Ένα ψηφιδωτό προόδου και αδυναμιών αποτυπώνει η φετινή Έκθεση Παρακολούθησης των Λιανικών Αγορών Ηλεκτρικής Ενέργειας 2024 του ACER, φέρνοντας στο προσκήνιο μια Ελλάδα που κινείται αλλά δεν τρέχει. Η ανάλυση των στοιχείων για τη χώρα μας δείχνει ότι η αυτοπαραγωγή ρεύματος και οι ενεργειακές κοινότητες γνωρίζουν σημαντική ανάπτυξη, την ώρα που η διείσδυση έξυπνων μετρητών προχωρά σταθερά και οι ανανεώσιμες ενισχύουν το ενεργειακό μείγμα. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, η αγορά παραμένει συγκεντρωμένη, οι καταναλωτές διστάζουν να αλλάξουν προμηθευτή, η ευελιξία απέναντι στις διακυμάνσεις των τιμών είναι περιορισμένη και οι τεχνολογίες εξηλεκτρισμού –όπως οι αντλίες θερμότητας και τα ηλεκτρικά οχήματα– παραμένουν στάσιμες.

Στο μέτωπο του ανταγωνισμού, τα στοιχεία του ACER για το έτος 2024 σκιαγραφούν μια αγορά που παραμένει στα μισά του δρόμου. Η Ελλάδα κατέγραψε συνολικά 7,8 εκατομμύρια μετρητές, με τους οικιακούς καταναλωτές να έχουν μέση ετήσια κατανάλωση 3,2 MWh – τιμές που καθορίζουν τη ραχοκοκαλιά της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας. Η μέση τελική χρέωση διαμορφώθηκε στα 22,4 λεπτά του ευρώ ανά κιλοβατώρα, κατατάσσοντας τη χώρα κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο αλλά αισθητά ακριβότερα από τις χώρες του Βορρά, όπου οι καταναλωτές επωφελούνται συχνότερα από αρνητικές ή πολύ χαμηλές τιμές χονδρικής.

Το δίκτυο προμήθειας παρέμεινε περιορισμένο, με μόλις εννέα πανελλαδικούς παρόχους να δραστηριοποιούνται στην οικιακή αγορά. Παρά τη σταδιακή ενίσχυση της εμπορικής παρουσίας εναλλακτικών παρόχων, ο δείκτης συγκέντρωσης HHI για το 2024 ανήλθε σε 3.100 μονάδες για τα νοικοκυριά και 2.700 για τους επαγγελματίες καταναλωτές – επίπεδα που κατατάσσονται στην κατηγορία «συγκεντρωμένης» αγοράς σύμφωνα με τη μεθοδολογία της ACER. Σε σύγκριση με ώριμες αγορές όπως της Γερμανίας και της Σουηδίας, όπου ο HHI υποχωρεί κάτω από τις 2.000 μονάδες, η εικόνα της ελληνικής λιανικής παραμένει πιο συγκεντρωτική -όχι όμως ακραία μονοπωλιακή-, με περιορισμένη ακόμη κινητικότητα.

Ειδικότερα, η κινητικότητα πελατών απέχει ακόμη από τα πρότυπα που βλέπουμε σε άλλα κράτη: μόλις 3,7 % των οικιακών μετρητών και 19 % της εταιρικής κατανάλωσης άλλαξαν προμηθευτή μέσα στο έτος. Στην Ιρλανδία, για παράδειγμα, τα νοικοκυριά αλλάζουν εταιρεία σε ποσοστά άνω του 20%, αξιοποιώντας τον ανταγωνισμό για να πετύχουν χαμηλότερη τιμή.

Να σημειωθεί πως μόλις πριν από λίγες ημέρες επισημοποιήθηκε η στρατηγική σύμπραξη των ομίλων ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ και Motor Oil στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας, μέσω της ίδρυσης της UtilityCo – ενός νέου κοινού εταιρικού σχήματος που συνενώνει τις δραστηριότητες της ΗΡΩΝ και της nrg. Με χαρτοφυλάκιο παραγωγής 1,5 GW και περισσότερους από 550.000 πελάτες, η UtilityCo καθίσταται ο τρίτος ισχυρός πόλος της ελληνικής αγοράς, πίσω από τη ΔΕΗ και τη Metlen. Η κίνηση αυτή αναμένεται να ενισχύσει περαιτέρω τη συγκέντρωση του κλάδου και να επιταχύνει την αναδιάταξη της προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, ενισχύοντας τις πιέσεις προς τις μικρότερες, μη καθετοποιημένες εταιρείες.

Στο πεδίο της χονδρεμπορικής αγοράς σημειώνεται πως παρά τις κλιμακούμενες αναταράξεις, η ευελιξία των καταναλωτών απέναντι στα σήματα τιμής παραμένει περιορισμένη. Το 2024 καταγράφηκαν 423 ώρες με χονδρικές τιμές κάτω από 5 €/MWh –τις οποίες η οικιακή αγορά αξιοποίησε μερικώς, καθώς μόλις 11 % των μετρητών συνδέεται με πραγματικά δυναμικά συμβόλαια ωριαίας χρέωσης. Αντίστοιχα, οι 129 ώρες όπου η τιμή σκαρφάλωσε πάνω από 150 €/MWh μετακυλίστηκαν πάνω από όλα στα συμβόλαια ρυθμισμένης τιμής, που εξακολουθούν να καλύπτουν το 39 % των νοικοκυριών. Η ημερήσια διακύμανση άγγιξε τα 36 €/MWh κατά μέσο όρο, με 97 ημέρες όπου το ενδοημερήσιο εύρος ξεπέρασε τα 50 €, φαινόμενο που τονίζει την ανάγκη για πιο επιθετική διείσδυση ευέλικτων φορτίων και αποθήκευσης.

Στην ανάλυση λογαριασμού η έκθεση του ACER υπολογίζει ότι το μέσο ελληνικό νοικοκυριό δαπάνησε 648 € για ρεύμα το 2024. Από αυτά, περίπου το ένα τρίτο (32 %) αντιστοιχεί στο καθαρό ενεργειακό κόστος, 28 % στα δίκτυα, 15 % σε ΦΠΑ και λοιπούς φόρους, ενώ ένα βαρύ 25 % προέρχεται από λοιπές ρυθμιζόμενες χρεώσεις. Η δομή απέχει αισθητά από την εικόνα της Γαλλίας, όπου το ενεργειακό σκέλος δεν ξεπερνά το 25 % χάρη όμως στα πυρηνικά, ή της Πορτογαλίας, όπου οι ρυθμιζόμενες χρεώσεις αφομοιώνουν σχεδόν το μισό του λογαριασμού.

Στον άξονα της απολιγνιτοποίησης και ψηφιακής ωρίμανσης, η πρόοδος είναι διττή. Από τη μία, ο δείκτης ηλεκτρονικών μετρητών αγγίζει το 65 % των συνδέσεων· οι βόρειες πρωταθλήτριες –Ολλανδία, Σουηδία, Φινλανδία– έχουν ήδη καθολική κάλυψη, όμως η Ελλάδα προσπέρασε χώρες όπως η Γαλλία και η Ιταλία που παραμένουν κάτω από το 60 %. Από την άλλη, η διείσδυση αντλιών θερμότητας στέκει ακόμη στο 5 % των κατοικιών, πολύ χαμηλότερα από το 35 % της Αυστρίας ή το εντυπωσιακό 60 % της Νορβηγίας. Η ηλεκτροκίνηση διαμορφώνεται σε 4,2 ηλεκτρικά οχήματα ανά 100 οικιακούς καταναλωτές, τη στιγμή που στην Ολλανδία ο λόγος ξεπερνά τα 15 EV/100 νοικοκυριά.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η έκρηξη των «προσήμερων» παραγωγών: το 13 % των πελατών (ιδιώτες και επιχειρήσεις) παράγουν ήδη δικό τους ρεύμα, κυρίως μέσω φωτοβολταϊκών στεγών, ποσοστό που φέρνει την Ελλάδα στην πέμπτη θέση της ΕΕ πίσω από τη Γερμανία, την Ολλανδία, τη Δανία και την Ισπανία. Παρά την πρόοδο, το 2024 καταγράφηκαν δαπάνες 74 εκατ. € για αποζημιώσεις αποκοπής ΑΠΕ, αποτέλεσμα κεκτημένων περιορισμών δικτύου που οδηγούν σε αναγκαστικές μειώσεις παραγωγής. αυτοπαραγωγή. Όπως υπογραμμίζει ο ACER, οι προκλήσεις «αρνητικών τιμών από ΑΠΕ τις μεσημβρινές ώρες» και «αιχμών κόστους τις βραδινές» θα γίνουν εντονότερες, καθιστώντας κρίσιμο τον εκσυγχρονισμό τιμολογίων και τον διπλασιασμό των επενδύσεων σε αποθήκευση και έξυπνες λύσεις ζήτησης.

Στον αντίποδα, ο δείκτης ενεργειακών κοινοτήτων εκτοξεύθηκε στις 183 οργανωμένες μονάδες, καταγράφοντας έναν από τους ταχύτερους ρυθμούς ανάπτυξης στην Ευρώπη. Η ηλεκτροπαραγωγή από ΑΠΕ ανήλθε σε 41 % του συνολικού ελληνικού μίγματος, απέχοντας ακόμη από το 55 % της Πορτογαλίας, όμως ξεπερνώντας το 35 % της Ιταλίας. Το στοίχημα εδώ αφορά κυρίως την ελαχιστοποίηση των περικοπών και την ενσωμάτωση αποθήκευσης με μπαταρίες, ώστε οι τιμές της χονδρικής να μεταφέρονται ομαλότερα στη λιανική.

Παράλληλα, το κανονιστικό περιβάλλον φαίνεται να διατηρεί ένα μείγμα προστασίας και σταδιακού ανοίγματος. Η ανάλυση του ACER επισημαίνει ότι τα ρυθμιζόμενα τιμολόγια παραμένουν υψηλά ως ποσοστό, ιδίως στα μικρά νοικοκυριά· ωστόσο εξαιτίας των έντονων διακυμάνσεων του 2022‑23, αρκετά κράτη επέκτειναν εκ νέου ρυθμιζόμενες δομές. Στην Ισπανία, λ.χ., το 30 % των οικιακών πελατών βρίσκεται σε συμβόλαια PVPC, ενώ στη Γαλλία ο μηχανισμός «tarif réglementé» εξακολουθεί να καλύπτει πάνω από το μισό της αγοράς. Η Ελλάδα, με 39 %, καλείται να ισορροπήσει ανάμεσα στην προστασία των ευάλωτων και στην ανάγκη για σήματα κόστους που θα πυροδοτήσουν την εξοικονόμηση και την

Σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη, η Ελλάδα βρίσκεται κοντά στη μέση: μπροστά σε αυτοπαραγωγή, πίσω σε θερμότητα και κινητικότητα, με μέτριο ανταγωνισμό και τιμές που ακολουθούν τις διεθνείς τάσεις αλλά δεν μεταφράζονται ακόμη σε ριζικά φθηνότερους λογαριασμούς. Το μήνυμα του φετινού δελτίου είναι καθαρό: το ρολόι της μετάβασης τρέχει και όσοι κινούνται αργά ρισκάρουν όχι μόνο υψηλότερο κόστος αλλά και χαμένες επενδυτικές ευκαιρίες. Οι πρωταθλητές του ευρωπαϊκού δικτύου –από τη Γερμανία μέχρι τη Δανία– δείχνουν ότι η ταχύτητα στην ενσωμάτωση της ζήτησης και των εξαγόμενων τιμών αποτελεί το νέο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Για την Αθήνα, ο δρόμος προς μια αρκετά πιο ευέλικτη, πράσινη και οικονομικά ελκυστική αγορά ρεύματος παραμένει ανοιχτός.

Διαβάστε ακόμη