Η Ελλάδα εξακολουθεί να παραμένει μεταξύ των πιο ακριβών αγορών ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη, παρά τη σημαντική μείωση που κατέγραψαν τα τιμολόγια τον Σεπτέμβριο. Σύμφωνα με τα στοιχεία του πιο πρόσφατου Household Energy Price Index (HEPI), που αποτυπώνει την εικόνα των τιμών ρεύματος και φυσικού αερίου για τα νοικοκυριά σε 33 ευρωπαϊκές χώρες, η τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας στην Αθήνα διαμορφώθηκε στα 25,43 σεντς ανά κιλοβατώρα (c€/kWh) συμπεριλαμβανομένων φόρων και ΦΠΑ. Παρότι μειωμένη κατά 8% σε σχέση με τον Αύγουστο – η μεγαλύτερη πτώση στην Ευρώπη για τον Σεπτέμβριο – παραμένει περίπου 4,8% υψηλότερη από τον μέσο όρο της Ε.Ε. (24,26 c€/kWh) και αισθητά υψηλότερη από πολλές πρωτεύουσες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης.

Η Ελλάδα βρίσκεται πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, αν και δεν κατατάσσεται στις ακριβότερες αγορές, με τη λίστα να κυριαρχείται από πρωτεύουσες της Δυτικής και Βόρειας Ευρώπης. Την πρώτη θέση κατέχει το Βερολίνο με 40,97 c€/kWh, ακολουθούμενο από τη Βέρνη με 36,40 c€/kWh, την Πράγα με 36,11 c€/kWh, το Δουβλίνο με 35,72 c€/kWh και το Λονδίνο με 35,66 c€/kWh. Ακριβότερες από την Αθήνα είναι επίσης η Ρίγα (35,10 c€/kWh), η Στοκχόλμη (34,07 c€/kWh), το Ταλίν (33,43 c€/kWh) και το Βίλνιους (32,18 c€/kWh). Στον αντίποδα, οι φθηνότερες πρωτεύουσες είναι το Κίεβο με μόλις 8,95 c€/kWh, η Βουδαπέστη με 9,26 c€/kWh, το Βελιγράδι με 10,48 c€/kWh και η Ποντγκόριτσα με 11,07 c€/kWh, δείχνοντας μια διακύμανση τιμών έως και πενταπλάσια ανάλογα με τη χώρα.

Η διαφορά γίνεται ακόμη πιο ενδιαφέρουσα όταν οι τιμές προσαρμοστούν στα πρότυπα αγοραστικής δύναμης (PPS), δηλαδή σε σχέση με το γενικό επίπεδο τιμών κάθε χώρας. Σε αυτή τη σύγκριση, τα χαμηλότερα προσαρμοσμένα τιμολόγια ηλεκτρικού ρεύματος εντοπίζονται σε Όσλο, Βουδαπέστη, Βαλέτα και Ελσίνκι, ενώ τα υψηλότερα εμφανίζονται σε Βουκουρέστι, Πράγα, Βερολίνο και Βαρσοβία. Αν και η Ελλάδα δεν ανήκει στην ομάδα των χωρών με τις ακριβότερες τιμές βάσει PPS, εξακολουθεί να βρίσκεται πάνω από τον μέσο όρο, αντανακλώντας την πίεση που δέχονται τα ελληνικά νοικοκυριά σε σχέση με την αγοραστική τους δύναμη.

Το καθαρό κόστος ενέργειας αντιστοιχεί κατά μέσο όρο στο 50% του τελικού τιμολογίου ρεύματος

Η ανάλυση της σύνθεσης των τιμολογίων αναδεικνύει τον καθοριστικό ρόλο των μηχανισμών της αγοράς αλλά και των φορολογικών πολιτικών. Στην περίπτωση της ηλεκτρικής ενέργειας, η «ανταγωνιστική» συνιστώσα – δηλαδή το καθαρό κόστος ενέργειας – αντιστοιχεί κατά μέσο όρο στο 50% του τελικού τιμολογίου. Η διανομή καλύπτει 28%, οι ενεργειακοί φόροι 8% και ο ΦΠΑ 14%. Η σύνθεση αυτή υποδηλώνει ότι σχεδόν το ήμισυ του τελικού κόστους ηλεκτρισμού διαμορφώνεται από ρυθμιστικά και φορολογικά στοιχεία, κάτι που περιορίζει τη δυνατότητα των καταναλωτών να επωφεληθούν από τον ανταγωνισμό της αγοράς. Χαρακτηριστικό είναι ότι στη Βουδαπέστη το καθαρό κόστος ενέργειας αντιπροσωπεύει μόλις το 14% του τελικού τιμολογίου, ενώ στη Λευκωσία το αντίστοιχο ποσοστό εκτοξεύεται στο 77%, αποτυπώνοντας έντονες αποκλίσεις στο πώς διαμορφώνονται οι λογαριασμοί στα ευρωπαϊκά δίκτυα.

Η συνολική εικόνα της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας δείχνει ότι από τον Σεπτέμβριο του 2024 οι λογαριασμοί στα κράτη-μέλη της Ε.Ε. έχουν αυξηθεί κατά 5%, με την Ελλάδα να καταγράφει σημαντική μείωση τον Σεπτέμβριο, σε μεγάλο βαθμό λόγω της αποκλιμάκωσης των χονδρεμπορικών τιμών τον Αύγουστο, στις οποίες είναι άμεσα συνδεδεμένα τα περισσότερα κυμαινόμενα συμβόλαια. Παρά τη βραχυπρόθεσμη αυτή διόρθωση, το ενεργειακό κόστος για τα ελληνικά νοικοκυριά παραμένει υψηλό, σε μια αγορά όπου η μέση τιμή για σταθερά συμβόλαια στα κράτη της Ευρωζώνης ήταν 30,60 c€/kWh, ενώ για κυμαινόμενα 28,45 c€/kWh.

Ανάλογη εικόνα παρουσιάζει και η αγορά φυσικού αερίου, αν και η Ελλάδα δεν βρίσκεται μεταξύ των πιο ακριβών χωρών. Τον Σεπτέμβριο του 2025, οι υψηλότερες τιμές κατεγράφησαν στη Στοκχόλμη, όπου οι καταναλωτές πληρώνουν περισσότερο από τρεις φορές πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ενώ στην Άμστερνταμ οι τιμές ήταν οι δεύτερες υψηλότερες. Αντίθετα, η Βουδαπέστη κατέγραψε τις χαμηλότερες τιμές στην Ε.Ε., περίπου 14 φορές φθηνότερες από τη Στοκχόλμη και πάνω από 21 φορές χαμηλότερες από το Κίεβο. Το 2025, ο δείκτης τιμών φυσικού αερίου διαμορφώθηκε στις 153 μονάδες, έχοντας υποχωρήσει σημαντικά από το ιστορικό υψηλό των 345 μονάδων του Νοεμβρίου 2022. Οι μέσες τιμές φυσικού αερίου στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες μειώθηκαν κατά 2% σε σχέση με τον Σεπτέμβριο του 2024, ενώ οι αποθήκες της Ε.Ε. βρίσκονταν τον Σεπτέμβριο στο 82% της χωρητικότητάς τους, ελαφρώς χαμηλότερα από τον πενταετή μέσο όρο (89%) για την εποχή.

Η συνολική εικόνα της ευρωπαϊκής αγοράς ενέργειας το 2025 δείχνει πως, αν και η ενεργειακή κρίση έχει υποχωρήσει σε σχέση με το 2022, οι τιμές εξακολουθούν να βρίσκονται σε επίπεδα σημαντικά υψηλότερα από εκείνα προ κρίσης. Ο δείκτης HEPI για την ηλεκτρική ενέργεια, που είχε εκτιναχθεί στις 298 μονάδες τον Οκτώβριο του 2022, υποχώρησε στις 184 μονάδες τον Σεπτέμβριο του 2025, παραμένοντας ωστόσο πολύ πάνω από τα προ κρίσης επίπεδα των 115-120 μονάδων του 2019. Το μερίδιο της ενέργειας στον τελικό λογαριασμό, που το 2023 βρισκόταν στο 57% και το 2024 στο 53%, διαμορφώνεται πλέον στο 50%, υποδηλώνοντας σταθεροποίηση αλλά και την παραμονή των τιμών σε υψηλά επίπεδα.

Διαβάστε ακόμη