Η κατανάλωση φυσικού αερίου στην Ελλάδα εισέρχεται σε μία νέα τροχιά ανόδου, με τη ΡΑΑΕΥ να κρούει το καμπανάκι της ενεργειακής εγρήγορσης: τα νεότερα στοιχεία που παρουσιάζονται στον Ετήσιο Σχεδιασμό Υπηρεσιών Εξισορρόπησης για το 2026 καταγράφουν σαφή αύξηση στη ζήτηση, τόσο σε απόλυτους αριθμούς όσο και στην κατανομή ανά τομέα χρήσης, υποδεικνύοντας πως η επόμενη διετία θα είναι καθοριστική για τη σταθερότητα και την ευελιξία του Εθνικού Συστήματος Μεταφοράς Φυσικού Αερίου (ΕΣΦΑ).

Σύμφωνα με την επικαιροποιημένη Μελέτη Εκτίμησης Ζήτησης 2025–2034, η ετήσια κατανάλωση φυσικού αερίου το 2026 εκτιμάται ότι θα φτάσει τα 7,356 δισεκατομμύρια Nm³, δηλαδή περίπου 77,6 TWh. Η πρόβλεψη αυτή βασίζεται σε συνδυασμό ιστορικών στοιχείων κατανάλωσης για την περίοδο Ιανουαρίου 2024 – Μαρτίου 2025 και στα δυναμικά σενάρια που έχουν καταρτιστεί για την ερχόμενη δεκαετία. Η αυξητική τάση καταγράφεται με ιδιαίτερη ένταση στον τομέα της ηλεκτροπαραγωγής, ο οποίος προβλέπεται να απορροφήσει το 50% περίπου της συνολικής ετήσιας ζήτησης – τάση που σχετίζεται τόσο με τις ανάγκες επάρκειας όσο και με την αβεβαιότητα της παραγωγής από ΑΠΕ λόγω μεταβλητότητας.

Ειδικότερα, το σύνολο της ζήτησης για το 2026 κατανέμεται σε 3,69 δισ. Nm³ για την ηλεκτροπαραγωγή, 2,34 δισ. Nm³ για λοιπούς καταναλωτές και 1,32 δισ. Nm³ που προορίζονται για εξαγωγές. Η μηνιαία κατανομή δείχνει κορυφώσεις σε περιόδους αυξημένων ενεργειακών αναγκών: χαρακτηριστικά, τον Ιανουάριο προβλέπεται κατανάλωση 960 εκατ. Nm³, ενώ σε αντίστοιχα υψηλά επίπεδα κινούνται οι μήνες Ιούλιος και Δεκέμβριος. Η πρόβλεψη επιβεβαιώνει πως ο ρόλος του φυσικού αερίου ως καυσίμου εξισορρόπησης παραμένει καίριος για την ευστάθεια του συστήματος.

Παράλληλα με την αυξημένη ζήτηση, ο Διαχειριστής του ΕΣΦΑ εκτιμά πως για το 2026 θα απαιτηθούν συνολικά 707.368 MWh φυσικού αερίου για σκοπούς εξισορρόπησης (0,91% της συνολικής ζήτησης), εκ των οποίων οι 522.608 MWh προορίζονται για πώληση στο πλαίσιο της διαχείρισης των αποκλίσεων. Οι εκτιμήσεις αυτές βασίζονται σε αναλυτική μεθοδολογία υπολογισμού που συνεκτιμά ποσοστά συμμετοχής ανά μήνα και χρησιμοποιεί δεδομένα εγχύσεων στο σύστημα, πωλήσεων στο βάθρο εμπορίας και αγορών υπηρεσιών εξισορρόπησης. Ιδιαίτερο βάρος δόθηκε στο διάστημα 01/2024 – 03/2025, όπου παρατηρήθηκαν φαινόμενα συμφόρησης στα σημεία Σιδηρόκαστρο και Νέα Μεσημβρία, περιορίζοντας τη διαχειριστική ευελιξία του συστήματος και εντείνοντας την ανάγκη εξισορρόπησης μέσω linepack.

Η ΡΑΑΕΥ κάνει ρητή αναφορά στην εύλογη τεκμηρίωση αυτών των ποσοτήτων, εγκρίνοντας τη χρήση της μεθοδολογίας και την ανά μήνα κατανομή για το 2026, με ποσοστά αγορών αερίου εξισορρόπησης που κυμαίνονται από 0,15% τον Δεκέμβριο έως και 1,62% τον Ιανουάριο. Αντίστοιχα, οι πωλήσεις αερίου εξισορρόπησης φτάνουν το 1,4% τον Σεπτέμβριο.

Η αυξητική αυτή δυναμική στη ζήτηση και οι νέες απαιτήσεις διαχείρισης οδήγησαν τον ΔΕΣΦΑ στην πρόβλεψη αυξημένης χρήσης Υπηρεσιών Εξισορρόπησης, με το σχετικό ποσοστό να διαμορφώνεται στο 16% των συνολικών ποσοτήτων για το 2026, έναντι 8% το 2023. Το ποσοστό αντανακλά τη μεγαλύτερη εξάρτηση από υπηρεσίες εξισορρόπησης – κυρίως λόγω διατήρησης των αποθεμάτων linepack στο χαμηλό όριο, καθώς και διακυμάνσεων που προκαλούνται από τη μεταβλητότητα των ΑΠΕ και τις αποκλίσεις του προγραμματισμού φορτίου σε σχέση με τις πραγματικές ανάγκες.

Για την κάλυψη των προβλεπόμενων αναγκών, ο ΔΕΣΦΑ θα προχωρήσει σε νέο διαγωνισμό για την προμήθεια φυσικού αερίου εξισορρόπησης, με σύναψη συμβάσεων-πλαίσιο διάρκειας τριών ετών και δυνατότητα μονοετούς παράτασης. Η προμήθεια θα αφορά αποκλειστικά υγροποιημένο φυσικό αέριο (ΥΦΑ), που θα παραδίδεται στην εγκατάσταση της Ρεβυθούσας, και θα γίνεται χωρίς υποχρέωση ελάχιστης ποσότητας ή ρήτρες παραλαβής, ώστε να εξασφαλιστεί η μέγιστη δυνατή ευελιξία. Η μοναδιαία τιμή προμήθειας θα βασίζεται στον ευρωπαϊκό δείκτη EEX Day EGSI στο TTF, με προκαθορισμένο συντελεστή προσαύξησης.

Τέλος, για την απορρόφηση των διακυμάνσεων που παρατηρούνται στο φορτίο, ο Διαχειριστής εισηγείται –και η Αρχή εγκρίνει– τη δέσμευση δυναμικότητας του ΕΣΦΑ για έντεκα από τους δώδεκα μήνες του 2026. Τα σχετικά μεγέθη, με αποκορύφωμα τους μήνες Απρίλιο (11,68 GWh/ημέρα), Αύγουστο (9,96 GWh/ημέρα) και Νοέμβριο (9,90 GWh/ημέρα), καταδεικνύουν τον εντεινόμενο ρόλο της εξισορρόπησης ως κρίσιμου εργαλείου για την ασφάλεια εφοδιασμού.

Η εικόνα που αναδεικνύεται από τα στοιχεία του Σχεδιασμού για το 2026 είναι σαφής: το φυσικό αέριο επιστρέφει σε αυξημένα επίπεδα ζήτησης και οι υπηρεσίες εξισορρόπησης αποκτούν αναβαθμισμένο ρόλο για την εύρυθμη λειτουργία του ενεργειακού συστήματος. Η αγορά καλείται να ανταποκριθεί τόσο σε ποσοτικούς όσο και σε ποιοτικούς όρους, με έμφαση στη διασφάλιση επάρκειας, στη σωστή διανομή της ροής και στην ικανότητα άμεσης παρέμβασης για τη σταθεροποίηση ενός συστήματος σε διαρκή κίνηση.

Το στοίχημα των ενεργειακών υποδομών

Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, όπου η επάρκεια φυσικού αερίου και η ταχεία απόκριση του συστήματος εξισορρόπησης αποκτούν κεντρικό ρόλο, ανοίγει η συζήτηση για την ανάπτυξη νέων υποδομών γίνεται μονόδρομος. Η πλέον χαρακτηριστική περίπτωση είναι το έργο του Thessaloniki FSRU, αφού προ ολίγων ημερών ο ΔΕΣΦΑ έθεσε σε δημόσια διαβούλευση την Αίτηση Μελλοντικής Δυναμικότητας για το εν λόγω FSRU που αναπτύσσει η Elpedison. Η προθεσμία για την υποβολή απόψεων και αιτήσεων δέσμευσης δυναμικότητας εκπνέει στις 30 Σεπτεμβρίου 2025, καλώντας κάθε ενδιαφερόμενο να συμμετάσχει σε αυτή την κρίσιμη διαδικασία. Αξίζει να σημειωθεί πως για το “Thessaloniki FSRU” αναμένεται η τελική επενδυτική απόφαση

Πρόκειται για ένα φιλόδοξο έργο που αναπτύσσεται στον Θερμαϊκό Κόλπο, στα ανοικτά των ακτών της Θεσσαλονίκης, πρόκειται να αποτελέσει ένα νέο πλωτό σημείο εισόδου για την εισαγωγή Υγροποιημένου Φυσικού Αερίου (LNG). Σύμφωνα με την περίληψη της αίτησης δυναμικότητας που υπέβαλε η Elpedison, ο τερματικός σταθμός θα διαθέτει ονομαστική δυναμικότητα αεριοποίησης LNG 6.378 MWh/h, με τη δυνατότητα να φτάσει σε μέγιστη δυναμικότητα 9.567 MWh/h. Η εκτιμώμενη ετήσια χωρητικότητα αεριοποίησης του FSRU ανέρχεται σε 7,3 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα (bcm/y), ικανό να παραδίδει έως και 20 εκατομμύρια κυβικά μέτρα φυσικού αερίου ημερησίως. Το σύστημα επαναεριοποίησης έχει σχεδιαστεί για ονομαστική ικανότητα αποστολής 500 mmscf/ημέρα, ή περίπου 150 GWh/ημέρα.

Το έργο περιλαμβάνει ένα υπεράκτιο πλωτό τερματικό σταθμό LNG, ο οποίος θα αποτελείται από μία πλωτή μονάδα αποθήκευσης και επαναεριοποίησης (FSRU) και μία πλωτή μονάδα αποθήκευσης (FSU). Αυτές οι δύο μονάδες θα αγκυροβοληθούν μόνιμα σε μια κεντρική, σταθερή πλατφόρμα, η οποία θα εξασφαλίζει και τη σύνδεσή τους. Το φυσικό αέριο θα διοχετεύεται στο Εθνικό Σύστημα Φυσικού Αερίου (ΕΣΦΑ) μέσω ενός νέου μετρητικού σταθμού, ενώ παράλληλα θα καλύπτει τις ανάγκες ιδιοκατανάλωσης της Elpedison, συμπεριλαμβανομένων των μονάδων παραγωγής ενέργειας της εταιρείας στην περιοχή της Θεσσαλονίκης. Η σύνδεση με το ΕΣΦΑ θα επιτευχθεί μέσω ενός υποθαλάσσιου αγωγού μήκους 4,4 χιλιομέτρων και ενός χερσαίου αγωγού μήκους 7 χιλιομέτρων. Η συνδυασμένη χωρητικότητα αποθήκευσης LNG των FSRU και FSU προβλέπεται να κυμαίνεται μεταξύ 250.000 και 280.000 κυβικών μέτρων.

Η υλοποίηση ενός τέτοιου έργου απαιτεί μια σειρά από διαδοχικά και κρίσιμα στάδια, όπως αποκαλύπτει το προβλεπόμενο χρονοδιάγραμμα που έχει θέσει η Elpedison. Η πορεία προς την εμπορική λειτουργία είναι μακρά και απαιτητική, ξεκινώντας με την Περιβαλλοντική αδειοδότηση, η οποία αναμένεται να ολοκληρωθεί τον Απρίλιο του 2026. Αυτό το βήμα είναι θεμελιώδες, καθώς διασφαλίζει τη συμμόρφωση με τους περιβαλλοντικούς κανονισμούς και αντιμετωπίζει τις ανησυχίες που έχουν εκφραστεί σχετικά με τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις του έργου.

Ακολουθούν οι Μελέτες και ο λεπτομερής σχεδιασμός (FEED), που προβλέπονται για τον Ιούνιο του 2026. Σε αυτή τη φάση, οι τεχνικές λεπτομέρειες του έργου παίρνουν σάρκα και οστά, αποτελώντας τη βάση για την τελική επενδυτική απόφαση. Ο Market test (binding phase), που έχει οριστεί για τον Ιούλιο του 2026, είναι ένα κομβικό σημείο, καθώς οι ενδιαφερόμενοι χρήστες δεσμεύονται επίσημα για τη χρήση της δυναμικότητας του τερματικού, εξασφαλίζοντας τη βιωσιμότητα και τη χρηματοδότηση του έργου.

Η Άδεια εγκατάστασης αναμένεται τον Φεβρουάριο του 2027, ανοίγοντας τον δρόμο για τις κατασκευαστικές εργασίες. Η Κατασκευή (ναυπήγηση ή μετατροπή πλοίων) FSRU και FSU θα ξεκινήσει τον Ιούνιο του 2028, ενώ η Κατασκευή υποθαλάσσιου αγωγού και λιμενικών έργων και η Κατασκευή χερσαίων εγκαταστάσεων προβλέπονται να ολοκληρωθούν τον Σεπτέμβριο του 2028. Αυτά τα στάδια περιλαμβάνουν την υλοποίηση των κρίσιμων υποδομών που θα συνδέσουν το πλωτό τερματικό με το εθνικό δίκτυο.

Τέλος, το έργο θα εισέλθει σε Δοκιμαστική λειτουργία τον Νοέμβριο του 2028, μια περίοδο εντατικών ελέγχων για τη διασφάλιση της ασφαλούς και αποτελεσματικής λειτουργίας όλων των συστημάτων. Η πλήρης Εμπορική λειτουργία του Thessaloniki FSRU αναμένεται να ξεκινήσει τον Ιανουάριο του 2029. Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτή η ημερομηνία αποτελεί μια αναθεώρηση από τον αρχικό στόχο του 2025. Η ανάπτυξη του Thessaloniki FSRU, ως ένα νέο, ευέλικτο και ασφαλές σημείο εισόδου φυσικού αερίου, αναμένεται να συμβάλει καθοριστικά στην ασφάλεια του εφοδιασμού με φυσικό αέριο στη Βόρεια Ελλάδα, αλλά και σε ολόκληρη την περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.

Η κίνηση για το Thessaloniki FSRU, πάντως, διασταυρώνεται με την προειδοποίηση της Διευθύνουσας Συμβούλου του ΔΕΣΦΑ, Μαρίας Ρίτα Γκάλι, ότι με βάση τα σημερινά δεδομένα υπάρχει χώρος μόνο για ένα ακόμη FSRU στην Ελλάδα. Όπως τόνισε πρόσφατα, η βιωσιμότητα τέτοιων έργων εξαρτάται άμεσα από την ύπαρξη δικτύων αγωγών ικανών να μεταφέρουν αμφίδρομα τον όγκο φυσικού αερίου προς Βορρά και Νότο, κάτι που συνεπάγεται υψηλά κόστη, πρόσθετες αδειοδοτήσεις και τεχνικές πολυπλοκότητες. «Η ανάγκη για νέο εισαγωγικό σταθμό LNG είναι υπαρκτή, αλλά μόνο στο βαθμό που η αγορά μπορεί να τον υποστηρίξει μακροπρόθεσμα και χωρίς να επιβαρύνει το συνολικό ενεργειακό κόστος», είχε δηλώσει χαρακτηριστικά. Η τοποθέτηση αυτή καθιστά σαφές ότι το Thessaloniki FSRU δεν αποτελεί απλώς μια νέα υποδομή, αλλά το κρίσιμο έργο που θα κρίνει εάν η χώρα μπορεί να αντέξει περισσότερες πλωτές μονάδες επαναεριοποίησης, χωρίς να διακινδυνεύσει την ανταγωνιστικότητά της έναντι άλλων κόμβων στην Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη.

Διαβάστε ακόμη