Ο ΑΔΜΗΕ δεν είναι ο μοναδικός Διαχειριστής Μεταφοράς στην Ευρώπη στον οποίο έχουν διεισδύσει οι Κινέζοι. Αντίθετα, αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου παζλ που διαμορφώθηκε τα χρόνια της οικονομικής κρίσης, όταν η State Grid Corporation of China απέκτησε στρατηγικά ποσοστά σε κρίσιμες υποδομές της Νότιας Ευρώπης – από την Πορτογαλία και την Ιταλία έως την Ελλάδα.
Σήμερα, όμως, το τοπίο έχει αλλάξει ριζικά. Η Ευρώπη βρίσκεται αντιμέτωπη με έναν ξεκάθαρο διχασμό: από τη μία πλευρά, Δυτική και Νότια Ευρώπη άνοιξαν τα δίκτυα τους σε ξένα κεφάλαια για να χρηματοδοτήσουν τις τεράστιες επενδυτικές ανάγκες της επόμενης δεκαετίας· από την άλλη τα «κρατικά φρούρια» του Βορρά και της Ανατολής που αντιμετωπίζουν τις γραμμές υψηλής τάσης ως αδιαπραγμάτευτο πυλώνα εθνικής ασφάλειας.
Σε αυτόν τον ανταγωνισμό που θέτει στο επίκεντρο τα δίκτυα, τη ραχοκοκαλιά ολόκληρης της ευρωπαϊκής οικονομίας κυριαρχούν ουσιαστικά δύο παγκόσμιοι παίκτες. Η Κίνα, που απέκτησε μικρά αλλά καίρια ποσοστά την περίοδο 2012–2017, επιδιώκοντας όχι απλώς αποδόσεις, αλλά και επιρροή. Και οι Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες δεν εμφανίζονται με κρατικές εταιρείες, αλλά με τα τεράστια fund τους – BlackRock, Vanguard, Lazard, KKR – κατακτώντας σχεδόν κάθε εισηγμένη εταιρεία του κλάδου μέσα από το χρηματιστήριο.
Το παράδειγμα που φωτίζει καλύτερα τον νέο ευρωπαϊκό χάρτη είναι η πρόσφατη πώληση της TenneT Germany. Μετά το αδιέξοδο στις συνομιλίες ανάμεσα σε Ολλανδία και Γερμανία, εξαιτίας των δημοσιονομικών ορίων στο Βερολίνο, το ολλανδικό Δημόσιο επέλεξε να πουλήσει το 46% σε μια διεθνή συμμαχία κρατικών επενδυτικών ταμείων – GIC της Σιγκαπούρης, Norges Bank της Νορβηγίας και APG της Ολλανδίας – έναντι 9,5 δισ. ευρώ. Η απόφαση αποκαλύπτει με σαφήνεια τον «τρίτο δρόμο» που αναζητά η Ευρώπη: όχι κινεζικά κρατικά μονοπώλια, όχι αμερικανικά private equity, αλλά θεσμικά κεφάλαια που λειτουργούν με μακροπρόθεσμο ορίζοντα και χαμηλή παρεμβατικότητα. Η TenneT δείχνει τι μπορεί να γίνει όταν ένα κράτος δεν έχει δημοσιονομικό χώρο, αλλά δεν θέλει ούτε να χάσει τον έλεγχο ούτε να ανοίξει την πόρτα σε γεωπολιτικούς κινδύνους. Την ίδια στιγμή, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παραδέχεται ότι η ήπειρος χρειάζεται πάνω από 584 δισ. ευρώ σε επενδύσεις δικτύου μέχρι το 2030 – ένα μέγεθος που καμία χώρα δεν μπορεί να καλύψει μόνη της.
Η ελληνική «υποσημείωση»
Στο μετοχικό κεφάλαιο του ΑΔΜΗΕ υπάρχει ήδη ένας ισχυρός ξένος εταίρος: η State Grid Corporation of China (SGCC), η οποία απέκτησε το 24% το 2017 έναντι 320 εκατ. ευρώ, στο πλαίσιο των υποχρεώσεων του ελληνικού προγράμματος διάσωσης. Η Συμφωνία Μετόχων που συνοδεύει εκείνη την περίοδο – προϊόν των «πέτρινων χρόνων» των Μνημονίων, όπου η αποκρατικοποίηση ήταν υποχρέωση. Η Συμφωνία Μετόχων εκείνων των ετών δίνει στη SGCC ενισχυμένα εταιρικά δικαιώματα δυσανάλογα με το ποσοστό της, στοιχείο που μετατρέπει την είσοδό της σε στρατηγικό σταυρόλεξο για οποιαδήποτε μελλοντική αναδιάταξη μετοχών.
Στο πλαίσιο αυτό, η αύξηση μετοχικού κεφαλαίου του ΑΔΜΗΕ, που «ψιθυρίζεται» εδώ και μήνες στην αγορά είναι μία νέα πρόκληση. Η είδηση απέκτησε νέα βαρύτητα μετά τη συνέντευξη του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στο Bloomberg από τη Σιγκαπούρη, όπου έδωσε σαφές σήμα ότι το ελληνικό Δημόσιο, σήμερα βασικός μέτοχος με ποσοστό 51% μέσω της ΑΔΜΗΕ Συμμετοχών εξετάζει σοβαρά την προσέλκυση διεθνών επενδυτών. Με λίγα λόγια, το μεγάλο ερώτημα είναι πώς – και με ποιους – μπορεί να γίνει μια πιθανή ΑΜΚ, όταν υπάρχει ήδη μια κινεζική μειοψηφία με ενισχυμένα δικαιώματα, μια εισηγμένη μητρική με 51% και η ανάγκη το Δημόσιο να διατηρήσει τον ουσιαστικό έλεγχο του Διαχειριστή.
Η παρουσία της State Grid στον ΑΔΜΗΕ αποκτά πλέον διαφορετική βαρύτητα μετά και την έντονη «αλλεργία» που εκδηλώνουν οι ΗΠΑ απέναντι στην κινεζική εμπλοκή σε κρίσιμες υποδομές της Ευρώπης. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι, το τελευταίο διάστημα, η κυβέρνηση Μελόνι φέρεται να εξέφρασε προβληματισμό για τον κινεζικό ρόλο στους διαχειριστές μεταφοράς ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου της Ιταλίας.
Η ισχυρή κινεζική παρουσία στην Ευρώπη
Η κινεζική παρουσία στους ευρωπαϊκούς Διαχειριστές δεν προέκυψε τυχαία. Χτίστηκε συστηματικά την περίοδο 2011–2017, όταν η Ευρώπη βρέθηκε στο απόγειο της οικονομικής κρίσης και αρκετά κράτη αναγκάστηκαν να ανοίξουν τις ενεργειακές τους υποδομές σε ξένα κεφάλαια. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, το Πεκίνο αξιοποίησε τις ιδιωτικοποιήσεις σε Πορτογαλία, Ιταλία και Ελλάδα για να αποκτήσει στρατηγικά «προγεφυρώματα».
Στην Πορτογαλία, η State Grid αγόρασε το 25% της REN το 2012 έναντι 387 εκατ. ευρώ, διατηρώντας μέχρι σήμερα τον ρόλο του μεγαλύτερου μεμονωμένου μετόχου. Στην Ιταλία, απέκτησε μέσω της CDP Reti το 35% του σχήματος που ελέγχει το 29,85% της Terna, εξασφαλίζοντας έτσι έμμεσο στρατηγικό ποσοστό της τάξης του 10–11% και δυνατότητα άσκησης βέτο σε κρίσιμες αποφάσεις. Στο Λουξεμβούργο, η China Southern Power Grid κατέχει το 24,92% της Encevo, μητρικής της Creos, προσθέτοντας ακόμη έναν κρίκο στην αλυσίδα της κινεζικής παρουσίας στα ευρωπαϊκά δίκτυα.
Η επέκταση αυτή ανακόπηκε απότομα μετά το 2017–2018, όταν η ΕΕ ενεργοποίησε τον μηχανισμό ελέγχου Ξένων Άμεσων Επενδύσεων (FDI Screening), κλείνοντας ουσιαστικά την πόρτα σε νέες εξαγορές από Πεκίνο. Οι υπάρχουσες συμμετοχές παραμένουν, αλλά ο δρόμος για καινούριες κινήσεις έχει πρακτικά παγώσει κι αυτό εξηγεί γιατί το κινεζικό «αποτύπωμα» στην Ευρώπη είναι μεν ισχυρό, αλλά ακίνητο εδώ και σχεδόν μια δεκαετία.
Η αμερικανική «σιωπηλή» κυριαρχία
Σε αντίθεση με το στοχευμένο και κρατικά καθοδηγούμενο κινεζικό μοντέλο, η αμερικανική επιρροή στα ευρωπαϊκά δίκτυα είναι πολύ πιο ήπια αλλά εξαιρετικά διάχυτη. Οι ΗΠΑ είναι παρούσες σε πολλούς TSO της Ευρώπης, όχι μέσω κρατικών φορέων, αλλά μέσω των μεγαλύτερων επενδυτικών ομίλων παγκοσμίως.
Στην Terna, η BlackRock διαθέτει περίπου 5%, η Vanguard πάνω από 3% και η Lazard περίπου 5%. Στην Redeia της Ισπανίας, η BlackRock κινείται στα επίπεδα του 4,6–5%. Στο Elia Group του Βελγίου, η αμερικανική συμμετοχή παραμένει σταθερά πάνω από 2%. Στη National Grid του Ηνωμένου Βασιλείου, BlackRock και Vanguard είναι οι μεγαλύτεροι μεμονωμένοι μέτοχοι, ενώ επενδυτές από τη Βόρεια Αμερική κατέχουν συνολικά 26,9% των ιδίων κεφαλαίων.
Πέρα από τη διάχυτη παρουσία των μεγάλων αμερικανικών fund στις εισηγμένες εταιρείες, μια πιο πρόσφατη και σαφώς πιο επιθετική τάση είναι η είσοδος των αμερικανικών Private Equity στην ευρωπαϊκή ενεργειακή αρχιτεκτονική. Η KKR αποτελεί το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα. Το 2021–2022 απέκτησε 49% της Reintel, της θυγατρικής σκοτεινών ινών και τηλεπικοινωνιών της ισπανικής Redeia, έναντι σχεδόν 1 δισ. ευρώ. Αν και η συναλλαγή δεν αφορά το ίδιο το δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας, αποτυπώνει τη σταδιακή χρηματιστηριοποίηση των παρακείμενων περιουσιακών στοιχείων των Διαχειριστών και τη διεύρυνση του χαρτοφυλακίου της KKR στα έργα ενεργειακής μετάβασης. Τα Global Infrastructure Funds της επενδύουν πλέον συστηματικά σε assets γύρω από τον εκσυγχρονισμό των δικτύων, θεωρώντας ότι η μετάβαση αυτή αποτελεί βασική επενδυτική ευκαιρία της δεκαετίας.
Αντίστοιχα, η Blackstone έχει στρέψει το ενδιαφέρον της στις υποδομές ενεργειακής μετάβασης και στο λεγόμενο «άκρο του δικτύου» (grid edge). Χωρίς να έχει αποκτήσει ακόμα μερίδιο σε πυρήνα ΔΣΜ, επενδύει βαριά σε διασυνδέσεις και σε έργα που θωρακίζουν την ευρωπαϊκή αγορά από την αύξηση της ζήτησης. Η Blackstone προβλέπει διπλασιασμό της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας λόγω της τεχνητής νοημοσύνης και των data centers, το λεγόμενο «Digital Power Problem», στοιχείο που την οδηγεί σε ακόμη πιο επιθετικές τοποθετήσεις σε περιουσιακά στοιχεία που συνδέονται άμεσα με τα δίκτυα.
Με τις επενδυτικές ανάγκες των δικτύων να εκτοξεύονται σε ιστορικά υψηλά επίπεδα, η Ευρώπη βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα παράδοξο που δεν μπορεί πλέον να αποφύγει: για να υλοποιήσει την ενεργειακή μετάβαση, θα χρειαστεί να ανοίξει ακόμη περισσότερο τις κρίσιμες υποδομές της σε εξωτερικά κεφάλαια. Στη νέα γεωπολιτική σκακιέρα, κάθε γραμμή υψηλής τάσης δεν είναι πια απλώς ένα τεχνικό έργο, αλλά μια πράξη επιλογής συμμαχιών και ισορροπιών.
Διαβάστε ακόμη
