Ο Ελληνικός Σύνδεσμος Προμηθευτών Ενέργειας (ΕΣΠΕΝ) κατέθεσε πρόταση προς τα αρμόδια Υπουργεία, ζητώντας την τροποποίηση του ορίου για τη διαγραφή επισφαλών απαιτήσεων που μπορούν να εκπίπτουν φορολογικά χωρίς να απαιτείται προηγούμενη δικαστική ενέργεια.

Λαμβάνοντας υπόψη το αυξημένο κόστος δικαστικών ενεργειών, την άνοδο των τιμών στην ενεργειακή αγορά, τις περιορισμένες δυνατότητες είσπραξης καθυστερούμενων οφειλών, καθώς και τις δυσκολίες ταυτοποίησης πελατών Καθολικής Υπηρεσίας, ο ΕΣΠΕΝ προτείνει την αύξηση του υφιστάμενου ορίου από 300 σε 1.000 ευρώ. Το ισχύον καθεστώς θεωρείται πλέον αναχρονιστικό και δημιουργεί στρεβλώσεις που τελικά επιβαρύνουν τον τελικό καταναλωτή.

Η επιστολή του ΕΣΠΕΝ:

«Αξιότιμοι κύριοι,

Ο Ελληνικός Σύνδεσμος Προμηθευτών Ενέργειας (ΕΣΠΕΝ), με την παρούσα επιστολή και σε συνέχεια της υπ’ αρ. πρωτ. 24035/14.11.2024 επιστολής του προς τα αρμόδια Υπουργεία, επιθυμεί να επισημάνει εκ νέου την ανάγκη αναθεώρησης των διατάξεων του άρθ. 26, παρ. 4 του Ν. 4172/2013 (ΦΕΚ 167/Α’/23.07.2013), όπως ισχύει, αναφορικά με το ανώτατο ποσό επισφαλών απαιτήσεων ανά αντισυμβαλλόμενο που δύνανται να διαγραφούν για φορολογικούς σκοπούς, χωρίς την προϋπόθεση προηγούμενης ανάληψης δικαστικών ενεργειών για τη διασφάλιση του δικαιώματος είσπραξής τους.

Σύμφωνα με το ισχύον καθεστώς, προβλέπεται δυνατότητα διαγραφής επισφαλών απαιτήσεων έως του ποσού των τριακοσίων (300) ευρώ ανά αντισυμβαλλόμενο, χωρίς προηγούμενη δικαστική ενέργεια. Ο Σύνδεσμός μας κρίνει επιτακτική την αναπροσαρμογή του ορίου αυτού στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ, για τους εξής λόγους:

  1. Αύξηση του κόστους δικαστικών ενεργειών: Με την εφαρμογή του νέου «δικαστικού χάρτη» από 16.09.2024, το ελάχιστο κόστος δικαστικών παραβόλων και τελών για την ανάληψη ενεργειών είσπραξης επισφαλούς απαίτησης ανέρχεται πλέον σε τουλάχιστον 268 ευρώ. Επιπλέον, η ανάληψη τέτοιων ενεργειών αυξάνει σε πολύ περιορισμένο βαθμό την πιθανότητα είσπραξης των σχετικών ποσών. Εναλλακτικά, η μη ανάληψη ενεργειών συνεπάγεται τη φορολόγηση της απαίτησης που δεν έχει εισπραχθεί με συντελεστή 22%. Ως εκ τούτου, η επιδίωξη δικαστικής είσπραξης για ποσά κάτω των 1.000 ευρώ καθίσταται στην πράξη οικονομικά ασύμφορη για τον φορολογούμενο.
  2. Αύξηση των τιμών στην αγορά ενέργειας: Οι τιμές των ενεργειακών προϊόντων, τόσο της ηλεκτρικής ενέργειας όσο και του φυσικού αερίου, έχουν αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία έτη και είναι σήμερα πολλαπλάσιες των τιμών της περιόδου κατά την οποία εισήχθησαν οι διατάξεις του Ν. 4646/2019 που έθεταν το όριο διαγραφής των επισφαλών απαιτήσεων στα 300 ευρώ. Ενδεικτικά, η τιμή χονδρικής ηλεκτρικής ενέργειας (Μεσοσταθμική Τιμή Αγοράς – ΜΤΑ), από 58 €/MWh το 2020, ξεπέρασε τα 130 €/MWh το 2021 και το 2023, ενώ το 2022 ανήλθε σε 306 €/MWh. Η εξέλιξη αυτή συνεπάγεται αύξηση και στο ύψος των επισφαλών απαιτήσεων ανά πελάτη, οι οποίες πλέον κυμαίνονται συνήθως μεταξύ 500 και 1.000 ευρώ.
  3. Απώλεια εργαλείων διεκδίκησης ληξιπρόθεσμων οφειλών: Μετά την υπ’ αριθμ. 1888/2020 απόφαση του ΣτΕ και το θεσμικό κενό που δημιουργήθηκε ως προς τη διαδικασία αλλαγής προμηθευτή (άρθρα 39 & 42 του Κώδικα Προμήθειας Ηλεκτρικής Ενέργειας), οι προμηθευτές δεν έχουν πλέον τη δυνατότητα να ζητήσουν απενεργοποίηση του μετρητή πρώην πελατών τους λόγω ληξιπρόθεσμων οφειλών. Η απώλεια αυτής της δυνατότητας έχει περιορίσει δραστικά τα περιθώρια εξωδικαστικής είσπραξης και συμβάλλει στη συσσώρευση ανεπίδεκτων είσπραξης ή διαγραφής απαιτήσεων, με άμεση επίπτωση στην τιμολογιακή πολιτική των προμηθευτών.
  4. Δυσκολία ταυτοποίησης πελατών Καθολικής Υπηρεσίας: Οι προμηθευτές Καθολικής Υπηρεσίας, δεδομένου ότι η πλειονότητα των καταναλωτών μεταπίπτουν αυτομάτως στο καθεστώς αυτό χωρίς προηγούμενη σύναψη σύμβασης, συχνά δεν διαθέτουν επαρκή ή επικαιροποιημένα στοιχεία ταυτοποίησης και επικοινωνίας. Ως εκ τούτου, η άσκηση ένδικων μέσων καθίσταται πρακτικά ανέφικτη. Ως αποτέλεσμα των παραπάνω, έχει διαπιστωθεί συστηματική συσσώρευση επισφαλών απαιτήσεων μεταξύ 300 και 1.000 ευρώ, οι οποίες, αν και ανεπίδεκτες είσπραξης ή διαγραφής, παραμένουν φορολογήσιμες. Αυτό οδηγεί σε στρέβλωση της φορολογικής βάσης και σε έμμεση επιβάρυνση του τελικού κόστους για τους καταναλωτές.

Ο Σύνδεσμός μας εισηγείται την αναπροσαρμογή του σχετικού ορίου από τα 300 στα 1.000 ευρώ, ώστε να ανταποκρίνεται στις σύγχρονες συνθήκες της αγοράς και να περιοριστούν οι στρεβλώσεις που εν τέλει μετακυλίονται στον καταναλωτή. Προσβλέπουμε στη θετική σας ανταπόκριση και παραμένουμε στη διάθεσή σας για κάθε σχετική συνεργασία».

Διαβάστε ακόμη