Η Ευρώπη μπορεί να μιλά για ενοποιημένες αγορές και κοινή ενεργειακή ασφάλεια, όμως η πραγματικότητα των διασυνοριακών διασυνδέσεων αποκαλύπτει το αντίθετο: είναι τεχνικά αναγκαίες αλλά πολιτικά δυσλειτουργικές. Το πρόσφατο μπλακάουτ της 28ης Απριλίου στην Ιβηρική επανέφερε με οξύτητα το ερώτημα: γιατί δεν υπάρχουν περισσότερες ηλεκτρικές συνδέσεις μεταξύ Ισπανίας και Γαλλίας; Το θέμα αυτό αναλύθηκε διεξοδικά στο πρόσφατο επεισόδιο του podcast Plugged In του Montel, όπου δημοσιογράφοι και ειδικοί του κλάδου ξεδίπλωσαν το πολύπλοκο πλέγμα τεχνικών προκλήσεων, γεωγραφικών περιορισμών και εθνικών συμφερόντων που κρατούν πίσω μια κρίσιμη ενεργειακή ολοκλήρωση στην καρδιά της νοτιοδυτικής Ευρώπης.
Η Ισπανία διαθέτει σήμερα μόλις 2,8 GW διασύνδεσης με τη Γαλλία. Ένα νέο έργο βρίσκεται υπό κατασκευή, με προγραμματισμένη έναρξη λειτουργίας το 2028, και στόχο την αύξηση της ισχύος στα 5 GW. Όμως ακόμη και αν υλοποιηθούν δύο πρόσθετες διασυνδέσεις μέσω των Πυρηναίων, το επίπεδο διασυνδεσιμότητας θα φτάσει το πολύ τα 8 GW — αρκετά κάτω από τον στόχο του 10% που είχε τεθεί για το 2020 και ακόμη πιο πίσω από τον στόχο 15% για το 2030. Όπως ανέφερε η Ισπανίδα δημοσιογράφος του Montel, Belén Belmonte, για τη Μαδρίτη η υπόθεση αυτή είναι υπαρξιακή: χωρίς νέα καλώδια, η καθαρή και φθηνή ενέργεια της Ιβηρικής παραμένει εγκλωβισμένη, προς ζημία όχι μόνο των επενδυτών αλλά και του ευρωπαϊκού σχεδιασμού για ενεργειακή αυτάρκεια.
Αν και η ύπαρξη περισσότερων διασυνδέσεων με τη Γαλλία δεν θα είχε αποτρέψει το μπλακάουτ της 28ης Απριλίου —καθώς, σύμφωνα με τους αναλυτές, η σύνδεση αποσυνδέθηκε αυτόματα για λόγους ασφαλείας, στερώντας από την Ισπανία την πρόσβαση στις ευρωπαϊκές εφεδρείες συχνότητας— η αποκατάσταση του συστήματος θα μπορούσε να είχε γίνει ταχύτερα. Αυτό και μόνο, σύμφωνα με ειδικούς, αποτελεί επαρκές επιχείρημα για την ανάγκη ενίσχυσης των διασυνδέσεων.
Ωστόσο, η στάση της Γαλλίας παραμένει αμφίσημη. Επισήμως το Παρίσι τάσσεται υπέρ των διασυνδέσεων. Στην πράξη, όμως, διαμηνύει ότι τα κόστη επένδυσης και λειτουργίας πρέπει να κατανεμηθούν «δίκαια», επικαλούμενο τη γεωγραφική του θέση ως «ευρωπαϊκού ενεργειακού κόμβου» και τα υψηλά κόστη συντήρησης του δικτύου μεταφοράς. Η δημοσιογράφος Muriel Borselli εξηγεί ότι η γαλλική κυβέρνηση διεκδικεί έναν ευρωπαϊκό μηχανισμό επιμερισμού κόστους ή ακόμη και τη θέσπιση φόρου που θα αναδιανέμεται ανάλογα με το ενεργειακό φορτίο κάθε χώρας.
Η αντίσταση, ωστόσο, δεν περιορίζεται στα λογιστικά. Η είσοδος φθηνής ισπανικής ενέργειας στη γαλλική αγορά, σύμφωνα με τη Muriel, ενδέχεται να συμπιέσει τις τιμές και να μειώσει την ανταγωνιστικότητα των εγχώριων παραγωγών — ιδιαίτερα των πυρηνικών σταθμών που καλύπτουν περίπου το 70% της γαλλικής ηλεκτροπαραγωγής. Σε μια αγορά όπου ήδη γίνεται συζήτηση για την «τροποποίηση» της παραγωγής πυρηνικών μονάδων με βάση τη διακύμανση της ζήτησης και της διείσδυσης ΑΠΕ, η είσοδος πρόσθετης ενέργειας θα επιτείνει τη δυσκολία.
Η Ana Barrias, Διευθύνουσα Σύμβουλος για την Ιβηρική και τη Λατινική Αμερική στην Aurora Energy Research, υπογράμμισε πως το πρόβλημα έχει ιστορικό βάθος. Η γεωγραφία των Πυρηναίων κάνει την υλοποίηση δύσκολη, αλλά το βασικό εμπόδιο είναι το έλλειμμα κοινών κινήτρων. Η Ισπανία έχει διασυνδεσιμότητα μόλις 2,5% με βάση την εγκατεστημένη ισχύ — έναντι άνω του 15% στη Γαλλία. «Το όφελος για την Ισπανία είναι μεγάλο, αλλά για τη Γαλλία περιορισμένο», σημειώνει χαρακτηριστικά.
Σύμφωνα με την ίδια, η διασύνδεση Ιβηρίας και Γαλλίας δεν είναι μόνο ζήτημα ενεργειακής ισορροπίας, αλλά θεμελιώδης για την αξιοποίηση φυσικών πόρων σε ευρωπαϊκή κλίμακα. «Όταν υπάρχει πλεόνασμα ήλιου ή ανέμου στον Νότο και πυρηνική αδράνεια στον Βορρά, η σύνδεση των δύο αυξάνει τη σταθερότητα και μειώνει τους τοπικούς κινδύνους». Παρά τις απλουστευμένες προβολές περί «εισαγωγής αρνητικών τιμών» από την Ιβηρική, η πραγματικότητα της αγοράς δείχνει πως τα φαινόμενα αρνητικών τιμών οφείλονται κυρίως σε επιδοτούμενα έργα σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη.
Ακόμη πιο κυνικός ήταν ο Aymeric de Wigan από τη 42 Advisors, τονίζοντας ότι οι καθυστερήσεις δεν οφείλονται μόνο στη γεωγραφία ή στην οικονομία, αλλά και στην κοινωνική δυσφορία για έργα υψηλής τάσης. Η υπερβολική διασύνδεση, λέει, θα μπορούσε να εξαφανίσει τις τιμολογιακές διαφορές, ακυρώνοντας το όποιο εμπορικό όφελος. «Οι παραγωγοί θέλουν υψηλές τιμές, οι καταναλωτές χαμηλές — και αυτό από μόνο του καθιστά τις διασυνδέσεις πολιτικά εκρηκτικές».
Το ερώτημα, τελικά, δεν είναι αν οι διασυνδέσεις είναι ωφέλιμες —είναι— αλλά αν είναι εφικτές σε ένα πολιτικό περιβάλλον που συχνά προτιμά το εθνικό status quo από την περιφερειακή ολοκλήρωση. Κι αν η Ιβηρική φωνάζει υπέρ περισσότερης Ευρώπης στο ρεύμα, η Γαλλία απαντά ψιθυριστά, με αστερίσκους, επιφυλάξεις και καθυστερήσεις. Ο συμβολικός στόχος του 2030 απομακρύνεται. Και η υπόσχεση της κοινής αγοράς ηλεκτρισμού μένει μετέωρη, με την πραγματικότητα των διασυνδέσεων να επιβεβαιώνει ότι, στην ευρωπαϊκή ενεργειακή πολιτική, οι γραμμές υψηλής τάσης περνούν τελικά μέσα από ναρκοπέδια συμφερόντων.
Διαβάστε ακόμη