Την εικόνα μιας αγοράς ηλεκτρισμού με υψηλό βαθμό συγκέντρωσης, όπου οι καταναλωτές είναι εν πολλοίς αδρανείς (κάτι που αποτυπώνεται στον χαμηλό βαθμό κινητικότητας) και δεν έχουν πρόσβαση σε εργαλεία που θα τους επέτρεπαν να επωφεληθούν από τις χαμηλές τιμές ρεύματος που διαμορφώνονται στο Χρηματιστήριο Ενέργειας, όπως είναι τα δυναμικά τιμολόγια, σκιαγραφεί για την Ελλάδα ο Σύνδεσμος των Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας της ΕΕ ACER, σε μελέτη του που δημοσιεύθηκε χθες (Πέμπτη 27 Νοεμβρίου).

Ελλάδα: Χαμηλός βαθμός διείσδυσης των έξυπνων μετρητών, έλλειψη δυναμικής τιμολόγησης

«Ακτινογραφώντας» την αγορά ηλεκτρισμού της Ελλάδας, ο ΑCER αναδεικνύει ως ατού της το υψηλό ποσοστό διείσδυσης ανανεώσιμης ενέργειας (51% το 2024). Στον αντίποδα, ως αδύναμα σημεία εντοπίζονται ο υψηλός βαθμός συγκέντρωσης, ο μικρός βαθμός διείσδυσης των έξυπνων μετρητών στα νοικοκυριά (το ποσοστό 12% στο τέλος του 2024 είναι ένα από τα χαμηλότερα στην ΕΕ) που συναρτάται και με την μη προσφορά δυναμικών τιμολογίων και η έλλειψη ευέλικτων πόρων (μπαταρίες, απόκριση στη ζήτηση) που προϊδεάζουν για αυξημένες ανάγκες επενδύσεων στα δίκτυα ηλεκτρισμού που «μεταφράζονται» σε αύξηση του κόστους ενέργειας για τους καταναλωτές.

Σύμφωνα με τη μελέτη, το ποσοστό switching στην λιανική αγορά ηλεκτρισμού της Ελλάδας, που αποτυπώνει την κινητικότητα των καταναλωτών, με αλλαγή παρόχου διαμορφώθηκε στο 6% στο τέλος του περασμένου έτους, με έντονα πτωτική τάση και ήταν από τα χαμηλότερα στην ΕΕ. Στην Ιταλία και στην Ισπανία το ποσοστό switching προσεγγίζει το 23%, στην Πορτογαλία ανέρχεται στο 25%, στο Βέλγιο στο 18,2%, στη Φινλανδία στο 16%, στη Γερμανία στο 14%. Η τελική τιμή της κιλοβατώρας (συμπεριλαμβανομένων φόρων και ρυθμιζόμενων χρεώσεων) στο τέλος του περασμένου έτους διαμορφώθηκε στα 22,6 λεπτά για τα νοικοκυριά, κάτω από το μέσο όρο της ΕΕ και πολύ χαμηλότερη από χώρες όπως η Γερμανία (με τελική τιμή 39,5 λεπτά/κιλοβατώρα), την Ιταλία (35,9 λεπτά/κιλοβατώρα), την Γαλλία (28,9 λεπτά/κιλοβατώρα) , την Πορτογαλία (27,5 λεπτά/κιλοβατώρα) και την Ισπανία (24,2 λεπτά/κιλοβατώρα). Από την άλλη πλευρά, πολύ χαμηλότερες τιμές σε σχέση με την Ελλάδα καταγράφονται στις γειτονικές της αγορές, όπως στη Βουλγαρία (11,8 σεντ/κιλοβατώρα) και στη Ρουμανία (16,7 σεντ/κιλοβατώρα).

Υψηλές τιμές και έντονες διακυμάνσεις στην χονδρεμπορική αγορά

Όσον αφορά στη χονδρική αγορά ηλεκτρισμού, η Ελλάδα εμφανίζει μικρό ποσοστό ωρών όπου όπου οι τιμές στο Χρηματιστήριο Ενέργειας διαμορφώνονται κάτω από τα 5 ευρώ/MWh (3% του συνόλου). Υπερτριπλάσιο (10,7%) είναι το ποσοστό των ωρών όπου οι χονδρεμπορικές τιμές διαμορφώθηκαν πάνω από τα 150 ευρώ/MWh, με την Ελλάδα να καταλαμβάνει την τέταρτη θέση στην σχετική κατάταξη στην ΕΕ, πίσω από την Βουλγαρία, τη Ρουμανία και την Ουγγαρία, δηλαδή τις χώρες του «διακεκαυμένου άξονα» της Νοτιοανατολικής Ευρώπης που βρέθηκε στο επίκεντρο κρίσεων υψηλών τιμών το 2024 (και σε μικρότερο βαθμό κατά τη φετινή χρονιά), για διαρθρωτικούς λόγους οι οποίοι έχουν εντοπιστεί από την Task Force της ΕΕ για τις τιμές ενέργειας, χωρίς όμως να έχουν δοθεί μακρόπνοες λύσεις.

Κατά το 2024, εξάλλου, στην ελληνική αγορά καταγράφηκαν 341 ημέρες με διακυμάνσεις των χονδρεμπορικών τιμών πάνω από τα 50 ευρώ/MWh, ενώ η μέση ημερήσια «ψαλίδα» μεταξύ της υψηλότερης και της χαμηλότερης τιμής διαμορφώθηκε στα 162,86 ευρώ/MWh, μια από τις υψηλότερες τιμές στην ΕΕ, επιβεβαιώνοντας την εικόνα μιας αγοράς με έντονα ενδοημερήσιες διακυμάνσεις,  λόγω της εμφάνισης ολοένα και πιο συχνά μηδενικών ή αρνητικών τιμών τις μεσημεριανές ώρες (όταν κορυφώνεται η παραγωγή των ΑΠΕ) και υψηλών τιμών τις βραδινές ώρες, όπου τα φωτοβολταϊκά σβήνουν και οι αιχμές της ζήτησης καλύπτονται από την ακριβότερη παραγωγή των θερμικών μονάδων.

Η μεγάλη εικόνα στις αγορές ηλεκτρισμού της ΕΕ σύμφωνα με τον ACER

Αναφερόμενος γενικά στην αγορά ηλεκτρισμού της ΕΕ, ο ACER επισημαίνει μεταξύ άλλων ότι όπου οι λιανικές αγορές εμφανίζουν χαμηλό ρυθμό συγκέντρωσης και οι καταναλωτές έχουν περισσότερες επιλογές προμηθευτή, εμφανίζονται συχνότερα καινοτόμες προσφορές στη λιανική αγορά,  (π.χ. δυναμικά τιμολόγια ή λύσης χρονοχρέωσης Time of USE- TOU) καθώς και συνδυαστικές υπηρεσίες. Η συγκέντρωση της αγοράς, η οποία μετριέται συχνά στη βάση του δείκτη Herfindahl–Hirschman (HHI), διαφέρει σημαντικά μεταξύ των κρατών μελών. Χαμηλότερος HHI (κάτω από 2 000)  συνήθως συμπίπτει με ευρύτερες επιλογές για τους καταναλωτές και ταχύτερη μετακύλιση των χονδρικών τιμών. Από τα συγκριτικά στοιχεία του ACER προκύπτει ότι οι τιμές σε χώρες με πιο ανταγωνιστικές αγορές επέστρεψαν στα προ κρίσης επίπεδα ταχύτερα σε σύγκριση με χώρες με λιγότερο ανταγωνιστικές αγορές.

Τα ποσοστά αλλαγής προμηθευτή είναι υψηλά (20–25 %) σε λίγες αγορές (Ισπανία, Ιταλία, Πορτογαλία) αλλά χαμηλά σε πολλές άλλες, συχνά σε αγορές συγκεντρωμένες ή κυριαρχούμενες από τον δεσπόζοντα παίκτη, κάτι που ενδεχομένως υπονοεί  ότι πολλοί καταναλωτές μπορεί να πληρώνουν περισσότερο για την ενέργεια απ’ όσο χρειάζεται. Επιπλέον, καθώς τα περισσότερα νοικοκυριά έχουν συμβόλαια χωρίς ευελιξία, τα «παράθυρα» των χαμηλών τιμών  στις χονδρεμπορικές αγορές δεν περνούν στους λογαριασμούς των καταναλωτών.

Ο ΑCER σημειώνει επίσης ότι παρά το γεγονός ότι η κοινοτική νομοθεσία ορίζει ότι οι καταναλωτές δικαιούνται να έχουν πρόσβαση σε δυναμικά τιμολόγια, οι καταναλωτές σε Βουλγαρία, Ελλάδα, Γαλλία, Ουγγαρία, Ιρλανδία, Μάλτα και Ρουμανία εξακολουθούν να μην έχουν πρόσβαση σε τέτοιες συμβάσεις, οι οποίες έχουν ως προαπαιτούμενο την εγκατάσταση έξυπνων μετρητών, ένας ακόμα τομέας όπου η Ελλάδα εμφανίζει υστέρηση σε σχέση με τις περισσότερες χώρες της ΕΕ .

Τα νοικοκυριά δεν έχουν αποκομίσει πλήρως τα οφέλη της πτώσης των χονδρικών τιμών

Άλλο ένα αξιοσημείωτο στοιχείο που προκύπτει από τη μελέτη είναι ότι οι λογαριασμοί των νοικοκυριών δεν έχουν αποτυπώσει πλήρως τα οφέλη από την πτώση των χονδρικών τιμών. Μετά το σοκ του 2021–2022, οι τιμές υποχώρησαν κατά το 2023–2024, αλλά η προσαρμογή ήταν άνιση. Οι μακροχρόνιοι δείκτες υπογραμμίζουν ότι οι τιμές για τα νοικοκυριά παραμένουν αυξημένες σε σχέση με τα προ κρίσης επίπεδα. Ο δείκτης των νοικοκυριών αυξήθηκε σταθερά μετά το 2020 και κορυφώθηκε το 2023 σχεδόν στο 200 % του επιπέδου του 2008, πριν υποχωρήσει ελαφρά το 2024. Αντίθετα, ο δείκτης των μη οικιακών πελατών αυξήθηκε απότομα, ξεπερνώντας το 200 % την περίοδο 2022–2023, αλλά στη συνέχεια επέστρεψε πιο κοντά στα προ κρίσης επίπεδα το 2024.

Οι χονδρικές τιμές έχουν μειωθεί, αλλά οι λογαριασμοί των νοικοκυριών δεν έχουν ακολουθήσει, επειδή τα σήματα των τιμών δεν μεταδίδονται πλήρως από άκρο σε άκρο. Η λύση είναι να ενισχυθεί η αλλαγή προμηθευτή και να δοθεί στους καταναλωτές πρόσβαση σε ένα εύρος συμβολαίων που αξιοποιούν τις ώρες χαμηλού κόστους με υψηλή παραγωγή από ΑΠΕ. Αυτά τα συμβόλαια μπορεί να είναι πλήρως δυναμικά ή πιο σταθερά αλλά με ενσωματωμένη ευελιξία. Αυτό απαιτεί την παροχή εργαλείων που επιτρέπουν τη συμμετοχή των καταναλωτών (δηλ. έξυπνοι μετρητές, πιστοποιημένα εργαλεία σύγκρισης) και την ενίσχυση του ανταγωνισμού και της δυνατότητας αλλαγής προμηθευτή, ώστε οι καταναλωτές να μην μένουν «εγκλωβισμένοι» σε παλιά συμβόλαια. Με αυτά τα στοιχεία στη θέση τους, η ευελιξία μπορεί να περάσει στους λογαριασμούς, μειώνοντας τις  αιχμές της ζήτησης και οδηγώντας εν τέλει σε πιο προσιτές τιμές ενέργειας, καταλήγει ο ACER.

Διαβάστε ακόμη