Στο φόντο των αντιπαραθέσεων μεταξύ Αθήνας και Λευκωσίας για την πορεία του Great Sea Interconnector (GSI), και μόλις λίγα 24ωρα πριν από την προγραμματισμένη τηλεδιάσκεψη του Ευρωπαίου Επιτρόπου Ενέργειας Νταν Γιόργκενσεν με τον Έλληνα υπουργό Σταύρο Παπασταύρου και τον Κύπριο ομόλογό του Γιώργο Παπαναστασίου, η Nexans βρίσκεται στο επίκεντρο ενός δύσκολου τριπτύχου – πολιτικής, χρηματοοικονομικής και γεωπολιτικής πίεσης.
Η γαλλική εταιρεία, που έχει αναλάβει την κατασκευή του υποθαλάσσιου καλωδίου μήκους 1.200 χιλιομέτρων και αξίας 1,4 δισ. ευρώ, δέχεται πλέον αυξημένη κριτική και από τις αγορές, μετά τις αποκαλύψεις της γαλλικής εφημερίδας Les Echos ότι ένα πιθανό ναυάγιο του έργου GSI θα μπορούσε να διαγράψει έως και το 6% των λειτουργικών της κερδών (EBIT).
Η προειδοποίηση αυτή προήλθε από τη BNP Paribas Exane, η οποία σημείωσε ότι ενδεχόμενη ακύρωση θα άφηνε τον όμιλο με τεράστιο απόθεμα καλωδίων και θα προκαλούσε σημαντική επιβράδυνση στην αύξηση των κερδών από το 2026. Ο οίκος, μάλιστα, υποβάθμισε τη μετοχή της Nexans, επικαλούμενος τα ρίσκα που απορρέουν τόσο από τις πολιτικές εντάσεις στην Ανατολική Μεσόγειο, όσο και από τα χρηματοδοτικά εμπόδια που εξακολουθούν να βαραίνουν το έργο.
Οι εξελίξεις αυτές ήρθαν να προστεθούν σε μια περίοδο διοικητικής αναταραχής για τη Nexans. Ο απερχόμενος CEO Christopher Guérin, που ηγήθηκε του ομίλου επί επτά χρόνια, αποχωρεί στο τέλος Οκτωβρίου, ενώ τη θέση του αναλαμβάνει ο Julien Hueber, στέλεχος με πολυετή θητεία στην εταιρεία. Η είδηση της αλλαγής ηγεσίας προκάλεσε πτώση 8,6% της μετοχής στο Χρηματιστήριο του Παρισιού, γεγονός που αποδόθηκε από τους αναλυτές και στην αβεβαιότητα γύρω από το GSI.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της Les Echos, η έντονη αντίθεση της Τουρκίας και οι δυσκολίες εξασφάλισης πλήρους χρηματοδότησης έχουν δημιουργήσει «σκιά» πάνω από το έργο, που αρχικά παρουσιαζόταν ως στρατηγικός ενεργειακός διάδρομος σύνδεσης Κύπρου – Ελλάδας – Ευρώπης. Το υποθαλάσσιο καλώδιο, το οποίο είχε παρουσιαστεί ως εγγύηση ενεργειακής ασφάλειας για το νησί, κινδυνεύει πλέον να εξελιχθεί σε πεδίο πολιτικής τριβής και εταιρικού κινδύνου.
Ο ίδιος ο Guérin πάντως επιμένει ότι «το έργο GSI είναι ακόμα υπό συζήτηση», ενώ ο πρόεδρος του Δ.Σ. Jean Mouton διαβεβαιώνει πως η αποχώρησή του «δεν έχει καμία σχέση με την ηλεκτρική διασύνδεση GSI ή οποιοδήποτε άλλο πρόβλημα». Παρ’ όλα αυτά, η συγκυρία είναι δύσκολη: οι ευρωπαϊκοί θεσμοί πιέζουν για επίσπευση αποφάσεων, η Κύπρος ζητά διασφαλίσεις για το ενεργειακό της μέλλον και η Ελλάδα προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στον ρόλο του τεχνικού αναδόχου και του πολιτικού διαμεσολαβητή.
Η παρακαταθήκη Guérin και η αλλαγή σκυτάλης
Σύμφωνα με τη γαλλική εφημερίδα ο Christopher Guérin, που ηγήθηκε της Nexans από το 2018, αφήνει πίσω του έναν απολογισμό με εντυπωσιακά νούμερα. Επί των ημερών του, η μετοχή της εταιρείας τετραπλασιάστηκε, ενώ η συνολική κεφαλαιοποίηση έφτασε τα 5 δισ. ευρώ, μετατρέποντας τον όμιλο σε παίκτη-αναφοράς στην αγορά των καλωδίων. Παρ’ όλα αυτά, η Nexans εξακολουθεί να θεωρείται «μεσαίου βεληνεκούς» συγκριτικά με την ιταλική Prysmian, που αγγίζει τα 26,3 δισ. ευρώ.
Η επιτυχία αυτή, ωστόσο, είχε και το τίμημά της. Οι δύο βασικοί μέτοχοι της εταιρείας, η οικογένεια Luksic και η Bpifrance, περιόρισαν δραστικά τη συμμετοχή τους τα τελευταία χρόνια: η πρώτη από 30% σε 9,2%, η δεύτερη από 7,7% σε 5,2%. Σήμερα, η μετοχική σύνθεση είναι πολύ κατακερματισμένη, γεγονός που αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο αναζήτησης νέων στρατηγικών επενδυτών. Όπως ανέφερε ο πρόεδρος του Δ.Σ. Jean Mouton, «το συμβούλιο δεν έχει κάποια συγκεκριμένη εντολή, αλλά η εύρεση νέων ισχυρών μετόχων αποτελεί μέρος του συνεχούς του ρόλου».
Το νέο κεφάλαιο Hueber: Σταυροδρόμι για την εταιρεία και το GSI
Ο νέος CEO Julien Hueber αναλαμβάνει σε μια στιγμή κρίσιμη, αλλά και καθοριστική για τη μελλοντική ταυτότητα της Nexans. Εργάζεται στην εταιρεία από το 2002 και μέχρι σήμερα ηγείτο του τμήματος PWR Grid & Connect, που αφορά καλώδια για ηλεκτρικά δίκτυα και αντιστοιχεί σε πάνω από το ένα τρίτο της δραστηριότητας του ομίλου. Θεωρείται τεχνοκράτης με βαθιά γνώση της ευρωπαϊκής αγοράς ηλεκτρισμού και σημαντική εμπειρία στην Ασία.
Η επιλογή του Hueber, σύμφωνα με τον Mouton, σηματοδοτεί τη μετάβαση σε μια νέα φάση βιομηχανικής απόδοσης και βελτιστοποίησης, χωρίς αλλαγή στρατηγικής. «Διατηρούμε το σχέδιο που παρουσιάστηκε τον περασμένο Νοέμβριο», δήλωσε, «αλλά αναζητούμε ένα προφίλ με νέα χαρακτηριστικά για να ξεκινήσουμε την επόμενη φάση». Η υπόθεση του GSI λειτουργεί πλέον σαν τεστ αντοχής για τη Nexans. Μια ενδεχόμενη ακύρωση θα είχε σαφείς οικονομικές επιπτώσεις, αλλά κυρίως θα έπληττε τη φήμη της εταιρείας ως παγκόσμιου παίκτη στις ενεργειακές διασυνδέσεις. Την ίδια στιγμή, για την Ελλάδα και την Κύπρο, το έργο παραμένει το πιο σημαντικό κομμάτι του παζλ ενεργειακής ασφάλειας και περιφερειακής ολοκλήρωσης.
Καθώς οι συζητήσεις συνεχίζονται σε πολιτικό επίπεδο, το ερώτημα που μένει να απαντηθεί είναι αν η Nexans θα καταφέρει να διατηρήσει την ισορροπία ανάμεσα στην τεχνική εκτέλεση, την οικονομική βιωσιμότητα και τη διπλωματική σταθερότητα του έργου. Όπως παραδέχθηκε ο ίδιος ο Guérin, «το τρένο είναι σε πλήρη πορεία, δεν πρέπει να χάσουμε ταχύτητα». Το αν η πορεία αυτή θα φτάσει τελικά έως την Κύπρο, θα εξαρτηθεί όχι μόνο από την εταιρεία, αλλά και από το εύρος των γεωπολιτικών δυνάμεων που κινούνται γύρω της.
Η σύσκεψη της Πέμπτης
Λίγα 24ωρα πριν από την τηλεδιάσκεψη του Ευρωπαίου Επιτρόπου Ενέργειας Νταν Γιόργκενσεν με τους υπουργούς Σταύρο Παπασταύρου και Γιώργο Παπαναστασίου, η κατάσταση γύρω από το καλώδιο Ελλάδας – Κύπρου (GSI) μοιάζει να κινείται σε παράλληλους μονόλογους αντί για συντονισμένες κινήσεις. Παρά τις δηλώσεις εκατέρωθεν για «συνεννόηση και κοινό έδαφος», η δημόσια συζήτηση πήρε ξανά οξείς τόνους. Από τη μία πλευρά, ο κύπριος υπουργός Οικονομικών Μάκης Κεραυνός προχώρησε σε δηλώσεις που άνοιξαν νέο γύρο αντιπαράθεσης. Από την άλλη, «πηγές» του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας στην Αθήνα απάντησαν με αιχμές, επαναφέροντας στο προσκήνιο τις διαφορετικές γραμμές πλεύσης των δύο κυβερνήσεων.
Η συνέχιση αυτής της δημόσιας αντιπαράθεσης, σε συνδυασμό με την απουσία οποιασδήποτε νέας τεχνικής συνάντησης ανάμεσα σε ΡΑΑΕΥ, ΡΑΕΚ και ΑΔΜΗΕ, δημιουργεί νέα ερωτήματα ως προς την εξέλιξη του έργου. Σε κάθε περίπτωση, η αίσθηση που επικρατεί είναι ότι οι δύο υπουργοί θα προσέλθουν χωρίς ουσιαστικά νέα, πέρα από τη μεταβίβαση των αδειών διαχείρισης στον ΑΔΜΗΕ, μια εξέλιξη που χαρακτηρίζεται «σημαντική μεν, αλλά δευτερεύουσα».
Το έργο Great Sea Interconnector σκοντάφτει σε τέσσερις κομβικές εκκρεμότητες, οι οποίες καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό και τη στάση της Κύπρου στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Η πρώτη αφορά την αναγνώριση του συνόλου των επενδυτικών δαπανών που έχει πραγματοποιήσει μέχρι σήμερα ο ΑΔΜΗΕ. Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουν υποβληθεί στη ΡΑΕΚ, ο ελληνικός Διαχειριστής έχει ήδη δαπανήσει περίπου 250 εκατ. ευρώ, ωστόσο η κυπριακή αρχή έχει εγκρίνει μόνο 82 εκατ. ευρώ, αφήνοντας ένα σημαντικό χρηματοδοτικό κενό.
Το δεύτερο ζήτημα σχετίζεται με τον καθορισμό των μοναδιαίων χρεώσεων της γραμμής για τους καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας της Κύπρου για το 2025, προκειμένου να ανακτηθούν και να αποδοθούν στον ΑΔΜΗΕ τα 25 εκατ. ευρώ που αποτελούν το εγκεκριμένο ετήσιο έσοδο του έργου. Παρότι η ΡΑΕΚ έχει εγκρίνει τη σχετική ρύθμιση, τα κονδύλια παραμένουν παγωμένα στο υπουργείο Οικονομικών της Κύπρου.
Η τρίτη εκκρεμότητα αφορά την έγκριση του λειτουργικού κόστους (opex) για το επόμενο έτος. Η διαδικασία απαιτεί κοινή απόφαση ΡΑΑΕΥ και ΡΑΕΚ, όμως η κυπριακή πλευρά δεν έχει συνυπογράψει ακόμη, με αποτέλεσμα το έργο να μένει χωρίς εγκεκριμένο προϋπολογισμό για το 2025.
Τέλος, παραμένει ανοιχτό —αν και σε τροχιά επίλυσης— το θέμα της αποζημίωσης ύψους 19 εκατ. ευρώ που κατέβαλε ο ΑΔΜΗΕ στη Nexans για τις λεγόμενες σταλίες, δηλαδή για τον χρόνο κατά τον οποίο τα ερευνητικά σκάφη της εταιρείας παρέμειναν ακινητοποιημένα στα λιμάνια, εν αναμονή της επανέναρξης των ερευνών.
Ενδεικτική της κατάστασης είναι και η στάση των Βρυξελλών. Η Κομισιόν, που έχει ήδη επενδύσει 657 εκατ. ευρώ στο έργο — ένα από τα υψηλότερα ποσά χρηματοδότησης που έχει εγκρίνει ποτέ για ευρωπαϊκή διασύνδεση — παρακολουθεί με ανησυχία τις εξελίξεις. Μια ενδεχόμενη αποτυχία του GSI δεν θα εξέθετε μόνο την Αθήνα και τη Λευκωσία, αλλά και την ίδια την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία βρίσκεται πλέον υπό το βλέμμα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, καθώς η χρηματοδότηση του έργου ελέγχεται σε θεσμικό επίπεδο.
Διαβάστε ακόμη