Νέο σήμα για την ανάγκη επανεκκίνησης της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς ηλεκτρισμού εξέπεμψε η Ελλάδα, διά στόματος του Υφυπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας Νίκου Τσάφου, μιλώντας χθες στην Υπουργική Σύνοδο για την Ενεργειακή Συνδεσιμότητα της Κεντρικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης (CESEC), που πραγματοποιήθηκε στο Βουκουρέστι. Σύμφωνα με πληροφορίες του energygame.gr, στο επίκεντρο της ελληνικής παρέμβασης βρέθηκε το ζήτημα των μεγάλων αποκλίσεων στις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης -αποκλίσεις που, όπως τόνισε ο κ. Τσάφος-, αντί να μειώνονται, διευρύνονται, υπονομεύοντας τον στόχο μιας πραγματικά ενιαίας αγοράς.
Ο Υφυπουργός ανέδειξε τον ρόλο του ACER, ο οποίος έχει ήδη υποδείξει τα βήματα που απαιτούνται για να αξιοποιηθούν πλήρως οι υφιστάμενες διασυνδέσεις, και κάλεσε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να προχωρήσει στην άμεση εφαρμογή των προτάσεων του οργανισμού, ώστε να αντιμετωπιστούν οι στρεβλώσεις και να επιτευχθεί ουσιαστική μείωση των τιμών για τους πολίτες και τις επιχειρήσεις.
Πράγματι, η Ελλάδα έχει καταφέρει να φέρει στο επίκεντρο της ευρωπαϊκής συζήτησης τα εν λόγω ζητήματα. Συγκεκριμένα, κατά την τελευταία Σύνοδο των Υπουργών Ενέργειας της Ε.Ε., η ελληνική αντιπροσωπεία έθεσε ευθέως στον Επίτροπο Ενέργειας Dan Jørgensen το πρόβλημα των επίμονων διαφορών τιμών μεταξύ της Νοτιοανατολικής και της Κεντρικής Ευρώπης, τονίζοντας ότι πρόκειται για ένα φαινόμενο με βαθιές κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις. Ο Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Σταύρος Παπασταύρου έχει επίσης ζητήσει επισήμως από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να επικεντρωθεί στην αξιοποίηση των υπαρχουσών διασυνδέσεων, καθώς –όπως επισημαίνει– «κανένα νέο μέτρο δεν πρόκειται να αποδώσει αν δεν αξιοποιηθεί πρώτα το σύστημα που ήδη υπάρχει». Την γραμμή αυτή χαράσσει και ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος, τόσο μέσω της αρθρογραφίας του στους Financial Times όσο και από το βήμα της Συνόδου των MED9.
Η πολιτική αυτή πίεση φαίνεται πως αρχίζει να αποδίδει αποτελέσματα, καθώς η συζήτηση για τη μείωση του ενεργειακού κόστους σε ολόκληρη την Ευρώπη εδράζεται πλέον στις επτά νέες δράσεις που ανακοίνωσε προ ημερών η Κομισιόν, στοχεύοντας στην ελάφρυνση των ενεργοβόρων βιομηχανιών και των νοικοκυριών. Στην «εργαλειοθήκη» περιλαμβάνονται νέα και υφιστάμενα μέτρα, ενώ στο επίκεντρο της νέας δέσμης μέτρων βρίσκεται η επιτάχυνση των αδειοδοτήσεων για έργα ΑΠΕ, αποθήκευσης και δικτύων, καθώς οι Βρυξέλλες θεωρούν ότι οι καθυστερήσεις αποτελούν τον βασικό ανασταλτικό παράγοντα της ενεργειακής μετάβασης.
Η Ελλάδα, σύμφωνα με πληροφορίες, επιχειρεί να συνδέσει τη συζήτηση αυτή με το υπό διαμόρφωση «Grids Package», το οποίο θα παρουσιαστεί στα τέλη Νοεμβρίου. Η Αθήνα έχει εισηγηθεί η πρωτοβουλία να ενσωματώσει προτάσεις του ACER, όπως η αξιοποίηση τεχνολογιών χαμηλού κόστους για την ενίσχυση των υφιστάμενων διασυνδέσεων και η βελτίωση της διασυνοριακής ροής ηλεκτρικής ενέργειας, μέτρα που μπορούν να περιορίσουν το λεγόμενο «ενεργειακό τείχος» ανάμεσα στην Ανατολική και τη Δυτική Ευρώπη. Όπως μεταφέρουν πηγές των Βρυξελλών, δεν έχει υπάρξει ακόμη επίσημο σήμα από τη DG ENER, ωστόσο το Grids Package θεωρείται «παράθυρο ευκαιρίας», στοχεύοντας στην πραγματική ενοποίηση της ευρωπαϊκής αγοράς ηλεκτρισμού.
Παράλληλα, ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην ενίσχυση των διασυνδέσεων και των εθνικών δικτύων, με την Κομισιόν να προαναγγέλλει την πρωτοβουλία «Energy Highways», που θα αντιμετωπίσει οκτώ καίρια σημεία συμφόρησης στο εσωτερικό της Ενεργειακής Ένωσης. Για την Ελλάδα, το ενδιαφέρον είναι διττό: αφενός, επειδή το Great Sea Interconnector περιλαμβάνεται στα έργα που θα συμβάλουν στην άρση της ενεργειακής απομόνωσης της Κύπρου, και αφετέρου, γιατί το αυξημένο ειδικό βάρος που αποκτούν οι διασυνοριακές υποδομές δημιουργεί προοπτικές για νέα έργα στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, ικανά να μειώσουν τις περιφερειακές ανισορροπίες τιμών και να διαμορφώσουν έναν πιο ενιαίο και ανταγωνιστικό ευρωπαϊκό ενεργειακό χώρο.
Η Ρουμανία που στηρίζει την Ελλάδα και η παραδοχή Jørgensen
Η Ρουμανία αναδεικνύεται επίσης σε χώρα που τοποθετεί ψηλά στην πολιτική της ατζέντα την ανάγκη άμεσης δράσης, συμμεριζόμενη –όπως και η Ελλάδα– την πεποίθηση ότι το πραγματικό στοίχημα δεν είναι η εξαγγελία νέων έργων, αλλά η βέλτιστη αξιοποίηση των υφιστάμενων διασυνδέσεων, ώστε το ευρωπαϊκό ηλεκτρικό δίκτυο να λειτουργήσει επιτέλους ως ενιαίο σύστημα προς όφελος των καταναλωτών.
Κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στο Βουκουρέστι, σε συνέντευξή του στο HotNews.ro, ο Επίτροπος Ενέργειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης Dan Jørgensen διατύπωσε με σαφήνεια την ανησυχία του για το επίπεδο των τιμών ενέργειας στην Ευρώπη, κάνοντας λόγο για «επείγουσα κατάσταση» που απαιτεί συντονισμένη πολιτική δράση.
Όπως τόνισε, η ήπειρος εξακολουθεί να πληρώνει δυσανάλογα υψηλό κόστος για ηλεκτρική ενέργεια σε σύγκριση με τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ασία, εξαιτίας της εξάρτησης από εισαγόμενα ορυκτά καύσιμα, της ανεπαρκούς ενοποίησης των ενεργειακών αγορών και της υπερβολικής φορολόγησης που μεταφέρεται απευθείας στους καταναλωτές. Η εικόνα αυτή, είπε, δεν πλήττει μόνο τα ευάλωτα νοικοκυριά αλλά και την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής βιομηχανίας, που καλείται να λειτουργεί σε συνθήκες ενεργειακού κόστους πολλαπλάσιου από εκείνο των διεθνών ανταγωνιστών της.
Κατά τον Επίτροπο, η μόνη αποτελεσματική στρατηγική για την αποκλιμάκωση των τιμών είναι η επένδυση στην εγχώρια καθαρή παραγωγή και στις ενεργειακές διασυνδέσεις, ώστε να μειωθεί η εξάρτηση από τις αγορές καυσίμων και να εξισορροπηθούν οι τιμές σε ολόκληρη την Ευρώπη. Μάλιστα, όπως είχε γράψει το energygame.gr, ο Επίτροπος έχει δεσμευτεί να επανέλθει με συγκεκριμένες προτάσεις έως το τέλος του έτους, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι στρεβλώσεις που κρατούν εγκλωβισμένες τις αγορές της περιοχής σε υψηλά επίπεδα τιμών.
Η ανισορροπία τιμών μεταξύ Βορρά και Νότου δεν είναι απλώς παροδικό φαινόμενο, αλλά –όπως παραδέχονται πλέον και ευρωπαϊκοί φορείς– αποτέλεσμα στρεβλώσεων στην ίδια τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Χαρακτηριστικά, ο Ρουμάνος ευρωβουλευτής Dan Nica επισήμανε πρόσφατα ότι οι χονδρικές τιμές ρεύματος στη Ρουμανία, οι οποίες ακολουθούν εν πολλοίς το ίδιο μοτίβο με τις ελληνικές, είναι πέντε φορές υψηλότερες από την Ισπανία, τρεις φορές υψηλότερες από τη Γαλλία και 40% υψηλότερες από τη Γερμανία. Όπως τόνισε, ένας από τους βασικότερους λόγους για τις παρατεταμένα υψηλές τιμές στη ΝΑ Ευρώπη είναι η χρόνια συμφόρηση στον ηλεκτρικό διάδρομο Αυστρίας–Ουγγαρίας–Σλοβακίας και η μη τήρηση του ορίου του 70% για τη διάθεση της μεταφορικής ικανότητας των διασυνοριακών διασυνδέσεων στην εμπορία ηλεκτρισμού. Πρόκειται, όπως τόνισε, για μια από τις βασικές αιτίες που κρατούν τις τιμές στη ΝΑ Ευρώπη τεχνητά υψηλές, σε συνδυασμό με την έλλειψη αποφασιστικής δράσης από την Κομισιόν.
Πάντως, στο πλαίσιο της ίδια συνέντευξης ο κ. Jørgensen, πρότεινε ως άμεσο μέτρο τη μείωση των φόρων στο ρεύμα, επισημαίνοντας ότι αυτό μπορεί να προσφέρει γρήγορη ανακούφιση σε πολίτες και επιχειρήσεις μέχρι να αποδώσουν οι μακροπρόθεσμες επενδύσεις. «Όπου παράγεται περισσότερη καθαρή ενέργεια, οι λογαριασμοί είναι χαμηλότεροι», υπογράμμισε, περιγράφοντας τη σύνδεση μεταξύ ενεργειακής αυτάρκειας, κλιματικής πολιτικής και προσιτών τιμών για τους Ευρωπαίους καταναλωτές.
Παρά τις περιοδικές αποκλιμακώσεις, η περιοχή εξακολουθεί να συγκαταλέγεται στις ακριβότερες ενεργειακές ζώνες της Ευρώπης, με τη χονδρική τιμή ρεύματος να παραμένει σε αισθητά υψηλότερα επίπεδα από εκείνα της Δυτικής και Κεντρικής Ευρώπης. Στην Ελλάδα, στη Ρουμανία, στην Ουγγαρία και στη Βουλγαρία, η μέση τιμή στη χονδρική αγορά κινείται σταθερά άνω των 100 ευρώ ανά μεγαβατώρα, διατηρώντας μια ανοδική τάση. Η τάση αυτή στην Ελλάδα φαίνεται πως θα αποτυπωθεί και στα πράσινα τιμολόγια των παρόχων. Ήδη εκτιμάται πως αρκετές εταιρείες προμήθειας εξετάζουν αναπροσαρμογές από τις αρχές Νοεμβρίου, μετά από έναν μήνα κατά τον οποίο οι περισσότερες είχαν απορροφήσει μεγάλο μέρος της πίεσης από τη χονδρική αγορά. Το ερώτημα, πλέον, είναι αν θα συνεχίσουν αυτή την πολιτική ή αν θα ακολουθήσουν το ανοδικό “ρεύμα” που διαμορφώνει η περιφερειακή αγορά.
Διαβάστε ακόμη
