Η νέα εποχή στις ελληνοτουρκικές σχέσεις δεν ξεκινά από ένα μεμονωμένο γεγονός αλλά είναι αποτέλεσμα μιας σειράς εξελίξεων και κινήσεων που έχουν διαμορφώσει διαφορετικά τις ισορροπίες στην Ανατολική Μεσόγειο τους τελευταίους μήνες. Αυτό υπογράμμισε ο Δρ. Κωνσταντίνος Φίλης, Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Εκτελεστικός Διευθυντής του ΙΔΙΣ, στο podcast του ΑΔΜΗΕ στην «Πρίζα» αναλύοντας τις τουρκικές διεκδικήσεις στα ενεργειακά projects και τον ρόλο που διαδραματίζει η στρατηγική προσέγγιση ΗΠΑ – Τουρκίας.
Ο Δρ. Φίλης επισήμανε ότι η Ελλάδα τους τελευταίους μήνες έχει κινηθεί ενεργά στο διπλωματικό και θεσμικό πεδίο, προχωρώντας σε συγκεκριμένες ενέργειες άσκησης ή δήλωσης κυριαρχικών δικαιωμάτων, κάτι που ενόχλησε βαθύτατα την Τουρκία. Η χωροθέτηση θαλάσσιων πάρκων αποτέλεσε ένα πρώτο βήμα, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το πάρκο στις νότιες Κυκλάδες, σε περιοχή που εφάπτεται στις λεγόμενες «γκρίζες ζώνες», μια θεωρία που προβάλλει επί δεκαετίες η Άγκυρα για να αμφισβητήσει ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα. Σημαντικό σταθμό αποτέλεσε και ο θαλάσσιος χωροταξικός σχεδιασμός, στον οποίο για πρώτη φορά η Ελλάδα αποτύπωσε σε χάρτη τις θέσεις της για τα δυνητικά όρια της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας της – μια κίνηση που, όπως είπε, «ενόχλησε ιδιαιτέρως την Τουρκία».
Ακόμη πιο κρίσιμο στοιχείο ήταν η έλευση της Chevron νότια της Κρήτης, σε περιοχή που εφάπτεται στο Τουρκολιβυκό Μνημόνιο. «Η Chevron δεν είναι κράτος, αλλά καταλαβαίνουμε όλοι ότι μια τέτοια μεγάλη εταιρεία δεν θα μπορούσε να έρθει στην Ελλάδα και μάλιστα να προκαλέσει η ίδια τον διαγωνισμό, χωρίς να έχει λάβει το πράσινο φως από την κυβέρνηση των ΗΠΑ», υπογράμμισε. Η δραστηριοποίηση μιας αμερικανικής πετρελαϊκής σε θαλάσσια οικόπεδα τα οποία η Τουρκία και η κυβέρνηση της Τρίπολης θεωρούν ότι εμπίπτουν στη δική τους συμφωνία, δημιουργεί ένα επιπλέον αγκάθι στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Η αντίδραση της Άγκυρας δεν περιορίστηκε σε δηλώσεις. Η Τουρκία κατέθεσε δικό της χάρτη θαλάσσιων πάρκων, επιχειρώντας να απαντήσει στις ελληνικές κινήσεις. Όπως επισήμανε ο Φίλης, μια τέτοια εξέλιξη θα μπορούσε να προκαλέσει σοβαρά ζητήματα στην ελεύθερη ναυσιπλοΐα, ιδίως για τα πλοία που κινούνται από και προς τη Μαύρη Θάλασσα. «Δεν είναι η εβδομάδα αυτή που καθόρισε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Είναι όλα όσα έχουν συμβεί τους τελευταίους μήνες, που έχουν βάλει σε μια άλλη ρότα τις σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Η ρητορική του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ότι «παίρνουμε το μερίδιο που μας αναλογεί από τους πόρους της Μεσογείου» εντάσσεται στη γνωστή του αντίληψη του «καζάν-καζάν». Όπως εξηγεί ο Δρ. Φίλης, η συνεκμετάλλευση για τον Τούρκο πρόεδρο σημαίνει ότι «τα μισά που μου αναλογούν είναι δικά μου και τα μισά που σας αναλογούν επίσης δικά μου». Η Τουρκία, σημειώνει, σφετερίζεται κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας και της Κυπριακής Δημοκρατίας, προσπαθώντας να τα προσφέρει σε τρίτες χώρες όπως η Λιβύη, προκειμένου να αποσπάσει πολιτικά ανταλλάγματα. Μόνο η κυβέρνηση της Τρίπολης, λόγω της εξάρτησής της από την τουρκική στρατιωτική υποστήριξη, έχει συνάψει τέτοια συμφωνία, ενώ η Αίγυπτος αρνείται να προχωρήσει σε παράνομες διευθετήσεις.
Ο Δρ. Φίλης παρατηρεί ότι η Τουρκία επιχειρεί να προσεγγίσει και την Αίγυπτο, ιδιαίτερα υπό το φως των εξελίξεων στη Γάζα, με πιθανότητα στρατιωτικής συνεργασίας, γεγονός που δεν αποτελεί θετική εξέλιξη για την Ελλάδα. Παρόλα αυτά, εκτιμά ότι οι σχέσεις Αθήνας και Καΐρου είναι τόσο ισχυρές και η δυσπιστία της αιγυπτιακής ηγεσίας απέναντι στον Ερντογάν τόσο βαθιά, ώστε δεν αναμένεται να αλλάξουν ριζικά οι ισορροπίες.
Η Τουρκία, συνεχίζει, λειτουργεί με όρους ισχύος και όχι με βάση το διεθνές δίκαιο, το οποίο ερμηνεύει κατά το δοκούν για να ενισχύσει τη θέση της. Η συνάντηση Ερντογάν – Τραμπ μπορεί να είχε θετική επικοινωνιακή εικόνα και να ενίσχυσε το προφίλ του Τούρκου προέδρου, όμως δεν απέφερε ουσιαστικά αποτελέσματα, αφού δεν υπήρξε κοινό ανακοινωθέν και δεν σημειώθηκε πρόοδος σε ζητήματα όπως τα F-35 και τα F-16. Ο Τραμπ, προσθέτει, έθεσε στον Ερντογάν δύσκολες προϋποθέσεις, όπως τον τερματισμό των εισαγωγών ρωσικού πετρελαίου και φυσικού αερίου, κάτι που δεν είναι εύκολο να συμβεί.
Σε ενεργειακό επίπεδο, η Τουρκία επιχειρεί να έχει λόγο και να επιβάλει τη συναίνεσή της σε στρατηγικής σημασίας έργα, όπως το Great Sea Interconnector (GSI) – την ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδας – Κύπρου – Ισραήλ. Όπως εξήγησε ο Δρ. Κωνσταντίνος Φίλης, πρόκειται για ένα έργο που χρηματοδοτείται από ευρωπαϊκούς πόρους και έχει τεράστια γεωπολιτική σημασία για τον ελληνισμό συνολικά, καθώς θα τερματίσει την ενεργειακή απομόνωση της Κύπρου και θα συνδέσει ενεργειακά την Ανατολική Μεσόγειο με την Ευρώπη. «Η Κυπριακή Δημοκρατία θα εξέλθει της ενεργειακής απομόνωσης και θα υπάρξουν διασυνδέσεις της Κύπρου, του Ισραήλ και της Ελλάδας με την Ευρώπη», τόνισε.
Ο ίδιος ξεκαθάρισε ότι η Τουρκία δεν έχει κανένα νομικό λόγο ή δικαίωμα να εμπλακεί στο έργο, διότι η πόντιση ηλεκτρικών καλωδίων σε ανοικτές θάλασσες ή οι έρευνες βυθού για την προετοιμασία τους εμπίπτουν στις λεγόμενες «ελευθερίες των ανοικτών θαλασσών» και δεν απαιτούν συναίνεση γειτονικών κρατών, ακόμη κι αν αυτά θεωρούν ότι έχουν δικαιώματα στην περιοχή. «Η Τουρκία δεν έχει κανένα δικαίωμα επί του έργου. Η τοποθέτηση ενός καλωδίου ή οι προπαρασκευαστικές εργασίες δεν έχουν να κάνουν με ζητήματα υφαλοκρηπίδας και δεν προϋποθέτουν ενημέρωση των όμορων κρατών», σημείωσε χαρακτηριστικά.
Παρά την καθαρή αυτή νομική βάση, η Άγκυρα αξιώνει να δώσει τη δική της «έγκριση» και επικαλείται ως επιχείρημα ένα περιστατικό του καλοκαιριού του 2024 στην Κάσο, το οποίο, όπως είπε, ήταν αποτέλεσμα «μιας αστοχίας και από δικής μας πλευράς». Ο Δρ. Φίλης τόνισε ότι, εφόσον η Κυπριακή Δημοκρατία επιδείξει την υπευθυνότητα και την αποφασιστικότητα που απαιτείται, το σχέδιο μπορεί να υλοποιηθεί κανονικά. Ωστόσο, όπως παρατήρησε, «η πρόοδος του έργου εξαρτάται κυρίως από τη βούληση και τις επιλογές της Λευκωσίας και όχι από την Ελλάδα ή την Ευρώπη».
Στο σημείο αυτό άσκησε ευθεία κριτική στην κυπριακή πλευρά, επισημαίνοντας ότι μέχρι σήμερα δεν έχει επιδείξει την απαιτούμενη συνοχή και στήριξη στο έργο. Αν και κατά τη συνάντηση του Έλληνα πρωθυπουργού με τον Νίκο Χριστοδουλίδη στη Νέα Υόρκη τέθηκε εκ νέου το θέμα του GSI και φάνηκε διάθεση για συμβολή της Κύπρου στο μερίδιο που της αναλογεί, υπάρχουν ακόμη εσωτερικές φωνές που λειτουργούν ανασταλτικά. «Είναι σημαντικό να υπάρξει ενιαία φωνή όχι μόνο σε επίπεδο κορυφής αλλά και σε επίπεδο υπουργών, γιατί έχουμε ακούσει διαφορετικές απόψεις μέσα στο κυπριακό υπουργικό συμβούλιο», είπε.
Ο Φίλης αναφέρθηκε συγκεκριμένα στη δήλωση του Υπουργού Οικονομικών της Κύπρου, Μάκη Κεραυνού, περί ύπαρξης δύο μελετών που δήθεν καταγράφουν τεχνικά και οικονομικά προβλήματα στο έργο. «Αυτό δεν ισχύει. Αν έχεις τέτοιες μελέτες, τις μοιράζεσαι με την ελληνική πλευρά. Δεν τις αναφέρεις δημόσια εκθέτοντας και την Ελλάδα και τους συναδέλφους σου, όπως συνέβη και με την αναφορά του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας στην έρευνα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας – επίσης μια άστοχη ενέργεια», τόνισε.
Αυτές οι αστοχίες, όπως είπε, έχουν λειτουργήσει ως τροχοπέδη στην υλοποίηση ενός έργου που είναι «πάρα πολύ σημαντικό για τον ελληνισμό, για την Ελλάδα, αλλά πρωτίστως για την ίδια την Κύπρο». Εξέφρασε την ελπίδα ότι η Λευκωσία θα πάρει τη «σωστή θέση» και θα σταματήσει να δημιουργεί τεχνικά ή νομικά εμπόδια που δεν έχουν καμία ουσιαστική βάση.
Ιδιαίτερη σημασία έχει και ο κάθετος διάδρομος φυσικού αερίου, ο οποίος, όπως σημειώνει, καθιστά την Ελλάδα πύλη εισόδου και εξόδου αμερικανικού LNG προς την Ευρώπη. Με υποδομές όπως η Ρεβυθούσα και το FSRU της Αλεξανδρούπολης, που αναμένεται να διπλασιάσει τη χωρητικότητά του τα επόμενα χρόνια, η Ελλάδα μπορεί να επαναεριοποιεί υγροποιημένο φυσικό αέριο και να το διοχετεύει μέσω αγωγών μέχρι τη Μολδαβία και την Ουκρανία.
Αυτό συνιστά μια ιστορική ανατροπή, καθώς αντιστρέφεται η κατεύθυνση της ροής φυσικού αερίου: από το ρωσικό αέριο που ερχόταν επί δεκαετίες από τον βορρά προς τον νότο, περνάμε σε αμερικανικό LNG που κινείται από τον νότο προς τον βορρά. Η εξέλιξη αυτή, σε συνδυασμό με την παρουσία ισχυρών αμερικανικών ενεργειακών εταιρειών όπως η Chevron και η ExxonMobil στην Ελλάδα, δημιουργεί ένα «δίχτυ προστασίας» αμερικανικών συμφερόντων στη χώρα, με την ενέργεια να λειτουργεί ως καταλύτης γεωπολιτικών εξελίξεων σε όλη την περιοχή.
Αναφερόμενος στις σχέσεις Ελλάδας – Ισραήλ, ο Δρ. Φίλης επισημαίνει ότι αυτές έχουν ακόμη μεγαλύτερη στρατηγική σημασία από τις σχέσεις με την Αίγυπτο, καθώς παρέχουν πρόσβαση στα κέντρα λήψης αποφάσεων στην Ουάσινγκτον μέσω του ελληνοαμερικανοεβραϊκού λόμπι. Το Ισραήλ αποτελεί επίσης πρωτοπόρο στην καινοτομία και σημαντικό ενεργειακό εταίρο. Παρά ταύτα, οι ενέργειες του Ισραήλ στη Γάζα – τις οποίες ο ίδιος χαρακτηρίζει ως «εθνοκάθαρση» – δημιουργούν διπλωματικές προκλήσεις για την Ελλάδα, η οποία καλείται να ισορροπήσει ανάμεσα στη στρατηγική συνεργασία και στις ανθρωπιστικές της αρχές. Η Αθήνα, όπως σημειώνει, οφείλει να καταδικάζει τα εγκλήματα, να συμβάλλει στην ανθρωπιστική βοήθεια και να αντιτίθεται σε προτάσεις αναγκαστικού εκτοπισμού πληθυσμών, χωρίς όμως να διαρρήξει τη στρατηγική της σχέση με το Ισραήλ.
Τέλος, ο Δρ. Φίλης αναφέρεται στο πρόγραμμα SAFE και επισημαίνει ότι η Ελλάδα έχει θέσει ως απαραίτητη προϋπόθεση για την τουρκική συμμετοχή την άρση του casus belli, δηλαδή της απειλής πολέμου που εξακολουθεί να υφίσταται σε περίπτωση που η Αθήνα επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα. Είναι, όπως λέει, αδιανόητο μια χώρα να διεκδικεί ευρωπαϊκή χρηματοδότηση ενώ απειλεί στρατιωτικά κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης – πέραν της συνεχιζόμενης κατοχής της Κύπρου.
Οι επόμενοι μήνες, καταλήγει, θα είναι κρίσιμοι για τις γεωπολιτικές εξελίξεις. Η στρατηγική προσέγγιση ΗΠΑ – Τουρκίας, οι τουρκικές διεκδικήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο, η στάση της Κύπρου στο GSI, οι σχέσεις με το Ισραήλ και την Αίγυπτο και η ευρωπαϊκή στάση απέναντι στην Τουρκία θα καθορίσουν τη θέση της Ελλάδας στον ενεργειακό και γεωπολιτικό χάρτη των επόμενων ετών.
Διαβάστε ακόμη