Η λιανική τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας εξαρτάται από μια σειρά παραγόντων, με κυριότερους το κόστος του φυσικού αερίου, την τιμή των δικαιωμάτων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και τη λειτουργία του Χρηματιστηρίου Ενέργειας. Για τη διαμόρφωση αυτών των τιμών και το πώς επηρεάζουν την αγορά, μίλησε ο καθηγητής Ενεργειακής Οικονομίας και διευθυντής του Hellenic Energy Center for Sustainability and Energy στο ALBA Business School, Κώστας Ανδριοσόπουλος, στο νέο επεισόδιο του podcast «Στην Πρίζα» του ΑΔΜΗΕ.

«Το φυσικό αέριο αποτελεί σήμερα τον καθοριστικό παράγοντα για το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας στο μίγμα μας», εξήγησε ο καθηγητής, υπογραμμίζοντας ότι «στην Ελλάδα, περίπου το 35% με 40% της ηλεκτροπαραγωγής βασίζεται στο φυσικό αέριο», γεγονός που συνδέει άμεσα τη χονδρική τιμή του καυσίμου με τις τελικές τιμές ρεύματος.

Η ενεργειακή μετάβαση και η εκτίναξη των τιμών

Σύμφωνα με τον κ. Ανδριοσόπουλο, η σημαντική αύξηση του κόστους ενέργειας τα τελευταία χρόνια προκύπτει από έναν συνδυασμό παραγόντων: «Αφενός την ενεργειακή κρίση και κυρίως τον πόλεμο στην Ουκρανία, που οδήγησε σε μεγάλη αύξηση της τιμής του φυσικού αερίου, και αφετέρου το αυξημένο κόστος των δικαιωμάτων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα».

«Πριν από δέκα χρόνια μιλούσαμε για τιμές 5 ευρώ τον τόνο, ενώ σήμερα οι τιμές του CO₂ φτάνουν τα 80 ή και τα 100 ευρώ, με προβλέψεις ότι θα μπορούσαν να διπλασιαστούν ή να τριπλασιαστούν μέσα στα επόμενα πέντε με δέκα χρόνια», σημείωσε. «Όποια μονάδα χρησιμοποιεί υδρογονάνθρακες για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας επιβαρύνεται με αυτόν τον επιπλέον φόρο και γίνεται λιγότερο ανταγωνιστική έναντι της ενέργειας από ΑΠΕ ή υδροηλεκτρικά».

Στο μεταξύ, το ενεργειακό μείγμα της χώρας έχει αλλάξει ριζικά: «Από ποσοστά άνω του 50% που κάλυπτε ο λιγνίτης, σήμερα έχουμε περάσει σε μονοψήφια επίπεδα, κάτω από το 10%, ενώ οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας έχουν αυξηθεί σε πάνω από 50%». Η Ελλάδα, πρόσθεσε, «βρίσκεται σε πορεία πλήρους απανθρακοποίησης ως το 2050», κάτι που αλλάζει τη φυσιογνωμία του συστήματος.

Οι ΑΠΕ, οι περικοπές και η αποθήκευση

Η άνοδος των ΑΠΕ, ωστόσο, φέρνει μαζί της νέες προκλήσεις. «Όσο αυξάνονται οι ανανεώσιμες πηγές, το σύστημα χρειάζεται όλο και περισσότερες μονάδες ευελιξίας, κυρίως φυσικού αερίου, καθώς οι ΑΠΕ δεν λειτουργούν 24 ώρες το εικοσιτετράωρο. Αυτές οι ευέλικτες μονάδες είναι αναγκαίες για την εξισορρόπηση του συστήματος — όμως επειδή το φυσικό αέριο παραμένει ακριβό, ανεβάζουν και το συνολικό κόστος ενέργειας», εξήγησε.

Πρόκειται, όπως είπε, για ένα «μεταβατικό στάδιο»: «Είναι η περίοδος που ζούμε τώρα. Οι μονάδες φυσικού αερίου είναι ακριβές, αλλά αναγκαίες, και καθορίζουν μεγάλο μέρος της τιμής. Όταν όμως δούμε σημαντική διείσδυση αποθήκευσης και περισσότερες ΑΠΕ στο σύστημα, το προφίλ της παραγωγής θα εξομαλυνθεί και το κόστος εξισορρόπησης θα πέσει πολύ περισσότερο».

Ο ίδιος εκτίμησε ότι στα επόμενα πέντε χρόνια «οι τιμές ενέργειας συνολικά θα πρέπει να μειωθούν, καθώς η αύξηση της αποθήκευσης και των ΑΠΕ θα φέρει χαμηλότερο κόστος και στις αγορές εξισορρόπησης». Οι αυξομειώσεις των τιμών στη διάρκεια της ημέρας – από μηδενικές ή αρνητικές τιμές το μεσημέρι, έως πολύ υψηλές το βράδυ – αποδίδονται ακριβώς σε αυτή τη μεταβατική φάση, όπως είπε.

Η συζήτηση έφτασε και στις περικοπές (curtailments), που έχουν αρχίσει να εμφανίζονται λόγω υπερπαραγωγής. «Όλες οι μονάδες ΑΠΕ έχουν προτεραιότητα στο δίκτυο και διοχετεύουν κατευθείαν την ενέργεια που παράγουν. Όμως, όταν η ζήτηση είναι χαμηλή και η παραγωγή πολύ υψηλή, το δίκτυο δεν μπορεί να την απορροφήσει — τότε επεμβαίνει ο Διαχειριστής και “κόβει” προσωρινά την παραγωγή», εξήγησε.

Οι περικοπές, όπως παραδέχθηκε, «δημιουργούν πρόσθετο κόστος, κυρίως για τους επενδυτές, μειώνοντας τις αποδόσεις των έργων. Αν όμως αυξηθεί η αποθήκευση, θα μπορούμε να κρατάμε τη φθηνή ενέργεια των ΑΠΕ και να τη διοχετεύουμε όταν χρειάζεται, μειώνοντας συνολικά το κόστος».

Επιπλέον, σημείωσε ότι η αύξηση της ζήτησης από νέες δραστηριότητες, όπως τα data centers και η ηλεκτροκίνηση, θα βοηθήσει να περιοριστούν οι περικοπές και να αξιοποιηθεί πλήρως η πράσινη παραγωγή. «Αν η ζήτηση αυξηθεί κατά 30% με 40% τα επόμενα χρόνια, θα έχουμε μικρότερες περικοπές και ταυτόχρονα μεγαλύτερη οικονομική δραστηριότητα», είπε χαρακτηριστικά.

Από το Χρηματιστήριο Ενέργειας στο Target Model

Απαντώντας στο ερώτημα αν ευθύνεται το Χρηματιστήριο Ενέργειας για την αύξηση των τιμών, ο κ. Ανδριοσόπουλος ήταν σαφής: «Πρόκειται για παρεξήγηση». «Η άνοδος των τιμών οφείλεται κυρίως στις διεθνείς συγκυρίες και όχι στη λειτουργία του μηχανισμού».

Το χρηματιστήριο, είπε, «έφερε μεγαλύτερη διαφάνεια, ρευστότητα και ευρωπαϊκή διασύνδεση. Στόχος του ήταν να αυξηθεί ο ανταγωνισμός και να μειωθούν οι τιμές». Ωστόσο, αναγνώρισε ότι «παράλληλα δημιούργησε μεγαλύτερη πολυπλοκότητα, καθώς οι παραγωγοί πρέπει πλέον να διαχειρίζονται ρίσκο, να κάνουν προβλέψεις και να αναπτύσσουν στρατηγικές».

Στο ευρωπαϊκό επίπεδο, το Target Model, δηλαδή το ενιαίο μοντέλο λειτουργίας των αγορών ηλεκτρικής ενέργειας, «θα έπρεπε να οδηγήσει σε σύγκλιση τιμών μεταξύ των χωρών». Όμως αυτό, όπως είπε, «δεν έχει επιτευχθεί πλήρως: στην Ανατολική και ΝΑ Ευρώπη οι τιμές παραμένουν υψηλότερες, κυρίως λόγω περιορισμένης διασυνδεσιμότητας».

«Μας λείπουν έργα υποδομών, κυρίως στις ηλεκτρικές διασυνδέσεις μεταξύ κρατών», τόνισε. «Αυτό είναι κρίσιμο, γιατί οι χώρες του Βορρά έχουν πολύ χαμηλότερες τιμές χάρη στα υδροηλεκτρικά και τις πυρηνικές μονάδες. Αν καταφέρουμε να ενισχύσουμε τις διασυνδέσεις, θα πλησιάσουμε σταδιακά αυτές τις τιμές».

«Να στηρίξουμε τους Διαχειριστές»

Ο καθηγητής υπογράμμισε ότι για να επιτευχθεί αυτή η σύγκλιση, «πρέπει να στηρίξουμε τους Διαχειριστές των συστημάτων, τόσο του ηλεκτρισμού όσο και του φυσικού αερίου».

«Τα έργα υποδομών παίρνουν χρόνια για να γίνουν», είπε. «Χρειάζεται πολιτική βούληση, χρηματοδοτικά εργαλεία και επίγνωση ότι κάποια έργα, παρότι δεν φαίνονται άμεσα βιώσιμα σε business plan, είναι απαραίτητα για την ενεργειακή ασφάλεια και την ενοποίηση της Ευρώπης».

Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά, «το κόστος της ασφάλειας εφοδιασμού το πληρώνουμε πολλαπλάσιο όταν έρχεται η ώρα της κρίσης — το ζήσαμε όλοι στην ενεργειακή κρίση μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία».

Οι υδρογονάνθρακες και η επόμενη μέρα

Κοιτώντας στο μέλλον, ο κ. Ανδριοσόπουλος εμφανίστηκε αισιόδοξος: «Θα δούμε τις τιμές να πέφτουν εφόσον ακολουθήσουμε μια πορεία ενεργειακής μετάβασης με ορθολογισμό και με μπροστοβαρείς επενδύσεις στις υποδομές αποθήκευσης και στα δίκτυα».

Τόνισε επίσης τη σημασία της εγχώριας παραγωγής φυσικού αερίου: «Οι εξελίξεις στους υδρογονάνθρακες είναι πολύ θετικές για τη χώρα. Αν βρούμε φυσικό αέριο, θα μπορούμε να το χρησιμοποιούμε σε πολύ χαμηλότερες τιμές απ’ ό,τι το εισάγουμε σήμερα, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα την ασφάλεια εφοδιασμού».

Και κατέληξε: «Η Ελλάδα παίζει πλέον πρωταγωνιστικό ρόλο στις διεθνείς ενεργειακές εξελίξεις. Είμαστε σε ένα μεταβατικό στάδιο που θα μας φέρει σε πολύ καλύτερα επίπεδα στο άμεσο μέλλον».

Διαβάστε ακόμη