Οι διακοπές ρεύματος κοστίζουν στις επιχειρήσεις, καθώς κάθε φορά που το ρεύμα «πέφτει» αυτό μεταφράζεται σε απώλειες. Το 50% των επιχειρήσεων στη χώρα εκτιμά ότι κάθε διακοπή προκαλεί ζημιές κάτω των 1.000 ευρώ, το 27% υπολογίζει απώλειες μεταξύ 1.000 και 3.000 ευρώ, ενώ το 11% ανεβάζει το κόστος στις 3.000 έως 6.000 ευρώ. Για ένα 12% των επιχειρήσεων, οι διακοπές ηλεκτροδότησης συνεπάγονται ζημιές που ξεπερνούν τα 6.000 ευρώ ανά περιστατικό.
Από τα ψυγεία που ξεπαγώνουν και τους φούρνους που σβήνουν, μέχρι τις γραμμές παραγωγής που μένουν μετέωρες, το σκοτάδι κοστίζει — και κοστίζει ακριβά, όπως δείχνουν τα στοιχεία του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Αθηνών (ΒΕΑ). Η έρευνα του ΒΕΑ πραγματοποιήθηκε με τη μέθοδο του ηλεκτρονικού ερωτηματολογίου, σε δείγμα 634 επιχειρήσεων-μελών των ΒΕΑ, ΒΕΠ και ΒΕΘ, καθώς και 312 αδειούχων ηλεκτρολόγων εγκαταστατών-μελών της ΠΟΣΕΗ, από τις 15 Σεπτεμβρίου έως τις 6 Οκτωβρίου 2025, από την εταιρεία «Netrino».
«Αρκεί μισή ώρα χωρίς ρεύμα για να χάσεις ολόκληρη παρτίδα προϊόντος ή να καταστραφεί ένας συμπιεστής», σχολίασε χαρακτηριστικά επιχειρηματίας του κλάδου τροφίμων στο πλαίσιο δημοσιογραφικής ενημέρωσης. Η έρευνα αποτυπώνει ότι σύμφωνα με τη γνώμη των επιχειρήσεων 71% αυτών αντιμετωπίζει διακοπές ρεύματος μία έως δύο φορές τον χρόνο, ενώ το 12% δηλώνει ότι οι διακοπές επαναλαμβάνονται δύο έως τρεις φορές τον μήνα. Για ένα 7%, τα περιστατικά είναι ακόμη πιο συχνά — μία ή περισσότερες φορές την εβδομάδα. Αντίθετα, το 10% των επιχειρήσεων ανέφερε ότι δεν έχει αντιμετωπίσει καθόλου διακοπή το τελευταίο διάστημα.
Σε ό,τι αφορά τη διάρκεια, το 74% δηλώνει πως το ρεύμα επανέρχεται μέσα σε μία ώρα, το 16% ότι διαρκεί από μία έως τρεις ώρες, ενώ το 10% αναφέρει περιστατικά άνω των τριών ωρών. Το 62% των επιχειρήσεων επηρεάζεται τουλάχιστον μέτρια, ενώ το 22% δηλώνει ότι οι διακοπές προκαλούν σοβαρά προβλήματα στη λειτουργία του εξοπλισμού ή της παραγωγής.
Η εικόνα είναι αντίστοιχη όταν περάσουμε στα ευρήματα της δεύτερης έρευνας, που αποτυπώνει τη γνώμη των 312 ηλεκτρολόγων εγκαταστατών σε όλη τη χώρα. Οι περισσότεροι δραστηριοποιούνται εδώ και πάνω από 20 χρόνια και εξυπηρετούν τόσο κατοικίες όσο και επιχειρήσεις. Το 59% δηλώνει ότι αντιμετωπίζει τακτικά προβλήματα ποιότητας ρεύματος (πτώσεις τάσης, υπερτάσεις, μεταβολές συχνότητας), ενώ το 23% τα χαρακτηρίζει πολύ συχνά. Μόλις το 18% απαντά ότι τα προβλήματα είναι σπάνια.
Τα περιστατικά αυτά καταγράφονται κυρίως στα εναέρια δίκτυα (84%), που δοκιμάζονται από την κακοκαιρία και το αυξανόμενο φορτίο τους καλοκαιρινούς μήνες. Η παλαιότητα των γραμμών είναι, σύμφωνα με τους ηλεκτρολόγους, ο βασικότερος παράγοντας (52%), ενώ ακολουθούν η υπερφόρτωση (18%) και τα ακραία καιρικά φαινόμενα (14%).
Οι επιπτώσεις είναι άμεσες: το 65% των ηλεκτρολόγων έχει δει καταστροφή μηχανημάτων ή συσκευών λόγω προβλημάτων τάσης, το 20% μιλά για επαναλαμβανόμενες επισκευές, ενώ το 13% για μειωμένη απόδοση μηχανημάτων. «Αν πέσει η τάση και δεν υπάρχει επιτήρηση, το μοτέρ υποφέρει. Δεν θα καεί σήμερα, αλλά θα καεί σίγουρα κάποια στιγμή», εξηγεί χαρακτηριστικά ένας από τους συμμετέχοντες.
Πώς θωρακίζονται οι επιχειρήσεις απέναντι στις διακοπές ρεύματος
Για να περιορίσουν τους κινδύνους και τις ζημιές από τις διακοπές ηλεκτροδότησης, οι επαγγελματίες προτείνουν λύσεις που εφαρμόζονται πλέον ευρέως στις επιχειρήσεις, ανάλογα με το μέγεθος και τη δραστηριότητά τους.
Η πιο συνηθισμένη πρακτική είναι η εγκατάσταση επιτηρητή τάσης, την οποία προτείνει το 47% των ηλεκτρολόγων. Η συσκευή αυτή «διαβάζει» τη γραμμή και διακόπτει αυτόματα το ρεύμα όταν εντοπίζει υπερτάσεις ή πτώσεις τάσης, προστατεύοντας ευαίσθητα μηχανήματα από βλάβες. Το 28% των επαγγελματιών εισηγείται την τοποθέτηση σταθεροποιητή τάσης, ειδικά σε μονάδες με παλαιό εξοπλισμό ή σε περιοχές με έντονες διακυμάνσεις. Ο σταθεροποιητής λειτουργεί ως «φίλτρο», εξομαλύνοντας τη ροή του ρεύματος και αποτρέποντας μικροδιακοπές που καταπονούν τα μοτέρ και τα ηλεκτρονικά κυκλώματα.
Σημαντική θέση έχει και η χρήση UPS (15%), δηλαδή συστημάτων αδιάλειπτης παροχής ενέργειας, τα οποία εξασφαλίζουν συνεχή λειτουργία κρίσιμων συστημάτων — από τα ταμεία και τους servers μέχρι τις γραμμές παραγωγής. Το UPS παρέχει τον χρόνο που χρειάζεται μια επιχείρηση για να «κατεβάσει» με ασφάλεια το σύστημα ή να ενεργοποιήσει εφεδρική παροχή.
Περισσότεροι από τους μισούς επαγγελματίες (54%) θεωρούν αναγκαία τη χρήση γεννήτριας, ιδιαίτερα για βιοτεχνικές και εμπορικές μονάδες που δεν μπορούν να αντέξουν ούτε λεπτό χωρίς ρεύμα — όπως αρτοποιεία, επιχειρήσεις τροφίμων και συνεργεία. Η γεννήτρια ενεργοποιείται αυτόματα ή χειροκίνητα, καλύπτοντας προσωρινά τις ανάγκες της επιχείρησης μέχρι την αποκατάσταση του δικτύου.
Τέλος, ορισμένοι προτείνουν την εγκατάσταση φωτοβολταϊκών συστημάτων με μπαταρίες, ώστε η μετάβαση σε εφεδρική παροχή να γίνεται αυτόματα και χωρίς διακοπή λειτουργίας. Αν και πρόκειται για ακριβότερη λύση, θεωρείται ιδανική για επιχειρήσεις που λειτουργούν 24 ώρες το 24ωρο ή σε περιοχές με συχνά προβλήματα ηλεκτροδότησης.
Ασφαλιστικό κενό και περιορισμένες αποζημιώσεις
Παρά το οικονομικό βάρος που συνεπάγονται οι διακοπές ρεύματος, η πλειονότητα των επιχειρήσεων παραμένει ουσιαστικά ακάλυπτη απέναντι σε τέτοιους κινδύνους. Σύμφωνα με την έρευνα, μόλις το 9% των επιχειρήσεων έχει ζητήσει αποζημίωση για ζημιές που προκλήθηκαν από διακοπή ή βλάβη ηλεκτροδότησης, και από αυτές μόνο το 24% τελικά αποζημιώθηκε. Παράλληλα, οκτώ στις δέκα επιχειρήσεις δεν διαθέτουν καμία ασφαλιστική κάλυψη για τέτοιου είδους περιστατικά, γεγονός που αφήνει εκτεθειμένο ένα μεγάλο μέρος της παραγωγικής δραστηριότητας.
Όπως επισήμανε ο Πρόεδρος του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Αθηνών, Κωνσταντίνος Δαμίγος, το πλαίσιο αποζημίωσης είναι αυστηρά οριοθετημένο και εξαρτάται από το είδος και τη φύση της βλάβης. «Αποζημίωση μπορεί να δοθεί μόνο εφόσον τεκμηριωθεί ότι η ζημιά προκλήθηκε απευθείας από αστοχία ή βλάβη του δικτύου ηλεκτροδότησης και όχι από εσωτερικό πρόβλημα της εγκατάστασης», υπογράμμισε ο κ. Δαμίγος, προσθέτοντας ότι «πρόκειται για ένα σύνθετο ζήτημα που απαιτεί καλύτερη ενημέρωση των επιχειρήσεων και πιο ξεκάθαρες διαδικασίες».
Η παλαιότητα του δικτύου παραμένει, σύμφωνα με το 52% των ηλεκτρολόγων, η κύρια αιτία των περιστατικών, ακολουθούμενη από το υπερφορτωμένο δίκτυο (18%) και τα ακραία καιρικά φαινόμενα (14%). Οι συνέπειες είναι συγκεκριμένες και κοστολογημένες: το 65% έχει δει να καταστρέφονται συσκευές ή μηχανήματα, ένα 20% αναφέρει επαναλαμβανόμενες επισκευές, ενώ ένα 13% καταγράφει μειωμένη απόδοση εξοπλισμού, κάτι που μπορεί να υπονομεύσει μακροπρόθεσμα την παραγωγικότητα.
Σε αυτό το πλαίσιο ο ΔΕΔΔΗΕ, που εξυπηρετεί περισσότερους από 7,5 εκατομμύρια καταναλωτές, βρίσκεται σε φάση αναβάθμισης υποδομών, με έργα υπογειοποίησης, αντικατάστασης μετρητών και ενίσχυσης των συνεργείων σε περιόδους κακοκαιρίας. Στόχος είναι να περιοριστούν οι αστοχίες και να ενισχυθεί η ανθεκτικότητα του δικτύου σε ένα περιβάλλον όπου οι ανάγκες αυξάνονται ραγδαία. Η σταδιακή εγκατάσταση “έξυπνων μετρητών” και η χρήση συστημάτων τηλεχειρισμού επιτρέπουν πλέον πιο γρήγορη αποκατάσταση και καλύτερη παρακολούθηση των διακοπών.
Πάντως, όπως επισημαίνει εκπρόσωπος των ηλεκτρολόγων, «η ποιότητα του ρεύματος δεν είναι μόνο θέμα υποδομών — είναι και θέμα συνεργασίας». Πράγματι, το 96% των εγκαταστατών δηλώνει διατεθειμένο να συμμετάσχει σε συλλογική προσπάθεια για τη βελτίωση της λειτουργίας του δικτύου και την επικοινωνία με τους φορείς.
Τα ευρήματα των δύο ερευνών φωτίζουν έτσι ένα ζήτημα που μέχρι πρόσφατα περνούσε “στα ψιλά”: οι διακοπές ρεύματος, ακόμη και αν είναι σύντομες, έχουν οικονομικό και λειτουργικό κόστος που συσσωρεύεται. Η ανάγκη για σύγχρονο, ανθεκτικό και «έξυπνο» δίκτυο γίνεται επιτακτική, όχι ως κριτική, αλλά ως κοινός στόχος μιας χώρας που στηρίζει την ανάπτυξή της στην ηλεκτροκίνηση, στις αντλίες θερμότητας και στην πράσινη ενέργεια. Για τις επιχειρήσεις, η λύση περνά πλέον από την πρόληψη και τη συνεργασία: τεχνική προστασία, ασφάλιση και ανοιχτή επικοινωνία με τον Διαχειριστή. Για το δίκτυο, η πρόκληση είναι ο εκσυγχρονισμός με ταχύτητα και αξιοπιστία.
Διαβάστε ακόμη