Ο Λεονίντ Φεντούν, συνιδρυτής της Lukoil, έχει πουλήσει το μερίδιό του στην εταιρεία – αξίας περίπου 7 δισεκατομμυρίων δολαρίων – ολοκληρώνοντας έτσι ένα ταξίδι τριών δεκαετιών που μετέτρεψε την εταιρεία σε παγκόσμια δύναμη, αλλά τα τελευταία χρόνια την είδε να συρρικνώνεται ταχύτατα λόγω των κυρώσεων. Σύμφωνα με πηγές του Reuters, η πώληση πραγματοποιήθηκε πρόσφατα, κλείνοντας έναν σημαντικό κύκλο για έναν από τους πιο προβεβλημένους επιχειρηματίες της Ρωσίας.
Η Lukoil, που για μήνες κατόρθωνε να αποφύγει τις δυτικές κυρώσεις μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, δέχθηκε τελικά ισχυρό πλήγμα τον Οκτώβριο, όταν η Δύση επέκτεινε τα περιοριστικά μέτρα της. Ως αποτέλεσμα, η εταιρεία έχει πλέον αρχίσει να πωλεί ορισμένα από τα ξένα περιουσιακά της στοιχεία. Οι αναλυτές υποστήριζαν εδώ και καιρό ότι η Lukoil ενδέχεται να αποτελέσει στόχο εξαγοράς από τη Rosneft, τον κρατικό κολοσσό πετρελαίου, ο οποίος επίσης βρίσκεται υπό καθεστώς κυρώσεων.
Σύμφωνα με το Reuters, ο Φεντούν – γεννημένος στην Ουκρανία και μόνιμος κάτοικος Μονακό – πούλησε το περίπου 10% που κατείχε πίσω στην ίδια τη Lukoil στις αρχές του 2025. Η συγκεκριμένη κίνηση θεωρείται σπάνιο παράδειγμα δισεκατομμυριούχου Ρώσου επιχειρηματία που αποχωρεί αθόρυβα από τις επενδύσεις του στη χώρα. Τον Αύγουστο, η Lukoil είχε ανακοινώσει ότι θα ακυρώσει 76 εκατομμύρια μετοχές – περίπου το 11% του συνολικού της κεφαλαίου – τις οποίες είχε επαναγοράσει την περίοδο 2024–2025.
Στα 7 δισ. δολάρια η αποτίμηση των μετοχών που κατείχε ο Φεντούν στη Lukoil
Με βάση τις τιμές της αγοράς, η συμμετοχή του Φεντούν αποτιμάται γύρω στα 7 δισεκατομμύρια δολάρια, αν και παραμένει ασαφές αν αυτό ήταν και το πραγματικό τίμημα. Η εταιρεία αρνήθηκε να σχολιάσει, ενώ ο ίδιος ο Φεντούν δεν κατέστη δυνατό να εντοπιστεί.
Ο 69χρονος επιχειρηματίας υπήρξε μία από τις πιο χαρακτηριστικές φιγούρες του ρωσικού επιχειρηματικού κόσμου μετά τις ταραχώδεις ιδιωτικοποιήσεις της δεκαετίας του 1990, υπό τον τότε πρόεδρο Μπόρις Γιέλτσιν, που διαδέχθηκαν την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης. Απόφοιτος στρατιωτικής σχολής, ο Φεντούν εργάστηκε ως πανεπιστημιακός τη δεκαετία του 1980, ταξιδεύοντας στη Σιβηρία, όπου γνώρισε τον σημαντικό Σοβιετικό πετρελαϊκό παράγοντα Βαγκίτ Αλεκπέροφ. Οι δύο άνδρες συνεργάστηκαν στενά στη διαδικασία ιδιωτικοποίησης ορισμένων από τα πιο παραγωγικά κοιτάσματα πετρελαίου της Δυτικής Σιβηρίας, μετά την έγκριση της κυβέρνησης Γιέλτσιν το 1993. Εκείνη η περίοδος σηματοδότησε τη μετατροπή κρατικών επιχειρήσεων σε ιδιωτικές και την ανάδειξη αρκετών στελεχών σε δισεκατομμυριούχους σχεδόν εν μία νυκτί.
Ο Αλεκπέροφ, ως διευθύνων σύμβουλος της Lukoil, επικεντρώθηκε στην ανασυγκρότηση της παραγωγής εντός Ρωσίας, ενώ ο Φεντούν ηγήθηκε μιας στρατηγικής επέκτασης μέσω εξαγορών στη Ρωσία και στο εξωτερικό. Η στρατηγική αυτή κορυφώθηκε το 2004, όταν η αμερικανική ConocoPhillips απέκτησε σημαντικό μερίδιο στη Lukoil – συμμετοχή την οποία διέθεσε το 2010, καθώς επαναπροσανατολίστηκε στην αμερικανική αγορά.
Η Lukoil κατάφερε να αναπτυχθεί και μετά την άνοδο του Βλαντιμίρ Πούτιν το 2000, περίοδο κατά την οποία το κράτος επιδίωξε να ενισχύσει τον έλεγχο σε στρατηγικούς τομείς. Αν και η εταιρεία βρέθηκε στο στόχαστρο ελέγχων για οφειλές φόρων, κατάφερε να αποφύγει τη μοίρα της Yukos, που κατέρρευσε υπό πολιτική πίεση. Στα χρόνια της οικονομικής ευημερίας των ρωσικών ολιγαρχών, ο Φεντούν έγινε ένας από τους κύριους χρηματοδότες της ποδοσφαιρικής ομάδας Σπαρτάκ Μόσχας, αναλαμβάνοντας σημαντικό ρόλο στη διοίκησή της.
Οι αλλαγές που επήλθαν από την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία
Μετά την εισβολή στην Ουκρανία το 2022, ο Αλεκπέροφ παραιτήθηκε από τη θέση του CEO, καθώς Βρετανία και Αυστραλία επέβαλαν κυρώσεις εις βάρος του. Την ίδια χρονιά, η Lukoil διατύπωσε δημόσια ανησυχίες για τις «τραγικές εξελίξεις στην Ουκρανία» και εξέφρασε υποστήριξη σε διαπραγματεύσεις για τον τερματισμό της σύγκρουσης – μια από τις σπάνιες φορές που μεγάλη ρωσική εταιρεία διαφοροποιήθηκε από τη γραμμή του Κρεμλίνου.
Σε αντίθεση με τον Αλεκπέροφ, που εξακολουθεί να διαδραματίζει ρόλο παρασκηνιακά, ο Φεντούν άρχισε σταδιακά να αποσύρεται, όπως αναφέρουν τρεις πηγές. Παραιτήθηκε από τη θέση του αντιπροέδρου τον Ιούνιο του 2022 και τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς πούλησε και το μερίδιό του στη Σπαρτάκ Μόσχας. Η Lukoil είχε τότε αναφέρει ότι η αποχώρησή του σχετιζόταν με λόγους ηλικίας και οικογένειας.
Διαβάστε ακόμη
