Το ενεργειακό κόστος είναι ίσως ο μεγαλύτερος «πονοκέφαλος» για τις ευρωπαϊκές βιομηχανίες και πλήττει την ανταγωνιστικότητά τους έναντι των Αμερικανών και Κινέζων ανταγωνιστών. Μεταξύ των κρατών που «πληγώνονται» περισσότερο είναι και η Ελλάδα, όπου το ενεργειακό κόστος προξενεί σημαντικά προβλήματα στους μεγάλους βιομηχανικούς καταναλωτές ενέργειας και συχνές αντιδράσεις. Μια νέα μελέτη της Eurelectric υποστηρίζει πως ο εξηλεκτρισμός της βιομηχανίας, πέρα από ωφέλιμος για το κλίμα, θα μπορούσε να είναι, υπό προϋποθέσεις, και ωφέλιμος για την ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών βιομηχανιών.

Η μελέτη εξετάζει το υφιστάμενο ενεργειακό κόστος διαφορετικών βιομηχανιών στην Ευρώπη και το κόστος που θα αντιμετώπιζαν σε διαφορετικά σενάρια εξηλεκτρισμού τους. Από τη μελέτη προκύπτει πως για τις βιομηχανικές διεργασίες που λειτουργούν σε θερμοκρασίες χαμηλότερες από 500˚C, όπως η κατασκευή κυψελών μπαταρίας, ηλεκτρικές λύσεις όπως οι αντλίες θερμότητας υπερτερούν ήδη έναντι των ορυκτών καυσίμων. Επίσης, σε ενεργοβόρους βιομηχανικούς τομείς όπως η παραγωγή γάλακτος σε σκόνη, ο εξηλεκτρισμός θα μπορούσε να μειώσει τη συνολική κατανάλωση ενέργειας και να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα τα επόμενα χρόνια. Ωστόσο, για πιο ενεργοβόρους τομείς, όπως η παραγωγή αιθυλενίου, απαιτούνται τεχνολογική πρόοδος και καινοτομία για τη μείωση του αρχικού κόστους των ηλεκτρικών λύσεων.

Οι τεχνολογικές εξελίξεις έχουν καταστήσει τον εξηλεκτρισμό των περισσότερων βιομηχανιών τεχνικά εφικτό. Ωστόσο, η οικονομική βιωσιμότητα του εγχειρήματος ποικίλλει σημαντικά ανάλογα με τον τομέα, τη χώρα και το σενάριο, επισημαίνει η μελέτη που εκπονήθηκε με τη συνεργασία Accenture και Eurelectric. Για να συμβάλει ο εξηλεκτρισμός στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των ευρωπαϊκών βιομηχανιών κάθε κατηγορίας, θα έπρεπε να υπάρξει περαιτέρω μείωση του κόστους των τεχνολογιών, ειδικά για εφαρμογές υψηλών θερμοκρασιών, καθώς και μείωση του ανταγωνιστικού χάσματος μεταξύ του κόστους ηλεκτρικής ενέργειας και ορυκτών καυσίμων.

Παρόλο που οι τεχνολογίες εξηλεκτρισμού είναι πιο αποδοτικές, καθώς μειώνουν τις ενεργειακές απαιτήσεις, το αρχικό επενδυτικό κόστος (CAPEX) είναι γενικά υψηλότερο σε σύγκριση με τις λιγότερο αποδοτικές τεχνολογίες που βασίζονται σε ορυκτά καύσιμα. Η διαφορά είναι ακόμη μεγαλύτερη για τεχνολογίες υψηλών θερμοκρασιών που βρίσκονται σε πρώιμο στάδιο και μπορεί να κοστίζουν 3-4 φορές περισσότερο. Συνεπώς, η μείωση του CAPEX των ηλεκτρικών τεχνολογιών είναι ζωτικής σημασίας για την επιτάχυνση του εξηλεκτρισμού στη βιομηχανία και την αξιοποίηση οικονομιών κλίμακας.

Αν και η μείωση του κόστους για τεχνολογίες χαμηλής-μέσης θερμοκρασίας θα είχε περιορισμένη επίδραση στη συνολική ανάλυση κόστους, θα μείωνε τα κόστη υιοθέτησης του εξηλεκτρισμού και θα επιτάχυνε τη διείσδυση, τονίζει η μελέτη. Περίπου 50% (περίπου 900 TWh) της ζήτησης για θερμότητα στη βιομηχανία αφορά θερμοκρασίες κάτω των 500°C, πράγμα που σημαίνει ότι μια ταχεία υιοθέτηση σε αυτόν τον τομέα θα μπορούσε να εξηλεκτρίσει σχεδόν τη μισή κατανάλωση, προσθέτει.

Ωστόσο, το CAPEX σε ενεργοβόρους τομείς που απαιτούν πολύ υψηλές θερμοκρασίες είναι ιδιαίτερα υψηλό, καθώς οι τεχνολογίες βρίσκονται σε αρχικό στάδιο ανάπτυξης και απαιτούνται εξατομικευμένες λύσεις. Για να μειωθεί το κόστος του εξηλεκτρισμού, η μελέτη προτείνει την αύξηση της κλίμακας των έργων (μεγαλύτερες μονάδες προσφέρουν αυξημένη αποδοτικότητα), τη βελτίωση της παραγωγικής διαδικασίας, τεχνολογικές αναβαθμίσεις, καθώς και τη βελτίωση βιομηχανικών διεργασιών ώστε να μειωθούν οι απαιτήσεις για θερμότητα και να χρησιμοποιηθούν πιο ώριμες και φθηνότερες τεχνολογίες. Στα σκανδιναβικά κράτη, όπως η Σουηδία, η μαζική υιοθέτηση αντλιών θερμότητας (heat pumps) οδήγησε σε σημαντική μείωση του κόστους μέσω οικονομιών κλίμακας, υποβοηθούμενη από συνδυασμό φόρων άνθρακα και ενέργειας, επιδοτήσεων και οικοδομικών κανονισμών.

Ως προς το κλείσιμο του ανταγωνιστικού χάσματος μεταξύ ηλεκτρικής ενέργειας και ορυκτών καυσίμων, η μελέτη προτείνει την αφαίρεση εμποδίων που περιορίζουν την περαιτέρω διείσδυση καθαρών τεχνολογιών και αυξάνουν το κόστος παραγωγής τους, με την αναβάθμιση των δικτύων να βρίσκεται στο επίκεντρο αυτής της πρότασης. Προτείνει επίσης μείωση του ρίσκου για μακροπρόθεσμα συμβόλαια προμήθειας ενέργειας (PPAs), ώστε να ενισχυθεί η σταθερότητα για παραγωγούς και καταναλωτές, ενίσχυση της ευελιξίας παραγωγής ενέργειας, αλλά και μείωση των φόρων στην ηλεκτρική ενέργεια. Οι φόροι στην ηλεκτρική ενέργεια εντός της ΕΕ, ως ποσοστό του τελικού λογαριασμού, είναι τρεις φορές υψηλότεροι για τα νοικοκυριά και τρεισήμισι φορές υψηλότεροι για τη βιομηχανία σε σύγκριση με το φυσικό αέριο, υπογραμμίζεται.

Συμπερασματικά, η μελέτη δείχνει πως, αν και σήμερα δεν είναι πλήρως ανταγωνιστικός, έως το 2030 θα έχουν γίνει σαφή βήματα ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας του εξηλεκτρισμού έναντι των διαθέσιμων επιλογών για τις βιομηχανίες της Ευρώπης. Σε βιομηχανικές δραστηριότητες με σχετικά χαμηλές θερμοκρασίες, ο εξηλεκτρισμός θα διεισδύσει ταχύτερα και ευκολότερα. Για βιομηχανικούς τομείς, όμως, με ανάγκη για υψηλές θερμοκρασίες (όπως η χημική βιομηχανία, αλλά και το τσιμέντο, ο χάλυβας κ.α.), θα χρειαστεί σημαντική μείωση τόσο του κόστους επένδυσης (CAPEX), όσο και του κόστους λειτουργίας (OPEX), για να καταστεί οικονομικά ανταγωνιστικός ο εξηλεκτρισμός.

Διαβάστε ακόμη