Την ώρα που ο χειμώνας κάνει ιδιαίτερα αισθητή την παρουσία του στη βόρεια Ευρώπη, η ζήτηση για θέρμανση αυξάνεται με ραγδαίο ρυθμό. Παρότι οι θερμοκρασίες βαραίνουν περισσότερο τις βόρειες χώρες, οι συνέπειες στην ενεργειακή αγορά μεταφέρονται σε ολόκληρη την ήπειρο. Για τους καταναλωτές, το κόστος θέρμανσης και ρεύματος εξακολουθεί να αποτελεί «αγκάθι», προκαλώντας έντονη συζήτηση γύρω από τη βιωσιμότητα των σημερινών τιμολογιακών πολιτικών.

Σε επίπεδο Ευρώπης, καταγράφεται μια σαφής εικόνα «δύο ταχυτήτων». Ορισμένα κράτη, κυρίως όσα έχουν περιορισμένο μείγμα ΑΠΕ ή μεγάλη εξάρτηση από εισαγόμενη ενέργεια, βλέπουν τις τιμές ρεύματος να ανεβαίνουν σημαντικά. Άλλα κράτη, με πιο σταθερές συνθήκες παραγωγής ή επενδύσεις σε ευέλικτες μορφές ενέργειας, συγκρατούν την κατάσταση. Παράγοντες όπως η δομή του ενεργειακού μείγματος, η κατεύθυνση των επενδύσεων σε ΑΠΕ, οι αποθηκευτικές δυνατότητες, αλλά και οι εθνικές παρεμβάσεις στα τιμολόγια καθορίζουν τις αποκλίσεις. Σήμερα, οι σκανδιναβικές χώρες καταγράφουν αυξητικές τάσεις, ενώ στην κορυφή των τιμών βρίσκεται η Τσεχία. Συγκεκριμένα, η κιλοβατώρα κοστίζει 12,92 λεπτά στην Τσεχία, 12,60 στη Γερμανία, 10,22 στη Γαλλία και 10,49 στη Σουηδία. Η Ελλάδα, στον αντίποδα, εμφανίζεται χαμηλότερα στη λίστα με τιμή 9,74 λεπτά..

Η εικόνα της Ελλάδας: υψηλές τιμές ρεύματος, αλλά καλύτερη θέση από άλλες χώρες της Ε.Ε.

Στο ελληνικό Χρηματιστήριο Ενέργειας παρατηρείται αυξημένη μεταβλητότητα από τις 13 Νοεμβρίου, γεγονός που αποτυπώνει μια αγορά ιδιαίτερα ευαίσθητη στις διεθνείς διακυμάνσεις και στις καιρικές συνθήκες. Την Τρίτη, η μέση τιμή της μεγαβατώρας έφτασε τα 114,26 ευρώ, ενώ σήμερα υποχώρησε στα 97,37 ευρώ. Αυτή η μεταβολή συνδέεται τόσο με την παραγωγή ΑΠΕ όσο και με τις συνθήκες ζήτησης. Παρά το ότι οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας καλύπτουν περίπου το 50% του ελληνικού ενεργειακού μείγματος -ποσοστό που θεωρείται υψηλό- οι τιμές χονδρικής εξακολουθούν να παραμένουν υψηλές για την ελληνική αγορά. Η μέση τιμή της μεγαβατώρας αυτή τη στιγμή κινείται στα 112,20 ευρώ, επίπεδο που αντιστοιχεί περίπου στη μέση τιμή του Οκτωβρίου. Η αναμενόμενη αύξηση της ζήτησης λόγω της πτώσης της θερμοκρασίας ενδέχεται να ωθήσει τη χονδρική τιμή ελαφρώς υψηλότερα, χωρίς όμως να δημιουργεί -τουλάχιστον προς το παρόν- φόβους για απότομες εκτινάξεις. Ο μόνος δυνητικός αστάθμητος παράγοντας είναι ο γεωπολιτικός, ο οποίος μπορεί ανά πάσα στιγμή να επηρεάσει τις ροές φυσικού αερίου ή να δημιουργήσει αναταράξεις στις διεθνείς αγορές.

Οι τάσεις στην Ευρώπη και οι επισημάνσεις του IEA

Η Ευρωπαϊκή Ένωση εξακολουθεί να αναζητά σταθερό βηματισμό στην ενεργειακή πολιτική της, ενώ οι εξελίξεις στην Ουκρανία διατηρούν ένα περιβάλλον ευμετάβλητο. Ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (IEA) επισημαίνει ότι, παρά την ανάκαμψη μετά από μια περίοδο οικονομικής επιβράδυνσης, η συνολική ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας στην Ε.Ε. δεν αναμένεται να επιστρέψει στα επίπεδα του 2021 πριν από το 2027. Αυτή η καθυστέρηση αντανακλά αλλαγές στην κατανάλωση, στη βιομηχανική παραγωγή, αλλά και στη στρατηγική μετάβασης προς τις ΑΠΕ. Στην έκθεσή του Electricity 2025, ο οργανισμός αναλύει το φαινόμενο Dunkelflaute, μια κατάσταση κατά την οποία η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από αιολικά και φωτοβολταϊκά συστήματα πέφτει σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα. Το φαινόμενο αυτό επηρέασε τη Βόρεια Ευρώπη τον χειμώνα 2024/2025, προκαλώντας σημαντικές αυξήσεις τιμών σε επιμέρους χρονικά διαστήματα. Αν και δεν οδήγησε σε συνολική αύξηση της μέσης τιμής, λειτούργησε ως ισχυρό «σήμα» για την αγορά, ωθώντας ευέλικτους παραγωγούς να ενισχύσουν την παραγωγή τους και τους ευέλικτους καταναλωτές να μειώσουν την κατανάλωση. Η ανάλυση του IEA υπογραμμίζει επίσης την ανάγκη για επενδύσεις σε αποθήκευση ενέργειας, ενίσχυση των διασυνδέσεων μεταξύ των χωρών και δημιουργία πιο ανθεκτικών δικτύων, ώστε παρόμοια φαινόμενα να μην οδηγούν σε έντονες διακυμάνσεις.

Το παράδοξο των σκανδιναβικών χωρών

Οι σκανδιναβικές χώρες βρίσκονται αντιμέτωπες με ένα παράδοξο: Ο συνδυασμός χαμηλών ανέμων, έντονου ψύχους και μείωσης της υδροηλεκτρικής παραγωγής λόγω πάγου δημιουργεί έλλειψη επάρκειας σε ορισμένες περιόδους, με αποτέλεσμα οι τιμές να αυξάνονται. Η Νορβηγία, χαρακτηριστικό παράδειγμα, παρουσιάζει σήμερα δύο διαφορετικές τιμολογιακές πραγματικότητες στο εσωτερικό της:

  • Στο νότιο τμήμα της χώρας, η κιλοβατώρα κοστίζει 12,18 λεπτά.
  • Στο βόρειο τμήμα, η τιμή φτάνει τα 12,49 λεπτά.

Η διαφορά αυτή οφείλεται σε τοπικές συνθήκες παραγωγής, στη μορφολογία της χώρας, αλλά και στη διασυνδεσιμότητα των δικτύων. Παρά τη συνολική επάρκεια υδροηλεκτρικών πόρων, η παγοκάλυψη και η μείωση των ξηρών αποθεμάτων επηρεάζουν την παραγωγικότητα συγκεκριμένων περιοχών.

Διαβάστε ακόμη