πέρα από την Greenback, και άλλες εταιρείες επιχειρούν να μπουν στο παιχνίδι. Η βρετανική Plastic Energy ήδη προμηθεύει ανακυκλωμένες πρώτες ύλες για συσκευασίες στην Ευρώπη, περιλαμβάνοντας προϊόντα της PepsiCo και της Unilever. Η τεχνολογία αυτή, παρ’ ότι παρουσιάζεται ως ευλογία για το περιβάλλον, δεν παύει να προκαλεί έντονες αντιδράσεις. Οργανώσεις περιβάλλοντος την καταγγέλλουν ως ρυπογόνο προσχηματική λύση που ουσιαστικά διαιωνίζει τη χρήση πλαστικού. Τον περασμένο Σεπτέμβριο, η Πολιτεία της Καλιφόρνιας μήνυσε την ExxonMobil κατηγορώντας την, μεταξύ άλλων, για «παραπλάνηση του κοινού» σχετικά με την ικανότητα των προηγμένων τεχνολογιών ανακύκλωσης να αντιμετωπίσουν την κρίση των αποβλήτων.

Το σημείο τριβής είναι η ίδια η μέθοδος ανακύκλωσης. Η πιο διαδεδομένη τεχνική είναι η πυρόλυση, κατά την οποία το πλαστικό απόβλητο θερμαίνεται σε πολύ υψηλές θερμοκρασίες έως ότου αποδομηθεί σε χημικό επίπεδο. Το αποτέλεσμα είναι η παραγωγή ελαίου και συνθετικού αερίου, το οποίο συχνά αξιοποιείται για την ενεργειακή τροφοδοσία των εργοστασίων. Ωστόσο, σύμφωνα με την επιστήμονα περιβαλλοντικής υγείας Veena Singla από το Πανεπιστήμιο Columbia, η διαδικασία αυτή απελευθερώνει τοξικά κατάλοιπα εξαιτίας των επικίνδυνων ουσιών που υπάρχουν στο πλαστικό. Επιπλέον, δεν έχει αποδειχθεί με σαφήνεια ότι οι εκπομπές ρύπων από την ανακύκλωση είναι λιγότερες από αυτές της παραγωγής παρθένου πλαστικού.

Η επιφυλακτικότητα επεκτείνεται και στους ρυθμιστικούς φορείς. Όπως σημειώνει ο James Kennedy, αναλυτής της εταιρείας έρευνας αγοράς IDTechEx, το μεγαλύτερο αγκάθι βρίσκεται στη σήμανση των προϊόντων. Από αυτή εξαρτάται το κατά πόσον μια εταιρεία πληροί τις υποχρεώσεις της περί ανακύκλωσης ή δικαιούται φορολογικά κίνητρα. Το πρόβλημα είναι ότι το έλαιο που παράγεται από την προηγμένη ανακύκλωση πρέπει να αναμειχθεί με παρθένο πετρέλαιο για να μπορεί να χρησιμοποιηθεί για νέα πλαστικά. Έτσι, π.χ. μια παρτίδα συσκευασιών για χούμους μπορεί να περιέχει ανακυκλωμένο υλικό, ενώ μια άλλη όχι. Παρ’ όλα αυτά, αν το 10% των συνολικών πρώτων υλών προέρχεται από ανακύκλωση, η βιομηχανία θέλει να δηλώνει ότι το 10% των προϊόντων είναι 100% ανακυκλωμένο — μια λογιστική μέθοδος που ονομάζουν «mass balance» (ισοζύγιο μάζας).

Η προσέγγιση αυτή έχει απορριφθεί από την Υπηρεσία Περιβαλλοντικής Προστασίας των ΗΠΑ, που την χαρακτήρισε «παραπλανητική». Παρόμοιοι προβληματισμοί εκφράζονται και στην Ευρώπη από οργανώσεις όπως η Zero Waste Europe, που καταγγέλλουν ότι το πραγματικό ποσοστό ανακυκλωμένου υλικού είναι τόσο χαμηλό που σχεδόν δεν μπορεί να θεωρηθεί ανακύκλωση.

Αυτή η αντίσταση απειλεί ένα αναδυόμενο βιομηχανικό τομέα που απαιτεί μεγάλες επενδύσεις σε υποδομές και εργοστάσια για τη συλλογή και επεξεργασία των αποβλήτων. Όμως, όπως υπογραμμίζει ο καθηγητής Stuart Coles από το Πανεπιστήμιο του Warwick, η ανάγκη για προηγμένη ανακύκλωση παραμένει υπαρκτή. «Στόχος είναι να διατηρήσουμε όσο το δυνατόν περισσότερο υλικό μέσα στην κοινωνία», σημειώνει. Αυτό σημαίνει προώθηση της επαναχρησιμοποίησης, αλλά και στήριξη αποτελεσματικών συστημάτων ανακύκλωσης.

Υπάρχουν, άλλωστε, ενδείξεις μεταστροφής στη στάση των αρχών. Τον περασμένο Οκτώβριο, η Βρετανία αποδέχθηκε μια παραλλαγή της μεθόδου mass balance, ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση ακόμη τη μελετά, με τα περισσότερα κράτη-μέλη να δείχνουν θετικά προσκείμενα. Παράλληλα, νέες τεχνολογίες ενδέχεται να κάνουν την ανακύκλωση πιο αποτελεσματική και λιγότερο επιβαρυντική για το περιβάλλον. Η βρετανική Mura Technology, με εγκατάσταση στο Teesside, ισχυρίζεται ότι η υδροθερμική της μέθοδος αποδίδει υψηλότερα ποσοστά ανακύκλωσης με χαμηλότερες εκπομπές CO₂ σε σχέση με την πυρόλυση. Η αυστραλιανή Samsara Eco αναπτύσσει ενζυματική τεχνολογία που αποδομεί τα πλαστικά χωρίς την ανάγκη προσθήκης παρθένου πετρελαίου.

Καθώς η πίεση για βιώσιμες λύσεις αυξάνεται και οι τεχνολογίες ωριμάζουν, ίσως το στοίχημα για μια νέα εποχή στην ανακύκλωση πλαστικού να παραμένει ανοιχτό — και περισσότερο εφικτό από όσο πιστεύαμε μέχρι πρότινος.

Διαβάστε ακόμη