Μέσα σε λίγες ημέρες το αφήγημα γύρω από το καλώδιο Ελλάδας–Κύπρου–Ισραήλ (Great Sea Interconnector – GSI) άλλαξε πλήρως τροχιά. Εκεί όπου κυριαρχούσε η αβεβαιότητα, η Τουρκία παρουσιαζόταν ως ο «ελέφαντας στο δωμάτιο» και οι κυπριακές ρυθμιστικές εκκρεμότητες ενέτειναν το αδιέξοδο, η δυναμική της τελευταίας εβδομάδας ανέτρεψε τους συσχετισμούς.
Τις συνεχείς διαβεβαιώσεις των τελευταίων μηνών ότι «το έργο είναι βιώσιμο, προχωρά και θα ολοκληρωθεί απρόσκοπτα» διαδέχθηκε η απόφαση των κ.κ. Μητσοτάκη και Χριστοδουλίδη για επικαιροποίηση των τεχνοοικονομικών παραμέτρων του Great Sea Interconnector. Η επιλογή τους, η οποία επισημοποιήθηκε λίγες ώρες αργότερα στις Βρυξέλλες, στη συνάντηση των υπουργών Ενέργειας Γιώργου Παπαναστασίου και Σταύρου Παπασταύρου με τον Ευρωπαίο Επίτροπο Ενέργειας Νταν Γιόργκενσεν, μεταφράζεται πρακτικά σε επανεκκίνηση των βασικών μελετών του έργου.
Παράγοντες της αγοράς επισημαίνουν ότι η «επικαιροποίηση» παραπέμπει σε νέα Μελέτη Κόστους – Οφέλους (CBA) και σε αναθεώρηση όλων των κρίσιμων παραδοχών για το κόστος, την απόδοση της επένδυσης και τη χρηματοοικονομική της δομή, μια διαδικασία που απαιτεί χρόνο και ενισχύει την αβεβαιότητα για το πού ακριβώς βρίσκεται σήμερα το GSI. Στην ουσία πρόκειται για αναθεώρηση της τεχνικοοικονομικής μελέτης του 2016, πάνω στην οποία είχε βασιστεί η ΕΕ για να εγκρίνει τη χρηματοδότηση των 657 εκατ. ευρώ. Ο Κύπριος Υπουργός Ενέργειας Γιώργος Παπαναστασίου σημείωσε ότι το επόμενο βήμα είναι η όσο το δυνατόν ταχύτερη ανάθεση της νέας μελέτης σε διεθνώς αξιόπιστο οίκο, υπό την εποπτεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ώστε να αποσαφηνιστεί η βιωσιμότητα του έργου και να καμφθούν οι ενστάσεις που είχαν εκφραστεί στη Λευκωσία.
Την ίδια ώρα, οι δηλώσεις που ακολούθησαν τη συνάντηση Μητσοτάκη – Χριστοδουλίδη άναψαν φωτιές στο παρασκήνιο, φουντώνοντας σενάρια για το κατά πόσο το αμερικανικό ενδιαφέρον για τον GSI μπορεί να συνδέεται με αλλαγές ως προς τον φορέα υλοποίησης του έργου. Η συζήτηση αυτή πηγάζει από την επιρροή της κινεζικής State Grid στον ΑΔΜΗΕ και από τη διακηρυγμένη θέση των ΗΠΑ ότι επιδιώκουν τον περιορισμό της κινεζικής επιρροής σε κρίσιμες ενεργειακές υποδομές στην Ελλάδα. Όπως όλα δείχνουν εξετάζονται εναλλακτικά μοντέλα για το νέο σχήμα που θα «τρέξει» το έργο. «Η Ελλάδα είναι από τους πιο σημαντικούς συμμάχους των ΗΠΑ», δήλωσε χθες η πρέσβειρα των Ηνωμένων Πολιτειών στην Ελλάδα, Κίμπερλι Γκίλφοϊλ. «Προσδεθείτε» είπε, προϊδεάζοντας για νέες επερχόμενες συμφωνίες και συνεργασίες.
Η πιο αισιόδοξη ανάγνωση των τελευταίων εξελίξεων, ιδίως μετά την P-TEC και τις επαφές που πραγματοποιήθηκαν στο περιθώριό της -όπου οι ΗΠΑ επέστρεψαν δυναμικά στο ενεργειακό σκηνικό της περιοχής και το σχήμα «3+1» ενεργοποιήθηκε εκ νέου- φαίνεται πως προσέκρουσε στις πραγματικότητες του έργου. Παρά τα θετικά μηνύματα και το ανανεωμένο ενδιαφέρον που καλλιεργήθηκε εκείνες τις ημέρες, το τοπίο που διαμορφώνεται στέλνει αμφίσημα μηνύματα.
Υπό αυτό το πρίσμα, το αμερικανικό ενδιαφέρον για τον GSI αναζωπυρώνεται, με επίκεντρο την Development Finance Corporation (DFC). Ο αμερικανικός φορέας, που είχε εκφράσει αρχικό ενδιαφέρον το 2024, θεωρείται κομβικός για τον ευρύτερο σχεδιασμό των ΗΠΑ στην περιοχή, από τις υποδομές LNG έως τα μεγάλα ενεργειακά και εμπορευματικά projects. Ο υπουργός Ενέργειας Σταύρος Παπασταύρου, μιλώντας σε Open και ΣΚΑΪ, επιβεβαίωσε ότι το ενδιαφέρον είναι αυτή τη στιγμή διερευνητικό, επιμένοντας ότι το έργο μπορεί να προχωρήσει και με το υφιστάμενο μοντέλο, χωρίς απαραίτητα νέους επενδυτές. «Οι Αμερικανοί θέλουν τα στοιχεία για να καταλάβουν τι, πώς και πού», σημείωσε.
Απρόσμενη διάσταση στην υπόθεση του καλωδίου έδωσε και η δημόσια παρέμβαση της κυβέρνησης Νετανιάχου, η οποία για πρώτη φορά έθεσε ανοικτά θέμα αλλαγής της σειράς υλοποίησης των επιμέρους τμημάτων του GSI. «Αυτή τη στιγμή, βάσει σχεδιασμού, η πρώτη φάση είναι η γραμμή Κρήτης – Κύπρου και η δεύτερη η γραμμή Κύπρου – Ισραήλ. Ίσως θα πρέπει να σκεφτούμε να αλλάξουμε τη σειρά και να ξεκινήσουμε με τη διασύνδεση Ισραήλ – Κύπρου, προκειμένου να εξοικονομήσουμε χρόνο», ανέφερε ο Ισραηλινός υπουργός Ενέργειας Ελί Κοέν, ο οποίος βρέθηκε την Πέμπτη στην Αθήνα στο πλαίσιο της P-TEC και συμμετείχε τόσο σε διμερείς συναντήσεις όσο και στη συνεδρίαση του σχήματος «3+1». Δεν είναι πάντως η πρώτη φορά που το Ισραήλ επιχειρεί να αναδείξει ξεχωριστά το σκέλος Κύπρος – Ισραήλ. Ήδη από τον περασμένο Μάιο, μετά τη συνάντηση Νετανιάχου – Χριστοδουλίδη, το Τελ Αβίβ είχε αφήσει να εννοηθεί ότι εξετάζει την ενσωμάτωση του στο σχέδιο IMEC.
Η τοποθέτηση αυτή προκάλεσε αίσθηση, καθώς σε τεχνικό επίπεδο, πάντως, το σκέλος Κύπρος – Ισραήλ θεωρείται σαφώς πιο ανώριμο, καθώς οι ρυθμιστικές αρχές των δύο χωρών θα χρειαστεί να εκπονήσουν από μηδενική βάση τις μελέτες κόστους – οφέλους (CBA) και όλες τις απαραίτητες τεχνικές αξιολογήσεις. Το ίδιο ισχύει και κατασκευαστικά, αφού οι διαδικασίες διαγωνισμών για το καλώδιο δεν έχουν ακόμη ξεκινήσει, κάτι που καθιστά το χρονοδιάγραμμα αυτού του τμήματος εξ ορισμού πιο αβέβαιο.
Η Κομισιόν θα συνεχίσει να στηρίζει την ηλεκτρική διασύνδεση GSI
Μέσα σε αυτό το ρευστό τοπίο, όπου το έργο επαναξιολογείται, οι επενδυτικές ισορροπίες μεταβάλλονται και νέοι γεωπολιτικοί παράγοντες μπαίνουν στο παιχνίδι, η Κομισιόν εμφανίζεται ίσως με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο των τελευταίων μηνών να στηρίζει τον GSI. Ο Ευρωπαίος Επίτροπος Ενέργειας Νταν Γιόργκενσεν, μετά την τριμερή συνάντηση με τους υπουργούς Παπασταύρου και Παπαναστασίου στις Βρυξέλλες μέσα στην εβδομάδα υπογράμμισε ότι η ΕΕ θα συνεχίσει να κάνει «ό,τι μπορεί» για να προωθήσει την ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδας – Κύπρου, υπενθυμίζοντας ότι το έργο αποτελεί βασικό πυλώνα της πρωτοβουλίας «Ενεργειακές Λεωφόροι» που ανακοίνωσε η Πρόεδρος της Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν.
Πέρα από τη δεδομένη καθυστέρηση που προκαλεί η απόφαση για νέες μελέτες, τα ανοιχτά μέτωπα παραμένουν πολλά. Πρώτο και πιο πιεστικό, η στάση της Nexans, η οποία συνεχίζει να κατασκευάζει το καλώδιο χωρίς να έχει αποπληρωθεί για τις εργασίες που έχει ήδη ολοκληρώσει. Από το καλοκαίρι, σύμφωνα με τον ΑΔΜΗΕ, η επόμενη δόση προς τη γαλλική εταιρεία έχει «παγώσει», καθώς συνδέθηκε με την καταβολή των 25 εκατ. ευρώ από την κυπριακή πλευρά. Παρότι ο CEO της Nexans, Ζιλιέν Υμπερ, έχει δηλώσει ότι «δεν υπάρχει Plan B» για το έργο, παραμένει ερώτημα για πόσο ακόμη θα συνεχίσει η εταιρεία να υλοποιεί μια σύμβαση που προϋποθέτει συγκεκριμένα ορόσημα χωρίς να λαμβάνει πληρωμές.
Παράλληλα, η έναρξη νέων μελετών δεν μεταβάλλει τον βασικό γεωπολιτικό παράγοντα που βαραίνει το έργο: την Τουρκία. Το ζήτημα παραμένει ανοιχτό και καθοριστικό, με την Άγκυρα να θεωρείται ο σταθερός παράγοντας αβεβαιότητας στη διαδικασία πόντισης του καλωδίου. Η επιλογή Αθήνας και Λευκωσίας να μεταθέσουν για αργότερα την έκδοση NAVTEX για τη συνέχιση των βυθομετρήσεων προσφέρει πολύτιμο χρόνο, ο οποίος μπορεί να αξιοποιηθεί σε ένα ευρύτερο πλαίσιο διαλόγου για την Ανατολική Μεσόγειο, ενδεχομένως και με πιο ενεργή αμερικανική μεσολάβηση. Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται και η πρόθεση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη να προωθήσει πενταμερή συνάντηση Ελλάδας, Τουρκίας, Κύπρου, Αιγύπτου και Λιβύης για τις θαλάσσιες ζώνες.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, πριν αλλάξει άρδην το τοπίο το έργο παρέμενε «εγκλωβισμένο» σε μια σειρά εκκρεμοτήτων. Μεταξύ αυτών ήταν η αναγνώριση από τη ΡΑΕΚ του συνόλου των δαπανών που έχει πραγματοποιήσει ο ΑΔΜΗΕ –περίπου 250 εκατ. ευρώ έναντι των 82 εκατ. που είχαν μέχρι τότε εγκριθεί– καθώς και η απόφαση για τις μοναδιαίες χρεώσεις του 2025, προκειμένου να αποδοθεί στον Διαχειριστή το ποσό των 25 εκατ. ευρώ που προβλέπει η διακρατική συμφωνία. Εκκρεμούν επίσης η κοινή απόφαση ΡΑΑΕΥ – ΡΑΕΚ για το λειτουργικό κόστος του έργου (opex).
Σε κάθε περίπτωση, οι επόμενοι μήνες θα καθορίσουν αν το Great Sea Interconnector θα προχωρήσει με νέα δυναμική ή αν η επανεκκίνηση των μελετών θα μετατραπεί σε ακόμη έναν κύκλο παράτασης. Το μόνο βέβαιο είναι πως το έργο εισέρχεται ξανά σε μια περίοδο κρίσιμων αποφάσεων, με το βλέμμα στραμμένο σε Βρυξέλλες, Λευκωσία και Ουάσινγκτον.
Διαβάστε ακόμη
