Μπορεί η ευρωπαϊκή αγορά φυσικού αερίου να ανέκαμψε το δεύτερο τρίμηνο του 2025, μετά από αλλεπάλληλες περιόδους αβεβαιότητας και διακυμάνσεων, ωστόσο τα οφέλη αυτής της σταθεροποίησης δεν διαχύθηκαν ομοιόμορφα στα νοικοκυριά των κρατών-μελών. Αντιθέτως, όπως αποκαλύπτουν τα στοιχεία των δύο πρόσφατων εκθέσεων του ACER, η ψαλίδα μεταξύ χονδρικής και λιανικής τιμής παραμένει ανοιχτή σε αρκετές χώρες — και στην περίπτωση της Ελλάδας, σταθερή προς τα πάνω.
Στην καρδιά της ανάλυσης βρίσκεται ο τρόπος με τον οποίο οι διακυμάνσεις στις διεθνείς αγορές και οι αλλαγές στις ροές φυσικού αερίου μεταφράζονται – ή όχι – στους τελικούς λογαριασμούς των καταναλωτών. Από τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην έκθεση «Key Developments in European Gas Wholesale Markets – Q2 2025», καταγράφεται σημαντική αποκλιμάκωση των τιμών στη χονδρική αγορά, με το TTF (Title Transfer Facility) να υποχωρεί σταθερά, και με ρεκόρ εισροών LNG στα ευρωπαϊκά δίκτυα τον Μάρτιο, τον Απρίλιο και τον Μάιο. Την ίδια στιγμή, όμως, στην «Retail Monitoring Report – Country Sheets – Gas», η Ελλάδα εμφανίζεται με μία από τις υψηλότερες λιανικές τιμές φυσικού αερίου στην Ευρωπαϊκή Ένωση: 13,6 λεπτά του ευρώ ανά κιλοβατώρα για τα νοικοκυριά το 2024, με ετήσια δαπάνη που υπερβαίνει τα 600 ευρώ ανά μέσο οικιακό μετρητή.
Η ευρωπαϊκή χονδρική αγορά το δεύτερο τρίμηνο του 2025 χαρακτηρίστηκε από ένα διπλό φαινόμενο: η αποκλιμάκωση των τιμών συνοδεύτηκε από αύξηση των περιφερειακών διαφορών μεταξύ των εμπορικών κόμβων. Ενώ οι μέσες ημερήσιες τιμές στα hubs υποχώρησαν σε σύγκριση με τα προηγούμενα τέσσερα τρίμηνα, η απόκλιση τιμής μεταξύ των ακριβότερων και των φθηνότερων κόμβων στην ΕΕ διευρύνθηκε. Η διαφοροποίηση αυτή αποδίδεται από την έκθεση του ACER στην αυξημένη ανάγκη για διασυνοριακές ροές και αποθήκευση, με ορισμένες χώρες (όπως η Ιταλία και αγορές της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης) να τιμολογούν σε premium για να προσελκύσουν φορτία LNG ή ροές από τη Δυτική Ευρώπη.
Στο ίδιο χρονικό διάστημα, οι εισαγωγές φυσικού αερίου στην ΕΕ αυξήθηκαν κατά περίπου 10% σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό τρίμηνο, χάρη στην αλματώδη αύξηση των αφίξεων LNG. Ενδεικτικό είναι ότι οι συνολικές εγχύσεις LNG στο ευρωπαϊκό δίκτυο τον Μάρτιο, τον Απρίλιο και τον Μάιο του 2025 έφτασαν σε ιστορικά υψηλά επίπεδα, υπερβαίνοντας κατά πολύ τα προηγούμενα ρεκόρ. Η τιμή στο TTF μειώθηκε αισθητά στην αρχή του τριμήνου και σταθεροποιήθηκε με ήπιες αυξομειώσεις, παρά τις έντονες διακυμάνσεις των προηγούμενων μηνών λόγω γεωπολιτικών εξελίξεων — μεταξύ άλλων, οι κυρώσεις των ΗΠΑ και οι επιθέσεις Ισραήλ–Ιράν.
Ωστόσο, η τιμολογιακή σύγκλιση μεταξύ των κόμβων της ΕΕ επιδεινώθηκε. Οι διαφορές μεταξύ των ακριβότερων και φθηνότερων hubs αυξήθηκαν σταθερά, ενώ σε πολλές περιπτώσεις παρατηρήθηκαν spreads της τάξης των 4 ευρώ ανά MWh σε σχέση με τον TTF. Τα στοιχεία δείχνουν πως ορισμένες περιοχές της Νότιας και Κεντρικής Ευρώπης, ιδίως η Ιταλία, τιμολόγησαν σε premium για να εξασφαλίσουν εισαγωγές LNG, καλύπτοντας αυξημένες ανάγκες αποθήκευσης και διασφάλισης ροών προς τα ανατολικά.
Παράλληλα, η κατανάλωση – αν και επηρεασμένη από καιρικές συνθήκες – παρέμεινε σε επίπεδα υψηλότερα των δύο προηγούμενων ετών. Σύμφωνα με την έκθεση του ACER, η συνολική κατανάλωση φυσικού αερίου στην ΕΕ για το διάστημα Ιανουαρίου–Μαΐου 2025 ξεπέρασε τα αντίστοιχα επίπεδα του 2023 και του 2024, κυρίως λόγω αυξημένης ζήτησης στο πρώτο τρίμηνο. Στο δεύτερο τρίμηνο του έτους (Q2 2025), η κατανάλωση υποχώρησε ελαφρώς σε σύγκριση με το Q2 2024, καταγράφοντας τάσεις σταθεροποίησης.
Απέναντι σε αυτό το βελτιωμένο –έστω και άνισα κατανεμημένο– ευρωπαϊκό περιβάλλον, η εικόνα της ελληνικής αγοράς παρουσιάζεται ως στατική. Όπως καταγράφεται στα country sheets του ACER, η Ελλάδα εμφανίζει πολύ υψηλό βαθμό συγκέντρωσης στην αγορά φυσικού αερίου για τα νοικοκυριά (με δείκτη HHI πάνω από 4000), μόλις τρεις πανεθνικούς προμηθευτές και εξαιρετικά χαμηλό ποσοστό switching: μόνο το 1% των οικιακών πελατών άλλαξε πάροχο κατά τη διάρκεια του 2024. Το φαινόμενο αυτό, που συναντάται σε λίγα ακόμη κράτη-μέλη, εμποδίζει την αποτελεσματική μετακύλιση των τιμών και συντηρεί τις υψηλές τιμές λιανικής, ακόμη και όταν το κόστος στην αγορά χονδρικής υποχωρεί.
Η μέση κατανάλωση ανά οικιακό σημείο μέτρησης στην Ελλάδα ανέρχεται σε 4500 κιλοβατώρες ετησίως, και η συνολική ετήσια δαπάνη φθάνει τα 612 ευρώ, ποσό που ξεπερνά το ευρωπαϊκό μέσο όρο. Επιπλέον, η διάρθρωση των συμβολαίων δείχνει έντονη εξάρτηση από ρυθμιζόμενα τιμολόγια και περιορισμένη χρήση δυναμικών ή πράσινων (biomethane) συμβάσεων, σε αντίθεση με άλλες χώρες όπου οι καταναλωτές επιλέγουν ευέλικτα συμβόλαια που αντανακλούν τις διακυμάνσεις των τιμών αγοράς.
Από την άλλη πλευρά, χώρες όπως η Ισπανία, η Ιταλία ή η Ολλανδία δείχνουν σημαντικά σημεία προσαρμοστικότητας: είτε λόγω αυξημένης διείσδυσης LNG, είτε λόγω δυναμικών αγορών με μεγαλύτερο αριθμό προμηθευτών και υψηλότερα ποσοστά switching, πέτυχαν ταχύτερη μεταφορά των οφελών της χονδρικής προς τα τιμολόγια των νοικοκυριών. Η Ιταλία, μάλιστα, παρουσίασε συγκριτικό premium στην αγορά spot, προσελκύοντας σημαντικά φορτία LNG και ενισχύοντας τη σταθερότητα των εφοδιασμών της, εν μέσω αναταραχών στην Ουκρανία και διακοπής των ροών ρωσικού αερίου.
Παρότι η Ελλάδα έχει πρόσβαση σε LNG μέσω της Ρεβυθούσας και πλέον και μέσω της Αλεξανδρούπολης, το κόστος δεν αποκλιμακώνεται με την ίδια ταχύτητα. Αυτό ενδεχομένως να σχετίζεται και με τη δομή των τιμολογίων, την περιορισμένη χωρητικότητα διανομής και αποθήκευσης, αλλά και τη βραδύτητα στις ρυθμιστικές προσαρμογές. Η Ελλάδα εμφανίζεται στην έκθεση της ACER για τη χονδρική αγορά είναι το εγχείρημα του Trans-Balkan Super Bundled Product, που παρέχει κοινή, συνεκτική πρόσβαση σε ισχύ μεταφοράς από την Ελλάδα έως την Ουκρανία. Αν και πρόκειται για σημαντική γεωστρατηγική πρωτοβουλία, ενισχυμένη από τη συντονισμένη συμμετοχή της ΡΑΑΕΥ και των λειτουργών δικτύου, το όφελος για την εγχώρια αγορά παραμένει μικρό στο επίπεδο της τελικής τιμής.
Η συνδυαστική ανάλυση των δύο εκθέσεων του ACER αναδεικνύει με σαφήνεια ότι η ενεργειακή αγορά δεν είναι ουδέτερη: απαιτεί κανονιστική εποπτεία, στρατηγική δικτύου και ενεργούς καταναλωτές. Η περίπτωση της Ελλάδας δείχνει ότι η μείωση των διεθνών τιμών δεν είναι αρκετή από μόνη της για να προστατεύσει τον τελικό χρήστη. Αντιθέτως, χρειάζεται ενεργή πολιτική στήριξης του ανταγωνισμού, επενδύσεις σε υποδομές και ένα σταθερό πλαίσιο που να ευνοεί την κινητικότητα των πελατών, ώστε η αγορά φυσικού αερίου να λειτουργεί πραγματικά προς όφελος της κοινωνίας.
Διαβάστε ακόμη