Με κοινό τόνο, αλλά διαφορετικές διατυπώσεις, οι μεγαλύτεροι προμηθευτές ενέργειας της χώρας εκφράζουν την έντονη επιφύλαξή τους απέναντι στο νέο ρυθμιστικό πλαίσιο για την προμήθεια φυσικού αερίου, το οποίο τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση από τη ΡΑΑΕΥ. Η ΔΕΗ κατέθεσε αυτοτελές τεχνικό υπόμνημα, ενώ πέντε ακόμη ιδιώτες πάροχοι —ΗΡΩΝ, Elpedison, NRG, Volton και Metlen— υπέγραψαν κοινή επιστολή, αναδεικνύοντας τα σημεία στα οποία συγκλίνουν και επισημαίνοντας τις νομικές, θεσμικές και τεχνικές ενστάσεις τους.
Στο επίκεντρο της διαφωνίας βρίσκεται το κατά πόσο οι παρεμβάσεις της Αρχής εδράζονται σε νομικά θεμελιωμένο πλαίσιο και αν συμβαδίζουν με τις ισχύουσες διατάξεις του Κώδικα Προμήθειας Φυσικού Αερίου, αλλά και της ευρωπαϊκής Οδηγίας 2024/1788. Η αγορά κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για ρυθμίσεις που, όπως υποστηρίζεται, περιορίζουν την εμπορική ευελιξία και παρεμβαίνουν στη δυνατότητα προμηθευτών και πελατών να συνάπτουν συμφωνίες με όρους που ανταποκρίνονται στις ιδιαιτερότητες της κατανάλωσής τους.
Η ΔΕΗ υπογραμμίζει πως αρκετές από τις ρυθμίσεις πάσχουν ως προς τη νομική τους θεμελίωση, καθώς δεν εδράζονται στις εξουσιοδοτικές διατάξεις του νόμου 4001/2011. Επιπλέον, σημειώνει ότι η εφαρμογή των μέτρων σε ήδη υφιστάμενες συμβάσεις δημιουργεί συνθήκες ανασφάλειας δικαίου, καθώς οι σχετικές τροποποιήσεις δεν μπορούν να επιβληθούν αναδρομικά. Ζητά, συνεπώς, ρητή αποσαφήνιση ότι τα νέα μέτρα θα ισχύουν αποκλειστικά για μελλοντικές συμβάσεις και ότι οι υφιστάμενες θα συνεχίσουν να διέπονται από το κανονιστικό πλαίσιο που ίσχυε κατά τον χρόνο της σύναψής τους.
Κεντρικό ζήτημα για την αγορά αποτελεί η πρόβλεψη υποχρεωτικής προέγκρισης από τη ΡΑΑΕΥ για την πραγματοποίηση μονομερών τροποποιήσεων σε κυμαινόμενα τιμολόγια, ακόμη και σε περιπτώσεις που συντρέχουν σοβαροί λόγοι — όπως ενεργειακή κρίση ή πόλεμος. Οι εταιρείες υποστηρίζουν ότι μια τέτοια πρόβλεψη είναι αντίθετη με το ενωσιακό δίκαιο, το οποίο προβλέπει απλή υποχρέωση ενημέρωσης του πελάτη και δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης. Επιπλέον, θεωρούν ότι η εκ των προτέρων κρίση της ΡΑΑΕΥ για τη «βασιμότητα» του σπουδαίου λόγου συνιστά παρέμβαση σε ζητήματα που ανήκουν, από τη φύση τους, στα πολιτικά δικαστήρια.
Οι προμηθευτές προειδοποιούν ότι η ρύθμιση αυτή θα οδηγήσει σε διαδικαστική καθυστέρηση, διοικητικό βάρος και, τελικά, σε απώλεια της δυνατότητας γρήγορης αντίδρασης στις αλλαγές της αγοράς. Επιπλέον, τίθεται και ζήτημα συνταγματικότητας, καθώς περιορίζεται η ελευθερία συμβατικής διαπραγμάτευσης, όπως αυτή κατοχυρώνεται από το άρθρο 5 του Συντάγματος.
Σημαντική είναι και η αντίδραση στο μέτρο που συνδέει τη διάθεση τιμολογίων βάσει κατανάλωσης ή πακέτων με την ύπαρξη ευφυούς μετρητή. Σύμφωνα με το κοινό υπόμνημα των πέντε εταιρειών, η απαίτηση αυτή είναι τεχνικά ατεκμηρίωτη, καθώς οι σημερινοί μετρητές δεν προσφέρουν παρακολούθηση σε πραγματικό χρόνο, παρά μόνο δυνατότητα τηλεκαταγραφής της μηνιαίας κατανάλωσης. Η πληροφόρηση για την κατανάλωση —σημειώνουν— είναι ήδη προσβάσιμη και η εμπορική διαφοροποίηση θα πρέπει να παραμείνει ανεμπόδιστη, ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή όχι smart meter.
Στον ίδιο τόνο, οι εταιρείες απορρίπτουν την πρόταση για απαγόρευση της τηλεφωνικής σύναψης συμβάσεων προμήθειας. Παραθέτουν τις σχετικές διατάξεις του νόμου 4001/2011, του νόμου για την προστασία καταναλωτή (Ν. 2251/1994) και του Ν. 3471/2006, επισημαίνοντας ότι η τηλεφωνική επικοινωνία, με ηχογράφηση και αποθήκευση σε σταθερό μέσο, αποτελεί νόμιμο τρόπο σύναψης συμβάσεων. Η προσυμβατική διαφάνεια διασφαλίζεται, προσθέτουν, μέσα από τα ισχύοντα κανονιστικά εργαλεία και τους ελέγχους της ΡΑΑΕΥ.
Σφοδρή είναι και η αντίδραση στην πρόταση για πλήρη απαγόρευση ανάκτησης δώρων ή παροχών σε περίπτωση πρόωρης αποχώρησης πελατών. Η αγορά επισημαίνει ότι η δυνατότητα ανάκτησης, όταν τελεί υπό διαφάνεια και αναλογικότητα, αποτελεί κρίσιμο εργαλείο εμπορικής ισορροπίας. Όπως αναφέρουν, οι παροχές ενσωματώνονται στη συνολική τιμολόγηση των προϊόντων και η μη δυνατότητα ανάκτησης ενισχύει ευκαιριακές συμπεριφορές, στρεβλώνοντας τον ανταγωνισμό και αυξάνοντας τελικά το κόστος για όλους τους καταναλωτές. Μάλιστα, γίνεται αναφορά στην ευρωπαϊκή πρακτική, τόσο στον κλάδο του φυσικού αερίου όσο και σε εκείνον των τηλεπικοινωνιών, όπου αντίστοιχες χρεώσεις επιτρέπονται.
Αναφορικά με το πεδίο εφαρμογής, όλοι οι προμηθευτές ζητούν τη ρητή εξαίρεση των πελατών Μέσης και Υψηλής Πίεσης, καθώς και όσων έχουν ετήσια κατανάλωση άνω του 1 GWh, από το πεδίο ισχύος των ρυθμίσεων. Υποστηρίζουν ότι αυτοί οι πελάτες διαθέτουν την απαραίτητη τεχνική κατάρτιση και διαπραγματευτική ικανότητα για την κατάρτιση εξατομικευμένων συμβάσεων και ότι η επιβολή τυποποιημένων ρυθμίσεων σε τέτοιες περιπτώσεις έρχεται σε αντίθεση με τη λογική της απελευθερωμένης αγοράς.
Τέλος, οι εταιρείες παρεμβαίνουν και στο θέμα των διαφημίσεων, διευκρινίζοντας ότι η έννοια της προσυμβατικής ενημέρωσης αφορά επόμενα στάδια επικοινωνίας και δεν μπορεί να συμπυκνώνεται ή να εξαντλείται στο ίδιο το διαφημιστικό μήνυμα. Όπως εξηγούν, η ραδιοτηλεοπτική διαφήμιση έχει χρονικούς και τεχνικούς περιορισμούς και δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη συμβατική πληροφόρηση.
Με τις παρατηρήσεις αυτές, η αγορά διατυπώνει τη σαφή πρόθεση να συμβάλει στην ορθολογική διαμόρφωση ενός νέου ρυθμιστικού πλαισίου για την προμήθεια φυσικού αερίου, ζητώντας παράλληλα από τη ΡΑΑΕΥ να επανεξετάσει τις προβλέψεις που, όπως υποστηρίζεται, δεν ενισχύουν την ανταγωνιστικότητα, δεν εξυπηρετούν τον καταναλωτή και δημιουργούν κανονιστική αβεβαιότητα. Το τελικό κείμενο των ρυθμίσεων αναμένεται πλέον με ενδιαφέρον από όλους τους παίκτες της αγοράς.
Διαβάστε ακόμη