Την προοπτική της αποζημίωσης των μονάδων ηλεκτροπαραγωγής από φυσικό αέριο -που ως μονάδες βάσης είναι κρίσιμες για την επάρκεια και την ευστάθεια του συστήματος- μελετά η κυβέρνηση προκειμένου να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητά τους στο μέλλον, καθώς η συνεχιζόμενη διείσδυση των ΑΠΕ στο σύστημα προδιαγράφει μείωση των ωρών λειτουργίας τους, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τα έσοδά τους.
Μάλιστα, περαιτέρω «καύσιμα» στη συζήτηση, που έχει ανοίξει εδώ και αρκετό καιρό -στο φόντο και των προβλέψεων του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα για μεγάλη μείωση της κατανάλωσης φυσικού αερίου στη χώρα μας τα επόμενα χρόνια- είναι η πρόσφατη συμφωνία για την κατασκευή μιας νέας σύγχρονης μονάδας ισχύος 792 ΜW στη Λάρισα από το σχήμα ΔΕΠΑ Εμπορίας, των Ισραηλινών της Clavenia Capital, της Volton και της Sirec Energy. Μια μονάδα που έρχεται να προστεθεί σε αυτήν των Motor Oil και ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ στην Κομοτηνή -που βρίσκεται ήδη σε δοκιμαστική λειτουργία και αναμένεται να μπει σε εμπορική λειτουργία εντός του δεύτερου εξαμήνου του έτους- και σε αυτή των ΔΕΗ-ΔΕΠΑ Εμπορίας στην Αλεξανδρούπολη που βρίσκεται υπό κατασκευή και αναμένεται να ολοκληρωθεί το 2026. Οι τρεις αυτές μονάδες αναμένεται να προσθέσουν ισχύ «φυσικού αερίου» της τάξης των 2,5 GW στο σύστημα, χωρίς να υπολογίζεται στην εξίσωση και η μονάδα της Metlen στον Αγιο Νικόλαο Βοιωτίας που βρίσκεται ήδη σε λειτουργία, ούτε και ο σχεδιασμός της ΔΕΗ για μετατροπή της λιγνιτικής μονάδας Πτολεμαΐδα 5 σε μονάδα φυσικού αερίου ισχύος 350 MW (με προοπτική αναβάθμισης)
Όπως τονίζουν υψηλόβαθμα στελέχη του ΥΠΕΝ, οι νέες μονάδες ενισχύουν την ενεργειακή ασφάλεια της χώρας της Ελλάδας και τον ανταγωνισμό στον κλάδο των συμβατικών μονάδων, ενώ παράλληλα αναβαθμίζουν τον ενεργειακό ρόλο της Ελλάδας στην ευρύτερη περιοχή, έχοντας και εξαγωγικό «πρόσημο», στο μέτρο που μέρος της παραγωγής τους μπορεί να καλύψει τις ενεργειακές ανάγκες των χωρών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Από την άλλη πλευρά, οι μονάδες αυτές αναπτύσσονται σε ένα περιβάλλον όπου σύμφωνα με τις επίσημες προβλέψεις η ηλεκτροπαραγωγή από φυσικό αέριο στην Ελλάδα θα έχει μειωθεί στις 10 Tεραβατώρες το χρόνο το 2030 (από 17 TWh σήμερα), κάτι που σημαίνει ότι η λειτουργία των μονάδων φυσικού αερίου θα περιοριστεί στις 1.280 ώρες το χρόνο από περίπου 3.200 ώρες στα τέλη του 2024.
Ο γρίφος της διασφάλισης της βιωσιμότητας των μονάδων φυσικού αερίου που είναι απαραίτητες για την ασφαλή λειτουργία ενός συστήματος που στηρίζεται σε στοχαστικές ΑΠΕ έχει λυθεί σε πολλές χώρες της Ευρώπης (Γαλλία, Πολωνία, Ιταλία, Βέλγιο μεταξύ άλλων) με τη δημιουργία αγορών διαθέσιμης ισχύος όπου μέσα από διαγωνιστική διαδικασία οι παραγωγοί προσφέρουν τη διαθέσιμη ισχύ που χρειάζεται το σύστημα.
Στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα προκαταρκτικά συμπεράσματα της μελέτης επάρκειας ισχύος που εκπονεί ο καθηγητής του ΑΠΘ Παντελής Μπίσκας και η Grant Thornton για λογαριασμό του ΑΔΜΗΕ, κρίνεται απαραίτητη η ύπαρξη ενός μηχανισμού αποζημίωσης ισχύος και ευελιξίας μετά το 2030, ώστε να διατηρηθούν τα επίπεδα αξιοπιστίας του συστήματος. Στο πλαίσιο αυτό, το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας φέρεται να εξετάζει τη δημιουργία ενός τέτοιου μηχανισμού για το μέλλον, γνωρίζοντας ότι οι σχετικές διαδικασίες (οριστικοποίηση του σχήματος, κοινοποίησή του στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, έγκριση κλπ) είναι εξαιρετικά χρονοβόρες και μπορούν να διαρκέσουν χρόνια.
Από το ΥΠΕΝ τονίζεται ότι οι μονάδες φυσικού αερίου στην παρούσα φάση δεν έχουν πρόβλημα βιωσιμότητας ενώ την ίδια στιγμή αναγνωρίζεται ο κρίσιμος ρόλος τους κατά τις ημέρες που το σύστημα δεν μπορεί να στηριχθεί στην παραγωγή των ΑΠΕ που χαρακτηρίζεται από τεράστια μεταβλητότητα. Όπως σημειώνουν αρμόδιες πηγές, το εύρος της ημερήσιας παραγωγής των φωτοβολταϊκών- με βάση στοιχεία του 2024- είναι από 3 έως 42 Γιγαβατώρες και αυτής των αιολικών από 3 έως 75 GWh, ενώ ο μέσος όρος της ημερήσιας κατανάλωσης είναι οι 150 Γιγαβατώρες. Στις ημέρες λοιπόν που η παραγωγή τόσο των αιολικών όσο και των φωτοβολταϊκών βρίσκεται στο ναδίρ, το φυσικό αέριο είναι η μόνη εναλλακτική για να καλυφθεί η μέση ημερήσια κατανάλωση των 150 GWh στην Ελλάδα.
Μια ακόμα παράμετρος που λαμβάνει υπόψη το ΥΠΕΝ είναι ότι στη Νοτιοανατολική Ευρώπη δεν κατασκευάζονται πολλές νέες μονάδες φυσικών αερίων, πράγμα που δίνει στην Ελλάδα το ρόλο της «εξισορρόπησης» όλης της περιοχής, με τις εξαγωγές φυσικού αερίου των ελληνικών μονάδων να είναι κομβικές για την ενεργειακή ασφάλεια των γειτονικών χωρών σε συγκεκριμένες περιόδους.
Η μεγάλη εικόνα δείχνει ότι οι ζυμώσεις για τη δημιουργία αγοράς διαθέσιμης ισχύος έχουν ξεκινήσει και ότι η κυβέρνηση εξετάζει διάφορα σενάρια προς την κατεύθυνση αυτή, με γνώμονα το ότι όταν έρθει η ώρα για τη στήριξη των μονάδων φυσικού αερίου για να μη σβήσουν, θέλει να εξασφαλίσει τις υπηρεσίες διαθέσιμης ισχύος με το λιγότερο δυνατό κόστος. Θέλει λοιπόν να έχει πολλές εναλλακτικές ώστε να μπορεί να επιλέξει το βέλτιστο σχήμα την κατάλληλη στιγμή, με τα μοντέλα υπό εξέταση να περιλαμβάνουν τις συμβάσεις επί διαφοράς (Contract for Difference) και το μοντέλο των στρατηγικών εφεδρειών. Σε κάθε περίπτωση είναι δεδομένο ότι η αποζημίωση θα «κλειδώνει» μέσω διαγωνισμών, κάτι που σημαίνει ότι η πληθώρα επενδυτών στην αγορά μονάδων φυσικού αερίου ενισχύει τον ανταγωνισμό, δημιουργώντας πρόσφορο έδαφος για τη διαμόρφωση των αμοιβών στα χαμηλότερα δυνατά επίπεδα.
Διαβάστε ακόμη