Τις αιτίες που εκτοξεύουν τις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας, παρά το κυρίαρχο πλέον «πράσινο χρώμα» στο ενεργειακό μείγμα της χώρας, ανέδειξαν εκπρόσωποι της αγοράς και θεσμικοί παράγοντες, επιχειρώντας να απαντήσουν στη βασική πρόκληση που δοκιμάζει την αποτελεσματικότητα της ενεργειακής μετάβασης: τους ακριβούς λογαριασμούς ρεύματος σε συνθήκες κατά τα άλλα πλεονάζουσας και φθηνής ανανεώσιμης παραγωγής.
Οι παρεμβάσεις τους στο πλαίσιο του 7ου Renewable Storage Forum αποκάλυψαν ότι η φθηνή ενέργεια από ΑΠΕ δεν περνά στις τελικές τιμές, καθώς το συνολικό κόστος του συστήματος μετατοπίζεται σε άλλες αγορές – στην εξισορρόπηση, στα δίκτυα, στις εφεδρείες και στις επενδύσεις ευελιξίας που απαιτούνται για να διατηρηθεί η ευστάθεια του συστήματος. Το αποτέλεσμα είναι μια αγορά που λειτουργεί με όρους μετάβασης αλλά κοστολογείται ακόμη σαν να εξαρτάται από τα ορυκτά καύσιμα.
Φούρλαρης (ΡΑΑΕΥ): «Η φθηνή παραγωγή δεν σημαίνει φθηνό σύστημα»
Ο Αντιπρόεδρος Κλάδου Ενέργειας της ΡΑΑΕΥ, Δημήτρης Φούρλαρης, περιγράφει με ακρίβεια τα αίτια αυτής της αντίφασης, που δεν αφορά μόνο την Ελλάδα αλλά ολόκληρη την Ευρώπη. Όπως εξηγεί, η προσδοκία ήταν εύλογη: όσο αυξάνει το μερίδιο των ΑΠΕ, τόσο θα έπρεπε να μειώνεται και το κόστος ενέργειας, αφού πρόκειται για πηγές με σχεδόν μηδενικό μεταβλητό κόστος και χωρίς εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα. «Ωστόσο», τονίζει, «δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι μιλάμε για έργα που έχουν κι αυτά ένα κόστος επένδυσης, το οποίο πρέπει να αποσβεστεί σε πολύ μικρότερο χρόνο από τις συμβατικές μονάδες». Παρά ταύτα, στην πράξη βλέπουμε κάτι διαφορετικό.
Ο ίδιος περιγράφει χαρακτηριστικά φαινόμενα όπου, μέσα στην ίδια μέρα, παρατηρούνται αρνητικές τιμές χονδρικής το μεσημέρι λόγω υπερπαραγωγής από φωτοβολταϊκά – όπως συνέβη τον Αύγουστο του 2025 – και αργότερα το βράδυ οι τιμές εκτοξεύονται ξανά, καθώς το σύστημα καλύπτει τη ζήτηση με ακριβές μονάδες, κυρίως φυσικού αερίου. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, πάνω από το 50% της ηλεκτρικής ενέργειας παράγεται πλέον από ΑΠΕ, ενώ στην Ελλάδα το ποσοστό έχει ξεπεράσει το 45%, με ορισμένες ημέρες η παραγωγή από ήλιο και άνεμο να καλύπτει σχεδόν το σύνολο της ζήτησης.
«Η διείσδυση των ΑΠΕ μειώνει το κόστος παραγωγής ενέργειας», σημειώνει, «όμως δεν μειώνει εξ ορισμού το συνολικό κόστος του συστήματος». Για να συνδεθούν τα έργα ΑΠΕ στο δίκτυο απαιτούνται πρόσθετες επενδύσεις, και εδώ ξεκινά η ανάλυση των αιτιών.
Πρώτος παράγοντας είναι το φυσικό αέριο ως καύσιμο αναφοράς για τη διαμόρφωση της ωριαίας τιμής. Παρά την αυξημένη συμμετοχή των ΑΠΕ, το φυσικό αέριο παραμένει καθοριστικός παίκτης στην κάλυψη της ζήτησης. «Λόγω του μοντέλου της οριακής τιμολόγησης», λέει ο κ. Φούρλαρης, «η τιμή καθορίζεται από την ακριβότερη μονάδα που απαιτείται για να ισορροπήσει το σύστημα».
Δεύτερος παράγοντας είναι οι ίδιες οι υποδομές και το κόστος κεφαλαίου. «Η ενεργειακή μετάβαση προϋποθέτει τεράστιες επενδύσεις – σε δίκτυα μεταφοράς και διανομής, αποθήκευση, έξυπνους μετρητές, ψηφιακή εποπτεία. Αυτές οι επενδύσεις δεν είναι δωρεάν και χρηματοδοτούνται με κεφάλαια που έχουν υψηλό κόστος λόγω των αυξημένων επιτοκίων στην Ευρωζώνη».
Η ανεπάρκεια των δικτύων αποτελεί το τρίτο κρίσιμο εμπόδιο. «Παράγουμε φθηνή πράσινη ενέργεια, αλλά δεν μπορούμε να τη μεταφέρουμε ή να την αποθηκεύσουμε επαρκώς», εξηγεί. Οι περικοπές παραγωγής έχουν γίνει πλέον συχνό φαινόμενο τόσο στην Ελλάδα όσο και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, με την ενέργεια να χάνεται και το κόστος να το επωμίζεται ο καταναλωτής.
Και φυσικά, στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται και ο τρόπος διαμόρφωσης της τιμής στη χονδρεμπορική αγορά: «Το μοντέλο της ωριαίας τιμολόγησης λειτουργεί αποτελεσματικά σε συνθήκες ομαλότητας, όμως σε περιόδους έντασης ή έλλειψης ΑΠΕ οδηγεί σε δυσανάλογα υψηλές τιμές».
Ο κ. Φούρλαρης καταλήγει σε τέσσερις πυλώνες: αποθήκευση, διαχείριση ζήτησης, ενίσχυση δικτύων και αναθεώρηση της αγοράς, ώστε «να περάσουμε από μια αγορά που οδηγείται από τη μεταβλητότητα των τιμών, σε μια αγορά που καθοδηγείται από την αξία της παραγωγής».
Ασλάνογλου (ΕΣΠΕΝ): «Χωρίς PPAs, η φθηνή ενέργεια μένει στα χαρτιά»
Τη σκυτάλη πήρε ο Μίλτος Ασλάνογλου, Γενικός Διευθυντής του ΕΣΠΕΝ, που εστιάζει στη δομή της αγοράς και στη σύνδεση των ΑΠΕ με την προμήθεια. «Το ζήτημα του re-dispatching είναι εξαιρετικά σύνθετο και θα γίνει ακόμη πιο δύσκολο τα επόμενα χρόνια», σημείωσε, υπογραμμίζοντας ότι πρόκειται για έναν από τους βασικούς μηχανισμούς που κρατούν τη φθηνή ενέργεια εγκλωβισμένη στο στάδιο παραγωγής.
Ο επικεφαλής του ΕΣΠΕΝ σχολίασε ότι το μεγαλύτερο μέρος του κόστους προέρχεται από τη χονδρεμπορική αγορά και από τον τρόπο με τον οποίο παράγεται και διακινείται η ενέργεια, συμπεριλαμβανομένων των μηχανισμών εξισορρόπησης. «Αυτή τη στιγμή, κάποιος πρέπει να τιμολογήσει πριν ακόμη γνωρίζει ποιο είναι το τελικό κόστος — αυτό από μόνο του δημιουργεί κόστος», είπε χαρακτηριστικά, προσθέτοντας ότι η προβλεψιμότητα πρέπει να ενισχυθεί μέσω ρυθμιστικών προσαρμογών.
Στο ερώτημα γιατί η φθηνή ενέργεια των ΑΠΕ δεν περνά στον τελικό καταναλωτή, ο Μίλτος Ασλάνογλου απάντησε ευθέως: «Ο ελέφαντας στο δωμάτιο είναι ακριβώς αυτός — η είσοδος των ΑΠΕ στο μείγμα και το πώς η φθηνότητά τους θα φτάσει στην τελική κατανάλωση». Όπως εξήγησε, όλα τα υπόλοιπα λειτουργούν σε θεωρητικό επίπεδο, αλλά το πρόβλημα εντοπίζεται στη δομή της αγοράς και στον τρόπο λειτουργίας της τιμολόγησης.
Για τον ίδιο, η απάντηση βρίσκεται στα PPAs: «Πρέπει να βρούμε τρόπους να περάσει η φθηνή ενέργεια στην τελική κατανάλωση, και ο μόνος αποτελεσματικός τρόπος, με βάση τη σημερινή οργάνωση των αγορών, είναι μέσω των PPAs».
Σύμφωνα με τον Ασλάνογλου, το μερίδιο των merchant PPAs στην Ελλάδα δεν ξεπερνά το 5% της παραγωγής, «όταν για να λειτουργήσει πραγματικά η αγορά θα έπρεπε να φτάνουν το 70–80% του χαρτοφυλακίου των προμηθευτών». Η χαμηλή ρευστότητα, η απουσία ανταγωνισμού και η υπερσυγκέντρωση ενέργειας στον ΔΑΠΕΕΠ, που ρίχνει μαζικά τις ποσότητες στην day-ahead αγορά, εμποδίζουν τη μείωση των τελικών τιμών.
«Το σημαντικότερο», κατέληξε, «είναι να βρούμε τρόπους ώστε η φθηνή ενέργεια των ΑΠΕ να περάσει σταδιακά στον τελικό καταναλωτή. Όταν το κάνουν όλοι, θα το κάνουμε κι εμείς. Το ζητούμενο είναι να μη μείνουμε πίσω».
Κοντολέων (ΕΒΙΚΕΝ): «Η αγορά εξισορρόπησης ροκανίζει το όφελος των ΑΠΕ»
Το θεμελιώδες ερώτημα «γιατί η φθηνή ενέργεια των ΑΠΕ δεν περνά στον τελικό καταναλωτή» αποκτά ιδιαίτερο βάρος όταν απαντάται από τη σκοπιά των μεγάλων βιομηχανικών καταναλωτών. Ο Πρόεδρος της Ένωσης Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας (ΕΒΙΚΕΝ), Αντώνης Κοντολέων, το διατυπώνει χωρίς περιστροφές: «Η αγορά, όπως λειτουργεί σήμερα, δεν είναι αγορά ευνομούμενης ευρωπαϊκής χώρας».
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε, το κόστος εξισορρόπησης και ανακατανομής (re-dispatching) έχει εξελιχθεί σε έναν από τους βασικότερους παράγοντες εκτόξευσης των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας, μετατρέποντας τη φθηνή παραγωγή από ΑΠΕ σε λογαριασμούς που δεν αντανακλούν την πραγματική τους αξία. «Το πρόβλημα στο συνολικό κόστος ηλεκτρικής ενέργειας είναι το κόστος της αγοράς εξισορρόπησης – και μάλιστα της ανακατανομής. Πλέον είναι δυσβάστακτο», τόνισε.
Όπως εξήγησε, οι συμβατικές μονάδες αποζημιώνονται από την αγορά επόμενης ημέρας με περίπου 3 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ τα έσοδα που αντλούν από την αγορά εξισορρόπησης —τους λογαριασμούς ΛΠ1, ΛΠ2 και ΛΠ3— υπερβαίνουν πλέον το 1 δισ. ευρώ, δηλαδή το 28% των συνολικών τους εσόδων.
Σύμφωνα με την ανάλυση της ΕΒΙΚΕΝ, το κόστος ανακατανομής (ΛΠ3) αναμένεται να φτάσει τα 780 εκατ. ευρώ το 2025, από 550 εκατ. το 2024, ενώ ο ΛΠ2 θα αυξηθεί στα 225 εκατ. ευρώ, έναντι 180 εκατ. ευρώ φέτος. Συνολικά, οι ΛΠ2 και ΛΠ3 θα φτάσουν το 1 δισ. ευρώ το 2025, από 730 εκατ. ευρώ το 2024. «Όταν οι τιμές στην προημερήσια αγορά μηδενίζονται λόγω υπερπαραγωγής ΑΠΕ, οι ΛΠ2 και ΛΠ3 εκτοξεύονται στα 30–35 ευρώ/MWh. Ο καταναλωτής πληρώνει πολλαπλάσιο κόστος για ενέργεια που στο χαρτί φαίνεται φθηνή», τόνισε.
Καραλή (ΕΣΑΗ): «Χρειαζόμαστε νέα αρχιτεκτονική αγοράς»
Η Πρόεδρος του Ελληνικού Συνδέσμου Ανεξάρτητων Εταιρειών Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΕΣΑΗ), Κατερίνα Καραλή, έδωσε τη δική της ερμηνεία, περιγράφοντας τη μετατόπιση του κόστους από την αγορά επόμενης ημέρας στην αγορά εξισορρόπησης και στις υπηρεσίες ευστάθειας.
«Με την αύξηση της διείσδυσης των ανανεώσιμων πηγών, αυξάνεται η μεταβλητότητα του δυναμικού έγχυσης και το σφάλμα πρόβλεψης», εξήγησε. «Η αξία της ενέργειας αποκαλύπτεται πλέον κοντά στον πραγματικό χρόνο — στις αγορές της ενδοημέρησης και της εξισορρόπησης».
«Με απλά λόγια», πρόσθεσε, «το κόστος μεταφέρεται από την day-ahead αγορά στην αγορά εξισορρόπησης, καθώς στη χώρα μας οι ενδοημερήσιες αγορές είναι ρηχές και χωρίς επαρκή ρευστότητα». Η ίδια τόνισε ότι η μετάβαση αυτή είναι αναγκαία αλλά δαπανηρή: «Η μεταάνθρακα εποχή δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς αυξημένες ανάγκες ευελιξίας και εφεδρειών».
Ειδική αναφορά έκανε στις επενδύσεις σε αποθήκευση, που «δεν αποτελούν από μόνες τους πανάκεια» αλλά χρειάζονται ορθό σχεδιασμό ώστε να αξιοποιούν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους. Η ΕΣΑΗ, όπως είπε, έχει καταθέσει σχόλια στη δημόσια διαβούλευση για το σχέδιο του ΑΔΜΗΕ, προειδοποιώντας για «ασύμμετρη μεταχείριση» των μπαταριών έναντι των υδροηλεκτρικών.
«Οι ανεπάρκειες αυτές οδηγούν τελικά σε υψηλότερο κόστος ενέργειας και μειωμένη αποδοτικότητα του συστήματος», προειδοποίησε. Και έκλεισε με μήνυμα ουσίας: «Τα συστήματα αποθήκευσης δεν μπορούν να διασφαλίσουν πλήρως την εποχική επάρκεια. Το ζητούμενο είναι να αποφασίσουμε πόσο ρίσκο είμαστε διατεθειμένοι να αναλάβουμε ως κοινωνία και ως οικονομία».
Ως εκ τούτου, οι τέσσερις πλευρές —ρυθμιστής, προμηθευτές, βιομηχανία και παραγωγοί— καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα: η φθηνή ενέργεια των ΑΠΕ υπάρχει, αλλά χάνεται καθ’ οδόν, σε μια αγορά που ακόμη μαθαίνει να αποτιμά την αξία της πράσινης κιλοβατώρας.
Διαβάστε ακόμη
