Παρά την αλματώδη αύξηση της παραγωγής από ΑΠΕ, οι καταναλωτές συνεχίζουν να βλέπουν υψηλούς λογαριασμούς ρεύματος και, όπως εξηγεί ο αναλυτής πολιτικής και συνιδρυτής του The Green Tank, Νίκος Μάντζαρης, αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο. «Οι ΑΠΕ κατεβάζουν τις τιμές… το αέριο και τα καύσιμα εν γένει τις ανεβάζουν», τονίζει, επισημαίνοντας ότι το 2025 η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από φυσικό αέριο έχει αυξηθεί κατά 13% σε σχέση με το 2024, ενώ ένα μεγάλο μέρος αυτής της ακριβής ενέργειας διοχετεύεται σε εξαγωγές. Το αποτέλεσμα, όπως λέει, είναι ότι «η αυξημένη χρήση αερίου αυξάνεται τη χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρισμού καθημερινά» και αυτό μετακυλίεται στη λιανική, διατηρώντας τις τιμές σε υψηλά επίπεδα.

Ο κ. Μάντζαρης εξηγεί ότι η κατάσταση επιβαρύνεται και από την απουσία υποδομών αποθήκευσης. «Δεν έχουμε αρκετές υποδομές αποθήκευσης ενέργειας και έτσι πετάμε φτηνή ενέργεια ΆΠΕ… δεν έχουμε ενέργεια να την αποδώσουμε το βράδυ» σημειώνει. Ταυτόχρονα, οι καταναλωτές δεν έχουν κίνητρο να μετατοπίσουν τη ζήτησή τους στις μεσημεριανές ώρες, όταν η ενέργεια είναι άφθονη και φθηνή. «Δεν μπορούν να αξιοποιήσουν τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις την μεταβολή της διακύμανσης των τιμών», σημειώνει, τονίζοντας ότι η έλλειψη κινήτρων δημιουργεί «πολύ μεγάλο πρόβλημα».

Η επιβράδυνση της αυτοπαραγωγής μετά τη μετάβαση από net metering σε net billing αποτελεί ακόμη ένα κρίσιμο εμπόδιο. «Πλέον δεν βλέπουμε καινούργιες αιτήσεις, διότι έχουμε πολύ μεγάλη οικονομική αβεβαιότητα», αναφέρει, καλώντας για ξεκάθαρους κανόνες και ενίσχυση της αποθήκευσης “behind the meter”, αλλά και για ξεκάθαρη πολιτική κατεύθυνση.

Στο ζήτημα του μηχανισμού επάρκειας (CRM), ο κ. Μάντζαρης επισημαίνει ότι η δημόσια συζήτηση συχνά παρακάμπτει το βασικό ερώτημα: «Το πρώτο ερώτημα που πρέπει να απαντήσουμε είναι αν χρειαζόμαστε μηχανισμό διασφάλισης επάρκειας ισχύος». Υπενθυμίζει ότι η ευρωπαϊκή μελέτη επάρκειας δείχνει πως η Ελλάδα «έως το 2035 δεν έχει κανένα πρόβλημα επάρκειας ισχύος», ακόμη και με 3 GW λιγότερο αέριο από το ΕΣΕΚ. Αν τελικά απαιτηθεί μηχανισμός, υποστηρίζει λύσεις τεχνολογικής ουδετερότητας και όχι αποκλειστική ενίσχυση μονάδων αερίου, ώστε να μην «κλειδωθούμε σε ακριβές μονάδες αερίου».

Στο πεδίο της κλιματικής πολιτικής, ο Μάντζαρης δείχνει πως η ευρωπαϊκή στρατηγική δέχεται ισχυρές πιέσεις, ειδικά μετά την εκλογή Τραμπ στις ΗΠΑ. «Δεν είναι δυνατόν να τριπλασιάζουμε τις αγωγές ορυκτών καυσίμων στην Ευρώπη και ταυτοχρόνως να διατηρήσουμε τις πολιτικές ως έχουν», επισημαίνει, σημειώνοντας ότι η πρόσφατη ευρωπαϊκή υποχώρηση στον τομέα του εμπορίου ορυκτών καυσίμων έρχεται σε αντίθεση με τους κλιματικούς στόχους.

Οι περικοπές ΑΠΕ έχουν πλέον «υπερδιπλασιαστεί» σε σχέση με το 2024, ξεπερνώντας τις 1,8 TWh στο εντεκάμηνο, ενώ οι ώρες μηδενικών ή αρνητικών τιμών έχουν φτάσει τις 476. «Γιγαντώνεται το πρόβλημα», σημειώνει, δείχνοντας στην αποθήκευση και στη μετατόπιση ζήτησης τις μόνιμες λύσεις, αλλά και στον εξηλεκτρισμό μεταφορών και κτιρίων ως αναγκαία μεσοπρόθεσμα βήματα.

Τέλος, αναφερόμενος στη συζήτηση για τις μπαταρίες και τον κίνδυνο επανάληψης των στρεβλώσεων που είχαν παρουσιαστεί στα φωτοβολταϊκά και τις ενεργειακές κοινότητες, προειδοποιεί: «Δεν θέλουμε να συμβεί αυτό με τις μπαταρίες». Υπογραμμίζει την ανάγκη διαφάνειας και πλουραλισμού: «Ένα από τα ωραία πράγματα που έχει η αγορά ΑΠΕ στην Ελλάδα είναι η μεγάλη πλουραλιστική συμμετοχή… αυτό πρέπει να μεταφερθεί και στην αγορά μπαταριών».

Με φόντο τις εξελίξεις, ο Μάντζαρης εμφανίζεται συγκρατημένα αισιόδοξος: η Ελλάδα έχει τεχνολογικές και οικονομικές δυνατότητες, αρκεί όπως λέει «να υπάρχει πολιτική βούληση» και να προχωρήσουν οι κρίσιμες μεταρρυθμίσεις στην αυτοπαραγωγή, την αποθήκευση και τη διαχείριση της ζήτησης.

Διαβάστε ακόμη