«Οι υποδομές αποτελούν κρίσιμο καταλύτη για τη μακροπρόθεσμη παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη», αναφέρει η McKinsey σε νέα έκθεσή της με τίτλο “The infrastructure moment: Investing in the expanding foundations of modern society”. Η McKinsey εκτιμά ότι θα χρειαστούν συνολικά 106 τρισ. δολάρια επενδύσεων έως το 2040 για την κάλυψη των αναγκών σε νέες και αναβαθμισμένες υποδομές. Οι αναγκαίες επενδύσεις κατανέμονται σε επτά κρίσιμους τομείς: οι μεταφορές και τα logistics απορροφούν το μεγαλύτερο μερίδιο (36 τρισ. δολάρια), ακολουθούμενα από την ενέργεια και την ηλεκτροπαραγωγή (23 τρισ.), τις ψηφιακές υποδομές (19 τρισ.), τις κοινωνικές υποδομές (16 τρισ.), τα ύδατα και τα απόβλητα (6 τρισ.), τη γεωργία (5 τρισ.) και την άμυνα (2 τρισ.).

Ως προς τις ενεργειακές υποδομές συγκεκριμένα, που περιλαμβάνουν μονάδες παραγωγής, συστήματα μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας και δίκτυα διανομής, αναφέρεται πως πρόκειται να αναπτυχθούν σταθερά τα επόμενα χρόνια, υποστηριζόμενες από τη συνεχή αύξηση της ζήτησης για ρεύμα. Η αύξηση αυτή τροφοδοτείται από την παροχή ηλεκτροδότησης σε όλο και περισσότερα νοικοκυριά παγκοσμίως, από την κατασκευή μεγάλων data centers, καθώς και από την ευρύτερη βιομηχανική και οικονομική ανάπτυξη σε αναδυόμενες αγορές, όπως η Ινδία για παράδειγμα. Συνολικά, η ζήτηση ενέργειας εκτιμάται ότι θα αυξάνεται κατά περίπου 4% ετησίως έως το 2027, με τις αναπτυσσόμενες χώρες να αντιπροσωπεύουν το 85% αυτής της ανόδου. Ακόμα και στις ανεπτυγμένες χώρες, όπου η κατανάλωση είχε παραμείνει σταθερή για σχεδόν δύο δεκαετίες, καταγράφεται νέα αύξηση. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, η ζήτηση ηλεκτρισμού – που για δεκαετίες κυμαινόταν γύρω στις 3.800 τεραβατώρες ετησίως – προβλέπεται να αυξάνεται κατά 3,5% ετησίως έως το 2040.

Ως αποτέλεσμα της αύξησης στη ζήτηση για ηλεκτρική ενέργεια παγκοσμίως, η McKinsey συμπεραίνει πως για την κάλυψη των νέων αναγκών θα απαιτηθούν 16,6 τεραβάτ (TW) νέας παραγωγικής ισχύος, καθώς και επενδύσεις άνω των 23 τρισεκατομμυρίων δολαρίων σε δίκτυα μεταφοράς και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας έως το 2040.

Η ταχεία ανάπτυξη των ΑΠΕ σε απομακρυσμένες περιοχές απαιτεί νέες γραμμές υψηλής τάσης μεγάλης απόστασης, επισημαίνει η McKinsey. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η National Grid ESO ανακοίνωσε επενδυτικό σχέδιο 58 δισ. λιρών για νέα γραμμή βορρά–νότου και υποθαλάσσιες συνδέσεις που θα μεταφέρουν πάνω από 20 GW υπεράκτιας αιολικής ενέργειας από τη Σκωτία στην Αγγλία έως το 2035. Παράλληλα, στις ανεπτυγμένες περιοχές η ενίσχυση των τοπικών δικτύων χαμηλής τάσης είναι προτεραιότητα λόγω των αυξανόμενων ακραίων καιρικών φαινομένων. Πρόσφατες διακοπές ηλεκτροδότησης στη Βρετανία, την Ισπανία και την Πορτογαλία ανέδειξαν την κρισιμότητα των συγκεκριμένων έργων. Ωστόσο, οι επενδύσεις σε δίκτυα συχνά καθυστερούν λόγω ρυθμιστικών εμποδίων.

Οι επενδύσεις στα δίκτυα της Ελλάδας

Στην Ελλάδα, ο ΔΕΔΔΗΕ, που είναι ο Διαχειριστής του δικτύου διανομής ηλεκτρικής ενέργειας, έλαβε πρόσφατα το «πράσινο φως» από τη Ρυθμιστική Αρχή Αποβλήτων, Ενέργειας και Υδάτων (ΡΑΑΕΥ) για να προχωρήσει το επενδυτικό του πλάνο αξίας 3 δισ. ευρώ περίπου για την περίοδο έως και το 2028. Το συγκεκριμένο σχέδιο περιλαμβάνει την υλοποίηση 174 έργων. Παράλληλα, σε διαβούλευση τέθηκε τον Αύγουστο από τη ΡΑΑΕΥ το Σχέδιο Δεκαετούς Προγράμματος Ανάπτυξης του ΑΔΜΗΕ, του Διαχειριστή του συστήματος μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα, που καλύπτει την περίοδο έως και το 2034. Το συγκεκριμένο Σχέδιο περιλαμβάνει επενδύσεις που φτάνουν τα 5,994 δισ. ευρώ. Από το συνολικό αυτό ποσό, τα 4,49 δισ. ευρώ προγραμματίζεται να επενδυθούν μέχρι τέλος του 2028.

Οι παράγοντες που διαμορφώνουν τον ενεργειακό τομέα των επόμενων ετών

Η McKinsey σημειώνει πως ο κλάδος ενέργειας, ηλεκτρισμού και πόρων επηρεάζεται έντονα από τις ΑΠΕ, τους μικρούς αρθρωτούς αντιδραστήρες (SMRs) και τις προσπάθειες ενίσχυσης της ανθεκτικότητας των δικτύων διανομής. Άλλος σημαντικός παράγοντας είναι η αυξανόμενη εμπορική βιωσιμότητα νέων τεχνολογιών απανθρακοποίησης και ψηφιοποίησης. Ως προς τους SMRs ειδικότερα, αναφέρει πως παρουσιάζουν πλεονεκτήματα έναντι των παραδοσιακών πυρηνικών σταθμών: μπορούν να εγκατασταθούν σε περιοχές χωρίς ισχυρά δίκτυα, παρέχοντας αξιόπιστη και οικονομικά προσιτή χαμηλών εκπομπών ενέργεια.

Ήδη από το 2020, η Ρωσία έθεσε σε λειτουργία τον πρώτο εμπορικό SMR, ενώ η Κίνα συνέδεσε τον δικό της στο δίκτυο το 2023. Στις ΗΠΑ, το Υπουργείο Ενέργειας επανεκκίνησε πρόγραμμα χρηματοδότησης 900 εκατ. δολαρίων για την ανάπτυξη SMRs. Μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας, όπως η Amazon, έχουν επενδύσει σε αμερικανικές εταιρείες ανάπτυξης SMRs, ενισχύοντας την εμπιστοσύνη σε αυτήν την τεχνολογία.

Διαβάστε ακόμη