«Πρόκειται για ένα έργο ιστορικής σημασίας – όχι μόνο για το ηλεκτρικό σύστημα, αλλά για την Ελλάδα και την οικονομία της συνολικά». Με αυτά τα λόγια περιέγραψε ο Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος του ΑΔΜΗΕ, Μάνος Μανουσάκης, τη μεγάλη διασύνδεση Κρήτης – Αττικής, η οποία μπήκε σε δοκιμαστική λειτουργία στις 24 Μαΐου 2025. Όπως υπογράμμισε, «η συγκεκριμένη ημέρα ήταν ιστορική, καθώς τα πρώτα 50 MW ηλεκτρικής ενέργειας διήλθαν από την Αττική προς την Κρήτη».

Ο επικεφαλής του ΑΔΜΗΕ εξήγησε ότι πρόκειται για ένα έργο που «συζητιόταν από τη δεκαετία του 1980 στην κοινότητα των ηλεκτρολόγων μηχανικών» και το οποίο ολοκληρώθηκε τελικά μέσα σε 4,5 χρόνια – και μάλιστα εντός των χρονοδιαγραμμάτων, παρά τις συνθήκες της πανδημίας. «Είμαστε υπερήφανοι, ως ΑΔΜΗΕ και ως θυγατρική μας η “Αριάδνη”, που ολοκληρώσαμε το έργο τόσο γρήγορα και με επιτυχία», σημείωσε χαρακτηριστικά.

Η διασύνδεση της Κρήτης με το ηπειρωτικό σύστημα έχει ήδη αρχίσει να λειτουργεί σε δοκιμαστικό καθεστώς και –σύμφωνα με τον κ. Μανουσάκη– «έως σήμερα συμπεριφέρεται απολύτως θετικά». Αν όλα εξελιχθούν ομαλά, «μέχρι το τέλος του καλοκαιριού η Κρήτη θα ηλεκτροδοτείται μόνιμα από τα δύο καλώδια»: το πρώτο, δηλαδή τη διασύνδεση εναλλασσόμενου ρεύματος με την Πελοπόννησο, και το δεύτερο, «την υπερυψηλής τάσης διασύνδεση συνεχούς ρεύματος με την Αττική».

«Οι δύο αυτές διασυνδέσεις, σε συνδυασμό με τις ΑΠΕ και τις μονάδες αποθήκευσης που σχεδιάζονται, θα καλύψουν το σύνολο των ενεργειακών αναγκών της Κρήτης», ανέφερε. Παράλληλα, έχουν ήδη δρομολογηθεί εφεδρικές μονάδες για την ενίσχυση της ασφάλειας εφοδιασμού έως το 2026, ενώ –όπως είπε– «με βάση τις μελέτες που εκπονούνται, θα εξεταστεί αν απαιτείται και μια τρίτη διασύνδεση για λόγους πλήρους ασφάλειας».

Σύμφωνα με τον κ. Μανουσάκη, τα οικονομικά και περιβαλλοντικά οφέλη του έργου είναι τεράστια: «Οι τοπικές πετρελαϊκές μονάδες ήταν πολύ ακριβές και το κόστος τους μοιραζόταν σε όλους τους καταναλωτές μέσω των ΥΚΩ. Με τις νέες διασυνδέσεις, αυτό το ποσό μειώνεται σημαντικά – υπολογίζουμε πως θα εξοικονομήσουμε περίπου μισό δισεκατομμύριο ευρώ τον χρόνο για όλους τους καταναλωτές της χώρας». Πρόσθεσε δε ότι το περιβαλλοντικό αποτύπωμα έχει ήδη αρχίσει να φαίνεται, ειδικά στο Ηράκλειο, καθώς «λειτουργούν λιγότερο οι ρυπογόνες μονάδες, και αυτό βελτιώνει την ποιότητα ζωής και το τουριστικό προϊόν».

Ο ίδιος αναφέρθηκε και στην προϊστορία του έργου, εξηγώντας πως «αρχικά το τμήμα Αττικής–Κρήτης εντασσόταν στον EuroAsia Interconnector, αλλά το 2019 καταφέραμε να πείσουμε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να το αποδεσμεύσει και να το εντάξει στο ελληνικό σύστημα μεταφοράς. Έτσι μπορέσαμε να το υλοποιήσουμε ως εθνικό έργο». Η θυγατρική Ariadne ανέλαβε τους διαγωνισμούς και, όπως τόνισε, «η συνέχεια είναι γνωστή: φτάσαμε στην επιτυχή ολοκλήρωση».

Μιλώντας για την επόμενη μεγάλη ενεργειακή πρόκληση της χώρας – τη διασύνδεση Κρήτης–Κύπρου–Ισραήλ (GSI) – ο Μάνος Μανουσάκης ανέδειξε τόσο τη στρατηγική σημασία όσο και τα κρίσιμα χρηματοδοτικά εμπόδια που απειλούν την πρόοδό της. Όπως εξήγησε, «από το φθινόπωρο του 2023, ο ΑΔΜΗΕ ανέλαβε πλήρως την ιδιοκτησία και την προώθηση του έργου, καθώς ο προηγούμενος φορέας υλοποίησης δεν μπορούσε να διασφαλίσει τη χρηματοδότηση και ουσιαστικά οδηγήθηκε σε αδιέξοδο».

Η ελληνική πλευρά, μέσω του Διαχειριστή, κλήθηκε να αναλάβει ενεργό ρόλο για να μη χαθεί το έργο, το οποίο έχει ήδη ωριμάσει σε μεγάλο βαθμό: «Έχουμε προχωρήσει την κατασκευή πάνω από 160 χιλιομέτρων καλωδίου και έχουμε ολοκληρώσει περίπου το 60% των ερευνών του υποθαλάσσιου βυθού μεταξύ Κρήτης και Κύπρου», σημείωσε. Παρ’ όλα αυτά, η συνέχιση του έργου τελεί υπό την προϋπόθεση της ρυθμιστικής εξασφάλισης των προβλεπόμενων εσόδων.

«Δεν μπορούμε πλέον να συνεχίσουμε να επενδύουμε ίδια κεφάλαια», τόνισε ο κ. Μανουσάκης, εξηγώντας πως ο ΑΔΜΗΕ έχει ήδη διαθέσει 250 εκατομμύρια ευρώ για την υλοποίηση του έργου και περίπου 50 εκατομμύρια ευρώ για την εξαγορά του προηγούμενου φορέα υλοποίησης. «Έχουμε φτάσει πλέον σε σημείο που απαιτείται δανεισμός – είτε από εμπορικές τράπεζες είτε από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων. Για να είναι όμως αυτό εφικτό, πρέπει πρώτα να έχουμε διασφαλισμένο ρυθμιζόμενο έσοδο τόσο από τη ΡΑΑΕΥ στην Ελλάδα όσο και από τη ΡΑΕΚ στην Κύπρο».

Η απουσία αυτής της εγγύησης, σύμφωνα με τον ίδιο, καθιστά αδύνατη όχι μόνο τη συνέχιση της χρηματοδότησης από τον ΑΔΜΗΕ, αλλά και την προσέλκυση στρατηγικών επενδυτών. «Υπάρχει ισχυρό επενδυτικό ενδιαφέρον – κυρίως από διεθνείς θεσμικούς παίκτες. Όμως όταν αντιλαμβάνονται πως δεν υπάρχει ρυθμιστική εξασφάλιση εσόδου, αποχωρούν. Κανείς δεν επενδύει σε ένα έργο που δεν είναι οικονομικά βιώσιμο».

Ο κ. Μανουσάκης απηύθυνε σαφές μήνυμα προς τις ρυθμιστικές αρχές Ελλάδας και Κύπρου: «Έχουν περάσει σχεδόν δύο χρόνια από τότε που αναλάβαμε το έργο. Έχουν γίνει αλλεπάλληλες διαπραγματεύσεις, με την εμπλοκή και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αλλά ακόμη δεν έχει υπάρξει αποτέλεσμα. Αν δεν υπάρξει ρυθμιστική απόφαση που να διασφαλίζει το έσοδο του έργου, θα αναγκαστούμε να διακόψουμε τη χρηματοδότηση. Είναι μια πραγματικότητα που πρέπει να αντιμετωπιστεί άμεσα, εάν θέλουμε αυτό το κρίσιμο έργο να προχωρήσει».

Παράλληλα, υπενθύμισε ότι εκκρεμούν ακόμα οι αδειοδοτήσεις για τη συνέχιση των ερευνών βυθού στα διεθνή ύδατα μεταξύ Καρπάθου και Κύπρου. «Έχουμε τη διαβεβαίωση της ελληνικής κυβέρνησης και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ότι υποστηρίζουν το έργο και ότι στον κατάλληλο χρόνο θα δοθούν οι σχετικές άδειες. Ωστόσο, χρειαζόμαστε πλέον και θεσμική υποστήριξη στο χρηματοδοτικό σκέλος. Αλλιώς το έργο θα παραμείνει ημιτελές», προειδοποίησε.

Ερωτηθείς για το τι πληρώνουν οι καταναλωτές για τον ΑΔΜΗΕ στους λογαριασμούς, απάντησε: «Σε έναν λογαριασμό 200 ευρώ, ο ΑΔΜΗΕ αντιστοιχεί σε μόλις 6 με 7 ευρώ. Το ποσοστό κέρδους μας είναι ρυθμιζόμενο, περίπου 7%, και μας επιτρέπει να συντηρούμε το σύστημα και να υλοποιούμε έργα ύψους 6 δισ. ευρώ μέχρι το 2034».

Στο ζήτημα της ασφάλειας εφοδιασμού και της ανθεκτικότητας του συστήματος, ειδικά υπό την πίεση της αυξημένης διείσδυσης ΑΠΕ, ήταν ξεκάθαρος: «Το σύστημα έχει γίνει πιο σύνθετο και στοχαστικό. Αναγκαστήκαμε ακόμα και σε περικοπές καθαρής ενέργειας την άνοιξη. Έχουμε όμως λάβει μέτρα, εισάγουμε ψηφιακά εργαλεία και πλέον μελετούμε και τη χρήση τεχνητής νοημοσύνης. Πιστεύω ότι είμαστε αρκετά ασφαλείς».

Ολοκληρώνοντας τη συνέντευξη, ο κ. Μανουσάκης έθεσε τον στρατηγικό ορίζοντα: «Η Ελλάδα είναι ευνοημένη σε αυτή τη μετάβαση. Έχει άφθονο ηλιακό και αιολικό δυναμικό. Είναι στο χέρι μας, πολιτικά και κοινωνικά, να προχωρήσουμε σε ένα όσο το δυνατόν πιο πράσινο και διασυνδεδεμένο σύστημα. Μόνο ένα τέτοιο σύστημα είναι πραγματικά ευσταθές». Και σε ερώτηση για το υδρογόνο, απάντησε με ειλικρίνεια: «Το πράσινο υδρογόνο έχει μέλλον, αλλά απαιτεί ακόμη έρευνα για να είναι οικονομικά βιώσιμο. Παράλληλα, δεν αποκλείω καθόλου την ενίσχυση του ρόλου της πυρηνικής ενέργειας τα επόμενα χρόνια».

Διαβάστε ακόμη