Με φόντο τη σχεδιαζόμενη απεξάρτηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης από το ρωσικό φυσικό αέριο έως το 2027 και την αυξανόμενη διείσδυση του LNG στο ενεργειακό μείγμα της περιοχής, η συζήτηση για την ανάπτυξη επιπλέον πλωτών σταθμών επαναεριοποίησης στην Ελλάδα φουντώνει. Ωστόσο, η Διευθύνουσα Σύμβουλος του ΔΕΣΦΑ, Μαρία Ρίτα Γκάλι βάζει φρένο στις υπερβολικές προσδοκίες, ξεκαθαρίζοντας πως με βάση τα σημερινά δεδομένα υπάρχει χώρος μόνο για ένα ακόμη FSRU.

Όπως τονίζει στο νέο επεισόδιο του podcast «Στην Πρίζα» η ανάπτυξη περισσότερων σταθμών αυτού του τύπου δεν είναι βιώσιμη, ούτε από πλευράς κόστους, ούτε από πλευράς ανταγωνιστικότητας. «Η ανάγκη για νέο εισαγωγικό σταθμό LNG είναι υπαρκτή, αλλά μόνο στο βαθμό που η αγορά μπορεί να τον υποστηρίξει μακροπρόθεσμα και χωρίς να επιβαρύνει το συνολικό ενεργειακό κόστος», σημειώνει χαρακτηριστικά. Πράγματι, η απόφαση για νέο FSRU δεν μπορεί να εξεταστεί αποκομμένα από το πλέγμα των συνοδευτικών επενδύσεων. Το πραγματικό ερώτημα δεν είναι αν «χωράει» άλλο ένα FSRU, αλλά αν υπάρχει οικονομικά βιώσιμη και τεχνικά ώριμη δυνατότητα σύνδεσής του με το δίκτυο, χωρίς να υπονομεύεται η μακροπρόθεσμη ανταγωνιστικότητα του ελληνικού κόμβου έναντι άλλων στην Κεντρική ή Βόρεια Ευρώπη.

Όπως εξηγεί η Μαρία Ρίτα Γκάλι, «περισσότερα από ένα FSRU απαιτούν σημαντικές πρόσθετες επενδύσεις σε δίκτυο, γεγονός που ενδέχεται να μειώσει την ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας έναντι άλλων σημείων εισόδου φυσικού αερίου στην Ευρώπη». Η ανάγκη για νέους αγωγούς προκύπτει από δύο παραμέτρους: Πρώτον, τα FSRU τοποθετούνται συνήθως σε λιμάνια με δυνατότητα πρόσδεσης μεγάλων πλοίων LNG, τα οποία όμως βρίσκονται εκτός των βασικών σημείων διασύνδεσης του υφιστάμενου εθνικού συστήματος. Συνεπώς απαιτείται νέος αγωγός για να φέρει το καύσιμο στο κεντρικό δίκτυο. Επιπλέον, για να υποστηριχθεί ο στρατηγικός ρόλος της Ελλάδας ως κόμβου εξαγωγών προς τα Βαλκάνια, οι αγωγοί που θα συνοδεύουν ένα νέο FSRU πρέπει να είναι bidirectional, δηλαδή να επιτρέπουν ροές και προς τον βορρά και προς τον νότο. Αυτό μεταφράζεται σε επιπλέον σταθμούς συμπίεσης, αισθητά υψηλότερα κόστη, καθώς και πολυεπίπεδες αδειοδοτικές διαδικασίες.

Ακόμη και ο χρονικός ορίζοντας υλοποίησης τέτοιων υποδομών δεν είναι αμελητέος. Η κατασκευή ενός FSRU μπορεί να ολοκληρωθεί σε δύο χρόνια, ωστόσο οι αγωγοί και οι συνοδευτικοί σταθμοί χρειάζονται άλλα τόσα — ή και περισσότερα — ανάλογα με τη γεωμορφολογία, τις περιβαλλοντικές αδειοδοτήσεις και την ωριμότητα του project.

Το αποτέλεσμα είναι ότι ενώ το FSRU προβάλλεται συχνά ως μια «ευέλικτη» λύση, στην πραγματικότητα μεταφέρει την επενδυτική βαρύτητα από τη θαλάσσια εγκατάσταση στο χερσαίο δίκτυο. Αυτή η μετάθεση κόστους και πολυπλοκότητας πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη από τη ρυθμιστική αρχή, τους διαχειριστές και τους υποψήφιους επενδυτές — ειδικά σε μια περίοδο που το ευρωπαϊκό δίκτυο εισέρχεται σε φάση κορεσμού χωρητικότητας LNG και επιλεκτικής κατανομής πόρων.

Ως εκ τούτου, αυτές οι ανάγκες αυξάνουν σημαντικά το συνολικό επενδυτικό κόστος και, σε συνθήκες έντονου ανταγωνισμού από χώρες όπως η Πολωνία, η Γερμανία και η Ιταλία –που αναπτύσσουν κι εκείνες νέα σημεία εισόδου–, η οικονομική βιωσιμότητα ενός δεύτερου ή τρίτου FSRU καθίσταται αβέβαιη, σύμφωνα με τον ΔΕΣΦΑ. Σύμφωνα με τα στοιχεία της έκθεσης “2025 World LNG Report” που δημοσίευσε πριν μερικές ημέρες το International Gas Union (IGU), η Ευρώπη αναμένεται να εγκαινιάσει τέσσερα νέα FSRUs εντός του 2025, τα οποία θα έχουν συνολική δυναμικότητα 9,8 MTPA (εκατομμύρια τόνους ετησίως) και θα βρίσκονται σε Γερμανία, Ιταλία, Εσθονία και Κύπρο.

Υπενθυμίζεται πως στην Ελλάδα έχει εκδηλωθεί ενδιαφέρον από εταιρείες για τη λειτουργία νέων FSRUs. Συγκεκριμένα, FSRU σχεδιάζει η εταιρεία Διώρυγα Gas, του ομίλου Motor Oil, κοντά στην Κόρινθο. Στις αρχές του 2025, το project έλαβε πράσινο φως από το ΥΠΕΝ. Παράλληλα, έγκριση από τη ΡΑΑΕΥ έχει λάβει το FSRU που σχεδιάζει η Elpedison στη Θεσσαλονίκη, για το οποίο αναμένεται σύντομα η τελική επενδυτική απόφαση. Ως προς το FSRU που σχεδιάζει η Mediterranean Gas στον Βόλο, η τελική επενδυτική απόφαση αναμένεται στις αρχές του επόμενου χρόνου. Τέλος, την εγκατάσταση δεύτερου FSRU στην Αλεξανδρούπολη εξετάζει η Gastrade.

Σημειώνεται πως αυτήν την περίοδο υπάρχουν 48 FSRUs σε όλο τον κόσμο, τα οποία αποτελούν το 6,5% του παγκόσμιου στόλου LNG. Πέραν των πλωτών μονάδων επαναεριοποίησης, δηλαδή των FSRUs, υπάρχουν και κάποιες υπεράκτιες μονάδες (offshore) επαναεριοποίησης. Μέχρι το τέλος του 2024, υπήρχαν 52 ενεργές πλωτές και υπεράκτιες μονάδες επαναεριοποίησης, με συνολική δυναμικότητα 207,3 MTPA. Αυτές οι εγκαταστάσεις αντιπροσωπεύουν περίπου το 20% της παγκόσμιας δυναμικότητας επαναεριοποίησης, αναφέρει το IGU. Το περασμένο έτος τέθηκαν σε λειτουργία 8 FSRUs προσθέτοντας 34,4 MTPA δυναμικότητας. Η Ευρώπη αντιπροσώπευε πάνω από το 50% αυτής της αύξησης, απόρροια της «στροφής» της προς το LNG. Ισχυρή ανάπτυξη των FSRUs παρατηρήθηκε και στη Λατινική Αμερική, με τρεις νέες πλωτές μονάδες πέρυσι.

Το comeback του LNG στο ελληνικό μείγμα – Τι αλλάζει το 2025

Πάντως, η σημαντική ανατροπή στο ισοζύγιο των εισαγωγών φυσικού αερίου στην Ελλάδα είναι ήδη ορατή από το πρώτο τρίμηνο του 2025, με το LNG να καλύπτει περίπου το 49% των συνολικών εισαγωγών. Όπως εξηγεί η Διευθύνουσα Σύμβουλος του ΔΕΣΦΑ, Μαρία Ρίτα Γκάλι, το ποσοστό αυτό υποδιπλασιάστηκε το 2024 – είχε μειωθεί στο 22% έως 26%, από 40%–44% που ήταν σταθερά τα προηγούμενα χρόνια. Ο λόγος αυτής της διακύμανσης, κατά την ίδια, δεν ήταν άλλος από την εισαγωγή μεγάλων ποσοτήτων αγωγού φυσικού αερίου μέσω του TurkStream.

Όμως, από τις αρχές του 2025, η εικόνα άλλαξε εκ νέου. «Το LNG επιστρέφει γιατί αυξάνεται η ζήτηση», τονίζει η Γκάλι. Και αυτό συμβαίνει για δύο λόγους: αφενός επειδή η ζήτηση για φυσικό αέριο στην Ελλάδα αυξάνεται σταθερά, κυρίως λόγω της ηλεκτροπαραγωγής, η οποία –όπως υπογραμμίζει– παραμένει ισχυρή, καθώς η χώρα εξάγει ρεύμα προς τις γειτονικές βαλκανικές χώρες. Και αφετέρου διότι ο TurkStream έχει φυσικούς περιορισμούς χωρητικότητας, κάτι που σημαίνει ότι, όταν η ζήτηση ξεπερνά ένα επίπεδο, η μόνη διαθέσιμη εναλλακτική είναι το LNG. Αναφορικά με τις προοπτικές για το υπόλοιπο του 2025 και το 2026, κα Γκάλι απέφυγε τις προβλέψεις, εξηγώντας ότι η κατανομή LNG/pipe gas εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις τιμές στην παγκόσμια αγορά. Ωστόσο, το γεγονός ότι η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας με φυσικό αέριο στην Ελλάδα παραμένει υψηλή –και αναμένεται να συνεχίσει έτσι λόγω εξαγωγών προς τα Βαλκάνια– οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η τάση ενίσχυσης του LNG θα συνεχιστεί. «Η περαιτέρω αύξηση της ζήτησης θα απαιτήσει πρόσθετες ποσότητες φυσικού αερίου, και αυτό σημαίνει LNG», σημειώνει χαρακτηριστικά.

Η αύξηση του ρόλου του LNG στο εγχώριο μίγμα δεν συνδέεται μόνο με την εγχώρια ζήτηση. Όπως ξεκαθαρίζει η κα Γκάλι, το ελληνικό σύστημα είναι ήδη σε θέση να αντικαταστήσει πλήρως τις ποσότητες ρωσικού φυσικού αερίου που κατανάλωνε η χώρα, χάρη στις υποδομές που έχουν ολοκληρωθεί τα τελευταία χρόνια. Συγκεκριμένα, η συνολική κατανάλωση φυσικού αερίου στην Ελλάδα ανέρχεται σήμερα περίπου σε 6–7 δισ. κυβικά μέτρα ετησίως (bcm). Ωστόσο, η υφιστάμενη εισαγωγική ικανότητα —συμπεριλαμβανομένων της Ρεβυθούσας, του TAP και της διασύνδεσης με την Τουρκία μέσω Κήπων— φτάνει τα 14 έως 15 bcm ετησίως, σχεδόν διπλάσια από τη ζήτηση. «Από πλευράς υποδομών, είμαστε ήδη πλήρως εξοπλισμένοι για την πλήρη υποκατάσταση του ρωσικού αερίου», επισημαίνει η κα Γκάλι.

Η πραγματική πρόκληση, ωστόσο, δεν αφορά την εγχώρια αγορά, αλλά τον ρόλο της Ελλάδας στην εξυπηρέτηση της ζήτησης των γειτονικών χωρών, που είτε δεν διαθέτουν τερματικούς σταθμούς LNG είτε δεν έχουν επαρκή πρόσβαση σε εναλλακτικές πηγές. Χώρες όπως η Βουλγαρία, η Ρουμανία, η Σερβία, η Ουγγαρία, η Μολδαβία και η Ουκρανία θα χρειαστεί να καλύπτουν ολοένα και μεγαλύτερο μέρος των αναγκών τους μέσω LNG που θα εισάγεται από άλλες ευρωπαϊκές χώρες — και η Ελλάδα, με τις νέες διασυνδέσεις της, είναι στρατηγικά τοποθετημένη ώστε να αποτελέσει έναν από τους βασικούς διαμετακομιστικούς κόμβους. Ήδη από το 2022, όταν η Ρωσία διέκοψε τον εφοδιασμό της Βουλγαρίας, η Ελλάδα ήταν σε θέση να καλύψει άμεσα και πλήρως τις ανάγκες της γειτονικής χώρας, αντιστρέφοντας τις ροές αερίου στο σύστημα, όπως σημειώνει η κα Γκάλι.

Η ενίσχυση του ρόλου της Ελλάδας ως ενεργειακής «γέφυρας» προς την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη αντανακλάται και στην ραγδαία αύξηση της εξαγωγικής ικανότητας του ελληνικού δικτύου μεταφοράς φυσικού αερίου. Όπως εξηγεί η κα Γκάλι, μέχρι το τέλος του 2022 η δυναμικότητα εξαγωγής κυμαινόταν στα 2 δισ. κυβικά μέτρα ετησίως (bcm). Μέσα σε έναν χρόνο, το νούμερο αυτό διπλασιάστηκε στα 5 bcm, ενώ έως το τέλος του 2025 αναμένεται να φτάσει τα 8,5 bcm. «Αυτό που χρειάζεται ένα σύστημα είναι να είναι καλά διασυνδεδεμένο και ευέλικτο», υπογραμμίζει η κα Γκάλι, εξηγώντας πως το φυσικό αέριο δεν ρέει “ελεύθερα” στους αγωγούς. Για να κινηθεί, απαιτείται πίεση — δηλαδή συμπιεστές — που επιτρέπουν την προώθηση του αερίου σε διαφορετικές κατευθύνσεις. Η κα Γκάλι παραπέμπει χαρακτηριστικά στην περίπτωση του Απριλίου 2022, όταν, μέσα σε μία νύχτα, η Ελλάδα μπόρεσε να αναστρέψει τις ροές και να καλύψει το 100% των αναγκών της Βουλγαρίας, μετά τη διακοπή παροχής ρωσικού αερίου.

Απαντώντας σε ερώτηση για το πώς οι νέοι κανόνες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που περιορίζουν την εισαγωγή ρωσικού φυσικού αερίου θα επηρεάσουν την Ελλάδα, η Μαρία Ρίτα Γκάλι δηλώνει με σαφήνεια ότι η χώρα δεν αναμένεται να αντιμετωπίσει πρόβλημα από την πλευρά της προσφοράς. «Το σύστημα είναι ήδη εξοπλισμένο ώστε να καλύψει τη συνολική ζήτηση χωρίς ρωσικό αέριο», τονίζει. Ωστόσο, η πρόκληση εντοπίζεται στις τιμές. Και εκεί, η μεταβλητότητα είναι η νέα κανονικότητα: «Οι τιμές δεν καθορίζονται πλέον σε εθνικό ή καν σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Καθορίζονται από την παγκόσμια ισορροπία προσφοράς και ζήτησης LNG», υπογραμμίζει. Η Ευρώπη, προσθέτει, εξαρτάται πλέον από το πόσο έντονα θα ανταγωνιστεί με την Ασία, ιδίως την Κίνα, για την εξασφάλιση φορτίων LNG στη spot αγορά.

Η κατάσταση καθίσταται πιο περίπλοκη, καθώς το 2026–2027 θα τεθούν σε λειτουργία πολλές νέες μονάδες υγροποίησης LNG διεθνώς. Αυτό σημαίνει ότι θα αυξηθεί η παγκόσμια προσφορά, κάτι που εκτιμάται ότι θα εξισορροπήσει τη σταδιακή μείωση του ρωσικού αερίου στην Ευρώπη. Ως εκ τούτου, η κα Γκάλι δεν αναμένει πρόβλημα στον εφοδιασμό, αν και παραδέχεται ότι η τιμολογιακή πίεση θα παραμείνει και θα εξαρτάται από τη ζήτηση στην Ασία και τη διαθεσιμότητα φορτίων από ΗΠΑ, Κατάρ, Αυστραλία και Αφρική.

Αναφερόμενη ειδικά στη φετινή θερινή περίοδο και τον επόμενο χειμώνα, η CEO του ΔΕΣΦΑ εμφανίζεται καθησυχαστική. Οι αποθήκες της Ευρώπης, όπως σημειώνει, βρίσκονται σε απολύτως φυσιολογικά επίπεδα, ακόμη και ελαφρώς πάνω από τον μέσο όρο της προηγούμενης δεκαετίας. Αυτό οφείλεται κυρίως στους δύο ήπιους χειμώνες που προηγήθηκαν. Το 2025, ωστόσο, είναι διαφορετικό. Η πλήρωση των αποθηκών δεν θα γίνει –όπως παλιότερα– με ρωσικό αγωγό αέριο, αλλά κυρίως με LNG. Αυτό δημιουργεί μια χρονικά συμπιεσμένη περίοδο αυξημένης ζήτησης spot φορτίων, με την Ευρώπη και την Ασία να ανταγωνίζονται για τις ίδιες ποσότητες. Όπως εξηγεί, οι τιμές ήδη ενσωματώνουν αυτήν τη δυναμική, και –εφόσον η κινεζική ζήτηση παραμείνει συγκρατημένη και συνεχιστούν οι εμπορικές αβεβαιότητες γύρω από τους αμερικανικούς δασμούς– ενδέχεται να δούμε ήπιες αυξήσεις, αλλά όχι δραματικές.

Το μήνυμα μας της ήταν πως η αυξημένη κατανάλωση φυσικού αερίου δεν αντιστρατεύεται τις ΑΠΕ, αλλά τις συμπληρώνει, εξασφαλίζοντας σταθερότητα σε ένα σύστημα που γίνεται όλο και πιο μεταβλητό λόγω της ηλιακής και αιολικής παραγωγής. Το φυσικό αέριο δεν χρησιμοποιείται πλέον ως βασικό φορτίο (baseload), αλλά ως εργαλείο ευελιξίας, ενεργοποιούμενο όποτε απαιτείται. «Είναι dispatchable – μπορείς να το ενεργοποιήσεις όταν το χρειάζεσαι, όχι όταν απλώς είναι διαθέσιμο», λέει χαρακτηριστικά.

Διαβάστε ακόμη