Την ώρα που σχεδόν οι μισές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες διατηρούν σταθερές ή μειωμένες τιμές στο ηλεκτρικό ρεύμα, η Αθήνα ξεχωρίζει για λάθος λόγους: καταγράφει τη δεύτερη μεγαλύτερη αύξηση λιανικής τιμής μεταξύ 33 πόλεων στην Ευρώπη, σύμφωνα με την τελευταία έκθεση HEPI (May 2025). Η αύξηση κατά 6% στην τιμή του ρεύματος για τα ελληνικά νοικοκυριά έρχεται σε μια περίοδο όπου η μέση τιμή στην ΕΕ μειώθηκε κατά 1%, υπογραμμίζοντας το ελληνικό παράδοξο: οι τιμές χονδρικής υποχωρούν, αλλά οι τελικοί λογαριασμοί φουσκώνουν.

Πρόκειται για μια ένδειξη βαθύτερης δυσλειτουργίας, όχι απλώς μιας συγκυριακής απόκλισης. Η αύξηση αποδίδεται εν μέρει στη χρονοκαθυστέρηση με την οποία ενσωματώνουν οι πάροχοι τις χονδρεμπορικές τιμές στα τιμολόγιά τους – με αποτέλεσμα οι τρέχουσες μειώσεις να μην περνούν άμεσα στους καταναλωτές, αναφέρει η έκθεση. Όμως, το πρόβλημα δεν είναι μόνο λογιστικό. Η δομή της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα δείχνει να μην μπορεί να συμβαδίσει με τις ταχύτητες της ενεργειακής μετάβασης – και οι επιπτώσεις πλέον αντανακλώνται στο τελικό κόστος για τους πολίτες.

Διότι, την ίδια στιγμή, η Ελλάδα διανύει μια εντυπωσιακή μεταμόρφωση: από χώρα εξαρτημένη από εισαγωγές, έχει εξελιχθεί σε καθαρά εξαγωγική δύναμη. Το 2023, για πρώτη φορά μετά από δύο δεκαετίες, το ισοζύγιο εξαγωγών-εισαγωγών ηλεκτρικής ενέργειας έκλεισε θετικά. Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας –ήλιος και άνεμος– καλύπτουν σχεδόν το 50% της ηλεκτροπαραγωγής, ρίχνοντας τις τιμές χονδρικής κάτω και από εκείνες της Βουλγαρίας. Αλλά αυτή η επιτυχία συνοδεύεται από ένα τεχνικά πολύπλοκο πρόβλημα: η παραγωγή ΑΠΕ είναι στοχαστική, και αυτό δημιουργεί διαρκή αστάθεια στην αγορά.

Ο υφυπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Νίκος Τσάφος, αναγνώρισε αυτήν ακριβώς τη δυσαρμονία μιλώντας στο 10ο Συμπόσιο Ενεργειακής Μετάβασης: «Το παλιό σύστημα παραγωγής με μονάδες βάσης έχει τελειώσει. Το νέο σύστημα πρέπει να μπορεί να απορροφά στοχαστική ενέργεια χωρίς να τινάζεται στον αέρα». Με άλλα λόγια, χρειαζόμαστε ένα ηλεκτρικό σύστημα που θα αντέχει τα κύματα των ΑΠΕ, χωρίς να φορτώνει τελικά το κόστος στον καταναλωτή. Η απάντηση σε αυτό το πρόβλημα –που ήδη καθορίζει τις τιμές στη λιανική αγορά–, σύμφωνα με τον Τσάφο, δεν είναι μία, αλλά τριπλή: αποθήκευση, ευφυής κατανάλωση και εξαγωγική ικανότητα. Όμως προς το παρόν, και οι τρεις αυτοί άξονες είναι ελλιπώς αναπτυγμένοι στην Ελλάδα.

Όλες αυτές οι δομικές ελλείψεις – αποθήκευση, κατανάλωση, εξαγωγές – μεταφράζονται τελικά σε απορρυθμισμένες τιμές. Το γεγονός ότι η Αθήνα καταγράφει άνοδο 6% στην τιμή λιανικής του ρεύματος τον Μάιο, σε μία περίοδο όπου 17 ευρωπαϊκές πρωτεύουσες είτε μειώνουν είτε διατηρούν σταθερές τις τιμές, δεν είναι απλώς ένα στατιστικό παράδοξο. Είναι ενδεικτικό του τρόπου με τον οποίο η εγχώρια αγορά αδυνατεί να μετακυλίσει εγκαίρως τα οφέλη της χονδρικής στον τελικό καταναλωτή.

Η Ελλάδα κατέγραψε τη δεύτερη μεγαλύτερη αύξηση στην Ευρώπη, μετά το Όσλο, το οποίο εμφάνισε άνοδο 7%, λόγω πτώσης της υδροηλεκτρικής παραγωγής. Στην περίπτωση της Αθήνας, η αύξηση προέρχεται κυρίως από τη χρονική υστέρηση με την οποία λειτουργούν τα τιμολόγια των παρόχων, καθώς συνδέονται με τιμές προηγούμενων μηνών. Πρόκειται για «καθρεφτική χρέωση», η οποία δεν αντανακλά την τρέχουσα κατάσταση της αγοράς αλλά παλαιότερες συνθήκες, ιδιαίτερα εκείνες του χειμώνα, όταν οι τιμές στο χρηματιστήριο ήταν ακόμη υψηλές.

Σε σύγκριση με τις χώρες της Βόρειας και Κεντρικής Ευρώπης, όπου η μεθοδολογία τιμολόγησης είναι πιο δυναμική, η Ελλάδα εμφανίζει χαμηλότερη ελαστικότητα και σημαντικά υψηλότερο χρόνο απόκρισης ανάμεσα στη χονδρική και τη λιανική αγορά. Ενδεικτικά, η Χελσίνκι κατέγραψε μείωση 6%, οι Βρυξέλλες 5% και η Ρώμη 3%, ενώ συνολικά 12 πόλεις εμφάνισαν πτώση τιμών. Η μέση τιμή στην ΕΕ μειώθηκε κατά 1%, σε 23,51 c€/kWh, ενώ η Αθήνα «ανέβηκε» στα 24,45 c€/kWh – διαφορά σχεδόν 1 λεπτού ανά κιλοβατώρα που επιβαρύνει δυσανάλογα τα ελληνικά νοικοκυριά.

Η Βουδαπέστη, στην άλλη άκρη του φάσματος, παραμένει με τιμή μόλις 9,17 c€/kWh, δηλαδή σχεδόν τρεις φορές χαμηλότερη από της Αθήνας. Η διαφορά με το Βερολίνο, που κρατά την πρώτη θέση με 39,82 c€/kWh, είναι ακόμη πιο ακραία – αλλά εκεί η τιμή αντανακλά πολιτικές στήριξης των υποδομών και αυξημένες χρεώσεις για τη μετάβαση.

Αξιοσημείωτη είναι και η τάση διαφοροποίησης ανάμεσα σε σταθερά και κυμαινόμενα τιμολόγια. Στην Ελλάδα, τα σταθερά συμβόλαια αποδεικνύονται κατά μέσο όρο φθηνότερα κατά 2,30 c€/kWh, γεγονός που δείχνει ότι οι πάροχοι ακολουθούν επιθετικότερη εμπορική πολιτική για τα προϊόντα μακράς διάρκειας – ή εκτιμούν μεγαλύτερη αστάθεια στις κυμαινόμενες χρεώσεις. Το ίδιο παρατηρείται μόνο σε τέσσερις ακόμη χώρες: Γερμανία, Γαλλία, Ολλανδία και Ηνωμένο Βασίλειο.

Τα παραπάνω επιβεβαιώνουν σύμφωνα με ανθρώπους της αγοράς τη διπλή στρέβλωση που αντιμετωπίζει η ελληνική αγορά: αφενός, καθυστέρηση στην απορρόφηση των χονδρεμπορικών μειώσεων, και αφετέρου, υπερβολική έκθεση των καταναλωτών σε δομικά κόστη – είτε πρόκειται για ΥΚΩ, είτε για λοιπές ρυθμιζόμενες χρεώσεις. Το αποτέλεσμα είναι μια από τις πιο άκαμπτες αγορές λιανικής στην Ευρώπη, παρά το θετικό ισοζύγιο παραγωγής και εξαγωγών.

Η εικόνα στο φυσικό αέριο

Στο φυσικό αέριο, η εικόνα της Αθήνας είναι σαφώς πιο ευνοϊκή. Με τιμή στα 9,46 c€/kWh, η ελληνική πρωτεύουσα καταγράφει ένα από τα χαμηλότερα τιμολόγια στην Ευρώπη – κάτω τόσο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο των 10,42 c€/kWh, όσο και από τον μέσο όρο της ΕΕ-27 (10,90 c€/kWh). Ωστόσο, αυτή η «ανακούφιση» έχει προσωρινό χαρακτήρα. Η τιμή μειώθηκε κατά 7% σε μόλις έναν μήνα, κυρίως λόγω της υποχώρησης του ολλανδικού δείκτη TTF, στον οποίο συνδέονται τα τιμολόγια λιανικής.

Αυτό σημαίνει ότι οι οικιακοί καταναλωτές στην Ελλάδα συνεχίζουν να εκτίθενται στις διακυμάνσεις των διεθνών αγορών, χωρίς προστασία από σταθεροποιητικούς μηχανισμούς. Σε αντίθεση με το ρεύμα, όπου παρατηρούνται χρονικές υστερήσεις, στην περίπτωση του φυσικού αερίου οι τιμές αντανακλούν σχεδόν άμεσα την ευρωπαϊκή τάση — θετική ή αρνητική. Αυτό ενισχύει την αίσθηση έλλειψης ενεργειακής αυτονομίας, ιδίως σε περιόδους έντονων διακυμάνσεων.

Η σύνδεση με την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας είναι κρίσιμη. Καθώς το φυσικό αέριο παραμένει βασικό καύσιμο στην παραγωγή ρεύματος —ιδίως σε ώρες αιχμής ή σε περιόδους μειωμένης παραγωγής από ΑΠΕ—, οι μεταβολές στην τιμή του αερίου επηρεάζουν άμεσα και τη χονδρική τιμή ηλεκτρικής ενέργειας. Αυτός είναι και ο λόγος που η πτώση του TTF τον Απρίλιο μετέφερε προσωρινά ανακούφιση στη χονδρική αγορά ρεύματος – αλλά όχι στη λιανική.

Ωστόσο, το ευνοϊκό αυτό παράθυρο φαίνεται να κλείνει. Τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης (futures) για τον Ιούνιο του 2025 δείχνουν επανεμφάνιση πιέσεων στις χονδρεμπορικές τιμές ρεύματος. Για την Ελλάδα, το futures Ιουνίου διαμορφώνεται στα 98,82 €/MWh, σημειώνοντας άνοδο πάνω από 20% σε σύγκριση με τον Μάιο (81,94 €/MWh). Αντίστοιχες αυξήσεις προβλέπονται και για τις γειτονικές χώρες: Ρουμανία (101,51 €/MWh), Βουλγαρία (97,51 €/MWh), Ουγγαρία (97,51 €/MWh).

Οι χώρες αυτές, όπως και η Ελλάδα, έχουν ενισχύσει την εξαγωγική τους δυναμική, αλλά εξακολουθούν να είναι ευάλωτες σε εξωτερικούς παράγοντες — τιμές καυσίμων, καιρικές συνθήκες, διαθεσιμότητα ισχύος. Η ενεργειακή διασύνδεση με την Ευρώπη φέρνει μεν ευκαιρίες, αλλά δεν εξαλείφει τον κοινό κίνδυνο. Και αυτό επιβεβαιώνει ότι όσο παραμένει περιορισμένη η εγχώρια αποθήκευση και ασθενής η στρατηγική διαχείρισης ζήτησης, η Ελλάδα δεν μπορεί να θωρακίσει την εσωτερική αγορά από το επόμενο κύμα ακρίβειας.

Η Ελλάδα, παρότι αναβαθμίζεται ενεργειακά, συνεχίζει να κινείται σε ένα πεδίο με υψηλό βαθμό αστάθειας. Η διαμόρφωση των τελικών τιμών εξαρτάται τόσο από τις τάσεις στις διεθνείς αγορές, όσο και από την ταχύτητα με την οποία θα εξελιχθούν κρίσιμες υποδομές και μηχανισμοί εξισορρόπησης στο εσωτερικό της χώρας.

Διαβάστε ακόμη