Για δεκαετίες, η ηλεκτρική ενέργεια ήταν ο αόρατος κινητήρας της οικονομίας, δουλεύοντας αθόρυβα στο παρασκήνιο. Σήμερα όμως, ο ίδιος κινητήρας αρχίζει να «ζορίζεται», μετατρέποντας το ρεύμα από καταλύτη ανάπτυξης σε κρίσιμο περιοριστικό παράγοντα για την παγκόσμια οικονομία. Από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ έως τις αναδυόμενες αγορές της Αφρικής και της Ασίας, τα ηλεκτρικά δίκτυα βρίσκονται αντιμέτωπα με ολοένα και περισσότερες πιέσεις. Η ταχεία εξάπλωση της τεχνητής νοημοσύνης (AI), η ηλεκτροκίνηση, η ψηφιοποίηση και η ενεργειακή μετάβαση προς καθαρότερες μορφές ενέργειας δημιουργούν μια πρωτοφανή αύξηση στη ζήτηση ηλεκτρισμού, ταχύτερη από την ικανότητα των δικτύων να ανταποκριθούν. Στην καρδιά αυτής της νέας πραγματικότητας βρίσκεται ένα απλό αλλά κρίσιμο επακόλουθο. Χωρίς επαρκή, αξιόπιστη και προσιτή ηλεκτρική ενέργεια, οι επενδύσεις καθυστερούν ή ακυρώνονται, και μαζί τους επιβραδύνεται και η οικονομική ανάπτυξη.
Όταν ακόμη και οι πλούσιες χώρες «κολλάνε» στο ρεύμα
Παλαιότερα, οι ανεπτυγμένες οικονομίες δεν ανησυχούσαν ιδιαίτερα για την επάρκεια ηλεκτρισμού, την είχαν δεδομένη, καθώς η αποβιομηχάνιση και η βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας κράτησαν τη ζήτηση σταθερή ή και μειούμενη, ακόμη και όταν το ΑΕΠ συνέχιζε να αυξάνεται. Όμως αυτό το μοντέλο έχει πλέον ανατραπεί, με την Ολλανδία να αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα, σύμφωνα με το Bloomberg. Ο τεχνολογικός κολοσσός ASML, που κατασκευάζει κρίσιμο εξοπλισμό για την παγκόσμια βιομηχανία ημιαγωγών (τσιπ) και την ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης, σχεδιάζει να δημιουργήσει μια νέα «πανεπιστημιούπολη» στην περιοχή του Αϊντχόβεν, απασχολώντας έως και 20.000 εργαζομένους. Το σχέδιο, όμως, εξαρτάται από κάτι που μέχρι πρότινος θεωρούνταν αυτονόητο: τη διαθέσιμη σύνδεση με το ηλεκτρικό δίκτυο. Στην Ολλανδία, περίπου 12.000 επιχειρήσεις περιμένουν στην ουρά για να συνδεθούν στο δίκτυο. Παρά τις επενδύσεις, ύψους περίπου 8 δισ. ευρώ ετησίως από τους διαχειριστές, οι συμφορήσεις εκτιμάται ότι θα συνεχιστούν για περίπου μια δεκαετία. Η κατανάλωση ηλεκτρισμού έχει αυξηθεί τόσο γρήγορα, που η χώρα ήδη χρησιμοποιεί ποσότητες που είχαν αρχικά προγραμματιστεί για το 2030.
Η σχέση μεταξύ κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας και οικονομικής ευημερίας είναι από τις πιο σταθερές στην οικονομική ιστορία. Από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι σήμερα, η αύξηση της ηλεκτροδότησης συνοδεύεται σχεδόν πάντα από αύξηση της παραγωγικότητας, του εισοδήματος και της ποιότητας ζωής. Σε αντίθεση με άλλες μορφές ενέργειας, όπως ο άνθρακας ή τα υγρά καύσιμα, η κατανάλωση ηλεκτρισμού συνεχίζει να αυξάνεται όσο αυξάνεται και το κατά κεφαλήν εισόδημα. Χώρες με υψηλό βιοτικό επίπεδο καταναλώνουν συστηματικά περισσότερη ηλεκτρική ενέργεια, ακόμη κι αν έχουν περιορίσει τη χρήση ορυκτών καυσίμων. Αυτό εξηγεί γιατί δύο χώρες με παρόμοιο εισόδημα μπορούν να έχουν εντελώς διαφορετικό ενεργειακό αποτύπωμα, αλλά παρόμοιες ανάγκες σε αξιόπιστο ηλεκτρικό δίκτυο.
Από τα χωριά της Αφρικής στα data centers της Ευρώπης
Η σημασία της πρόσβασης σε ηλεκτρισμό είναι εμφανής τόσο στις φτωχότερες όσο και στις πλουσιότερες περιοχές του κόσμου. Στη Νιγηρία, για παράδειγμα, μικρά φωτοβολταϊκά σε αγροτικές κοινότητες έχουν αντικαταστήσει γεννήτριες ντίζελ, μειώνοντας το κόστος, βελτιώνοντας την υγεία των κατοίκων και αυξάνοντας το τοπικό εισόδημα. Ακαδημαϊκές μελέτες δείχνουν ότι ακόμη και μικρές αυξήσεις στην ηλεκτροπαραγωγή μπορούν να οδηγήσουν σε δυσανάλογα μεγάλες αυξήσεις του ΑΕΠ.
Στον αντίποδα, στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, το πρόβλημα δεν είναι η έλλειψη τεχνολογίας, αλλά η αδυναμία των υφιστάμενων δικτύων να καλύψουν τη νέα ζήτηση. Κέντρα δεδομένων (data centers) για τεχνητή νοημοσύνη, εργοστάσια μπαταριών και μονάδες πράσινου χάλυβα απαιτούν τεράστιες ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας, που δύσκολα μπορούν να καλυφθούν με βάση τα σημερινά δεδομένα.
Συνακόλουθα, αυτή η ανεπάρκεια των δικτύων έχει επιφέρει ήδη μετρήσιμες οικονομικές συνέπειες. Στη Γερμανία, για παράδειγμα, η έλλειψη γρήγορης και αξιόπιστης παροχής ηλεκτρισμού θεωρείται σημαντική απειλή για τη βιομηχανική ανταγωνιστικότητα της χώρας, ενώ στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι διαχειριστές δικτύου αναγκάζονται να ενεργοποιούν ακριβότερες μονάδες φυσικού αερίου για να καλύψουν τη ζήτηση, και ταυτόχρονα περιορίζουν την παραγωγή φθηνότερης αιολικής ενέργειας, λόγω περιορισμών στη μεταφορά ηλεκτρικής ισχύος.
Στο πλαίσιο αυτό, πολυεθνικές τεχνολογικές εταιρείες έχουν αρχίσει να λαμβάνουν αποφάσεις σχετικά με τις επενδύσεις τους με βασικό κριτήριο την ετοιμότητα των ηλεκτρικών δικτύων, με έργα να ακυρώνονται ή να μεταφέρονται σε άλλες χώρες, όπου η πρόσβαση σε ενέργεια είναι πιο γρήγορη και αξιόπιστη. Ακόμη και στη Silicon Valley, υπάρχουν data centers που παραμένουν ανενεργά επειδή οι τοπικές εταιρείες κοινής ωφέλειας δεν μπορούν να παρέχουν επαρκή ισχύ.
Όταν η πίεση στο δίκτυο πλήττει τις επενδύσεις
Ο πιο ανησυχητικός αντίκτυπος, ωστόσο, είναι ο μακροοικονομικός. Αναλύσεις δείχνουν ότι η αύξηση της «πίεσης» στα ηλεκτρικά συστήματα, μέσω ανεπαρκούς προσφοράς, υψηλών τιμών, απωλειών στο δίκτυο και κλιματικών επιπτώσεων, συνδέεται με μείωση των επενδύσεων ως ποσοστό του ΑΕΠ. Με δεδομένο ότι οι επενδύσεις αποτελούν περίπου το 1/5 της οικονομικής δραστηριότητας στις ανεπτυγμένες χώρες, ακόμη και μικρές μειώσεις μπορούν να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στη μακροχρόνια ανάπτυξη.
Υπάρχει επίσης ένας φαύλος κύκλος: όταν το δίκτυο πιέζεται, η ζήτηση περιορίζεται αναγκαστικά, κάτι που μειώνει την οικονομική δραστηριότητα. Αυτό, με τη σειρά του, «βελτιώνει» τεχνητά τους δείκτες πίεσης, αλλά σε βάρος της ανάπτυξης και της καινοτομίας.
Διαβάστε ακόμη
