Η μηνιαία έκθεση του Household Energy Price Index (HEPI) για τον Αύγουστο 2025 σκιαγραφεί μια αγορά που απομακρύνεται από τα άκρα της ενεργειακής κρίσης αλλά παραμένει ασταθής, με την Ελλάδα να ξεχωρίζει για δύο λόγους: πρώτον, διότι ανήκει στις ελάχιστες ευρωπαϊκές αγορές όπου «κατά μέσο όρο τα σταθερά συμβόλαια είναι φθηνότερα από τα κυμαινόμενα» και, δεύτερον, διότι η Αθήνα κατέγραψε τη μεγαλύτερη μηνιαία μείωση τιμής στο οικιακό φυσικό αέριο (-4%), αντανακλώντας την πτώση του TTF τον Ιούλιο.

Στην ηλεκτρική ενέργεια, η εικόνα του μήνα ήταν μικτών ταχυτήτων. «Το ένα τρίτο» των πρωτευουσών είδε αυξήσεις, κυρίως στη Σκανδιναβία και τις χώρες της Βαλτικής, «το ένα τρίτο» μειώσεις και οι υπόλοιπες σταθερότητα. Ενδεικτικά, το Ελσίνκι και το Όσλο κατέγραψαν άνοδο 7% λόγω ενίσχυσης της ενεργειακής συνιστώσας, με το φινλανδικό σύστημα να επηρεάζεται από ετήσια συντήρηση στη Loviisa, μειωμένη αιολική παραγωγή, ψυχρότερη θερμοκρασία και περιορισμένη μεταφορική ικανότητα προς Σουηδία. Στο Ταλίν η αύξηση έφτασε το 5% ακολουθώντας στενά τις εξελίξεις Φινλανδίας–Σουηδίας, ενώ οι Βρυξέλλες ανέβηκαν 3% (ενεργειακή συνιστώσα) και το Βουκουρέστι 2% λόγω αύξησης ΦΠΑ στο 21%. Αντίθετα, η Λιουμπλιάνα υποχώρησε 4% και το Άμστερνταμ 3% κυρίως λόγω μείωσης της ενέργειας. Συνολικά, ο μέσος ευρωπαϊκός λογαριασμός ρεύματος υποχώρησε οριακά σε σχέση με τον Ιούλιο.

Η θέση της Ελλάδας στα ευρωπαϊκά δεδομένα του Αυγούστου αποκτά ιδιαίτερο βάρος μέσα από την ανάλυση σταθερών–κυμαινόμενων τιμολογίων στα «EUR-15» της HEPI. Πριν από την κρίση οι δύο κατηγορίες είχαν συγκρίσιμο κόστος, συχνά με «φθηνότερα τα σταθερά» λόγω χαμηλότερου ρίσκου προμήθειας για τον προμηθευτή. Στη διάρκεια της κρίσης η εικόνα «αντιστράφηκε», με τα σταθερά να τιμολογούνται υψηλότερα και, σε ορισμένες αγορές, να αποσύρονται. Τον Αύγουστο 2025, ωστόσο, η τάση δείχνει ξανά μεταστροφή: ο αριθμός των προσφερόμενων σταθερών συμβολαίων αυξήθηκε, η «μέση τιμή τους» παραμένει υψηλότερη από των κυμαινόμενων κατά 1,99 c€/kWh στο σύνολο των αγορών EUR-15, αλλά «σε τέσσερις αγορές —Γερμανία, Μεγάλη Βρετανία, Ελλάδα και Ολλανδία— τα σταθερά είναι κατά μέσο όρο φθηνότερα από τα κυμαινόμενα». Η HEPI αποτυπώνει για τις EUR-15 μέση τιμή 30,62 c€/kWh στα σταθερά και 28,63 c€/kWh στα κυμαινόμενα, υπογραμμίζοντας την ιδιαιτερότητα των τεσσάρων αυτών αγορών όπου η σχέση αντιστρέφεται.

Σε όρους επιβάρυνσης των νοικοκυριών, η αποτύπωση σε μονάδες αγοραστικής δύναμης (PPS) αλλάζει την κατάταξη. Η HEPI σημειώνει ότι «οι χαμηλότερες προσαρμοσμένες τιμές ρεύματος» εντοπίζονται σε Όσλο, Βουδαπέστη, Βαλέτα και Ελσίνκι, ενώ οι υψηλότερες σε Βουκουρέστι, Πράγα, Βερολίνο και Ρώμη. Οι περισσότερες πρωτεύουσες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης βρίσκονται «κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο» όταν προσαρμόζονται σε PPS, με εξαιρέσεις τις Βουκουρέστι, Πράγα, Ρίγα, Βίλνιους και Βαρσοβία που κινούνται υψηλότερα. Η Αθήνα δεν εμφανίζεται σε ακραία θέση στο PPS, στοιχείο που υποδηλώνει μεσαία σχετική επιβάρυνση έναντι του ευρωπαϊκού μέσου.

Σημαντικό βάρος της τελικής χρέωσης ηλεκτρισμού δεν καθορίζεται από την «αγορά» αλλά από ρυθμιζόμενες συνιστώσες. Η HEPI υπενθυμίζει ότι «κατά μέσο όρο, η ενέργεια (το ανταγωνιστικό σκέλος) αντιστοιχεί στο 50% του τελικού λογαριασμού ρεύματος στις πρωτεύουσες της ΕΕ», ενώ ακολουθούν «28% τα δίκτυα, 8% οι ενεργειακοί φόροι και 14% ο ΦΠΑ». Στις ιδιαιτερότητες συγκαταλέγονται το Άμστερνταμ, όπου ο τυπικός οικιακός καταναλωτής «λαμβάνει επιστροφή» στον ενεργειακό φόρο, και το Λουξεμβούργο, όπου εφαρμόζεται μηχανισμός «αρνητικών ενεργειακών φόρων» για να αντισταθμιστεί η ενεργειακή συνιστώσα και να σταθεροποιηθούν οι τιμές στα επίπεδα του 2022.

Σε μακροσκοπικό ορίζοντα, οι δείκτες της HEPI αποτυπώνουν την πορεία αποκλιμάκωσης από τις κορυφώσεις της κρίσης. Ο ηλεκτρικός δείκτης για τις EUR-15, που έφτασε τις 298 μονάδες τον Οκτώβριο 2022, βρίσκεται σε 184 μονάδες τον Αύγουστο 2025, ενώ ο αντίστοιχος για το φυσικό αέριο διαμορφώνεται στις 155 μονάδες. Σε ετήσια βάση (Αύγουστος 2024–Αύγουστος 2025) οι λογαριασμοί ηλεκτρισμού στις πρωτεύουσες της ΕΕ αυξήθηκαν κατά 6% και του φυσικού αερίου κατά 4%.

Η θέση της Ελλάδας «σε σχέση με τις άλλες χώρες» στην ηλεκτρική ενέργεια συνοψίζεται ως εξής: σε μια περίοδο όπου οι περισσότερες αγορές εξακολουθούν να προσφέρουν φθηνότερα κυμαινόμενα συμβόλαια, η ελληνική αγορά περιλαμβάνεται στο μικρό γκρουπ τεσσάρων όπου η τιμολόγηση «γέρνει» υπέρ των σταθερών. Αυτό αντανακλά ιδιαίτερες συνθήκες τιμολόγησης και ρίσκου που αποτυπώνονται στον ανταγωνισμό προϊόντων, την αρχιτεκτονική των τιμολογίων και την οικοδομή των ρυθμιζόμενων χρεώσεων. Με βάση την ανάλυση της HEPI για τα EUR-15, η Ελλάδα μοιράζεται με τη Γερμανία, τη Μεγάλη Βρετανία και την Ολλανδία την ιδιαιτερότητα της φθηνότερης σταθερής τιμής στον μέσο όρο, γεγονός που την απομακρύνει από τη «νέα κανονικότητα» των περισσότερων ευρωπαϊκών αγορών.

Στο δεύτερο σκέλος, το φυσικό αέριο. Ο Αύγουστος ήταν μήνας ήπιας πτωτικής τάσης για την Ευρώπη: ο μέσος ευρωπαϊκός λογαριασμός οικιακού αερίου μειώθηκε κατά 1%, με μοναδική αύξηση στο Παρίσι (+2%) λόγω ανόδου της ενεργειακής συνιστώσας και επαναφοράς του ΦΠΑ στο 20%. Στον αντίποδα, η Αθήνα εμφάνισε τη μεγαλύτερη μείωση (-4%), καθώς «τα περισσότερα τιμολόγια φυσικού αερίου στην Ελλάδα είναι ευρετηριασμένα στον TTF του προηγούμενου μήνα», ο οποίος κινήθηκε το διάστημα ενδεικτικά στα 30–34 €/MWh. Μειώσεις 3% παρατηρήθηκαν σε Ρώμη και Βρυξέλλες, 2% σε Δουβλίνο, Λονδίνο, Σόφια και Βιέννη.

Όπως και στο ρεύμα, η αποτύπωση σε PPS αλλάζει την οπτική και για το αέριο: τον Αύγουστο οι φθηνότερες πόλεις σε προσαρμογή PPS ήταν η Βουδαπέστη, το Λονδίνο και το Ζάγκρεμπ. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η φορολογική πολιτική ορισμένων χωρών· στην Ολλανδία, για παράδειγμα, «ο ενεργειακός φόρος για έναν τυπικό οικιακό καταναλωτή φυσικού αερίου» αντιστοιχεί περίπου στο 34% του τελικού τιμολογίου στο Άμστερνταμ, καθώς στόχος είναι να ενθαρρυνθεί η χρήση ηλεκτρικής θέρμανσης και συσκευών αντί του αερίου.

Η ανάλυση της HEPI υπενθυμίζει, τέλος, ότι τόσο στο ρεύμα όσο και στο αέριο «οι δυνάμεις της αγοράς» εξηγούν περίπου το 50% του τελικού λογαριασμού στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, ενώ το υπόλοιπο 50% προκύπτει από «εθνικά φορολογικά και ρυθμιστικά στοιχεία» — δίκτυο, ενεργειακοί φόροι και ΦΠΑ. Μετά την κρίση, το ποσοστό της ενεργειακής συνιστώσας έχει αποκλιμακωθεί: στον ηλεκτρισμό από 56% τον Αύγουστο 2023 σε 50% τον Αύγουστο 2025, και στο φυσικό αέριο από 57% σε 50% την ίδια περίοδο. Η παρατήρηση της HEPI είναι σαφής: «εκεί όπου η ενεργειακή συνιστώσα είναι χαμηλότερη, τόσο μειώνεται το κίνητρο για τους πελάτες να αναζητήσουν πιο ανταγωνιστικές προσφορές».

Με αυτά τα δεδομένα, η Ελλάδα τοποθετείται στο επίκεντρο μιας μεταβαλλόμενης ευρωπαϊκής αγοράς: στον ηλεκτρισμό εμφανίζει μια διαφοροποίηση τιμών υπέρ των σταθερών συμβολαίων σε αντίθεση με την πλειονότητα των χωρών, ενώ στο φυσικό αέριο συνεχίζει να «ακολουθεί» τον ευρωπαϊκό δείκτη TTF μέσω της ευρετηρίασης των τιμολογίων, με άμεση επίδραση στους μηνιαίους λογαριασμούς των νοικοκυριών. Η δυναμική αυτή —μαζί με τον κρίσιμο ρόλο των ρυθμιζόμενων χρεώσεων— εξηγεί γιατί η ελληνική αγορά κινείται συχνά «διαφορετικά» σε σχέση με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο, χωρίς όμως να εκφεύγει των γενικών τάσεων που καταγράφει σε μηνιαία βάση ο HEPI.

Διαβάστε ακόμη