Έναν συνολικό απολογισμό της πορείας της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα τα τελευταία έξι χρόνια παρουσίασε ο Υφυπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Νίκος Τσάφος, κατά την παρέμβασή του στη Βουλή. Με στοιχεία που συγκρίνουν την κατάσταση το 2019 και το 2025, ο Υφυπουργός αποτύπωσε τη μετάβαση της χώρας από ένα περιβάλλον υψηλού κόστους και διαρθρωτικής αδυναμίας, σε ένα πιο εξωστρεφές και τεχνικά θωρακισμένο ενεργειακό τοπίο – χωρίς όμως αυτό να έχει οδηγήσει ακόμη σε αισθητή αποκλιμάκωση των τιμών για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις.

Το 2019, σύμφωνα με τον κ. Τσάφο, η Ελλάδα βρισκόταν στην κορυφή των τιμών χονδρικής στην Ευρώπη. Η εγχώρια τιμή ήταν 34% υψηλότερη από της Βουλγαρίας και 69% υψηλότερη από της Γερμανίας. Η χώρα εισήγαγε περίπου το 18% της συνολικής κατανάλωσης ρεύματος, γεγονός που καταδείκνυε τη χαμηλή εγχώρια παραγωγή και την ενεργειακή εξάρτηση.

Την ίδια στιγμή, η ΔΕΗ βρισκόταν στα πρόθυρα χρεοκοπίας, ενώ οι επενδύσεις στα δίκτυα παρουσίαζαν κάθετη πτώση – με μείωση 21% στην περίοδο 2015-2018 σε σχέση με την προηγούμενη τριετία (2012-2014). Στον τομέα των φωτοβολταϊκών, η πρόοδος ήταν σχεδόν μηδενική, με το επενδυτικό ενδιαφέρον να παραμένει καθηλωμένο.

Ραγδαία πρόοδος, αλλά όχι χωρίς προκλήσεις

Έξι χρόνια αργότερα, το ενεργειακό τοπίο εμφανίζεται βαθιά μετασχηματισμένο. Η Ελλάδα κατατάσσεται πλέον στην 7η θέση μεταξύ των χωρών με την υψηλότερη τιμή χονδρικής στην Ευρώπη, ωστόσο έχει καταφέρει να υπερκεράσει τη Βουλγαρία, ενώ η τιμή παραμένει κατά περίπου 20% υψηλότερη από της Γερμανίας.

Κομβική είναι και η μεταβολή στο ισοζύγιο ηλεκτρικής ενέργειας, με τη χώρα να καταγράφει πλέον καθαρές εξαγωγές. Στην καρδιά αυτής της μεταστροφής βρίσκεται η εντυπωσιακή αύξηση της εγκατεστημένης ισχύος από φωτοβολταϊκά: η Ελλάδα κατατάσσεται πλέον τρίτη παγκοσμίως σε διείσδυση φωτοβολταϊκών, με τα δύο τρίτα των νέων έργων να είναι μικρής κλίμακας και να εντάσσονται στο δίκτυο του ΔΕΔΔΗΕ.

Παράλληλα, η ΔΕΗ έχει ανακάμψει πλήρως, με οικονομικά υγιή και εξωστρεφή χαρακτηριστικά, ενώ οι επενδύσεις στα δίκτυα έχουν εκτοξευτεί – με 1,5 δισ. ευρώ να προγραμματίζονται για το 2024, έναντι μόλις 300 εκατ. ευρώ ετησίως την περίοδο 2015–2018.

Παρά τις εντυπωσιακές επιδόσεις σε επίπεδο υποδομών και παραγωγής, ο ενεργειακός μετασχηματισμός της χώρας δεν έχει ακόμη μεταφραστεί σε φθηνότερο ρεύμα για τους τελικούς καταναλωτές. Ο βασικός λόγος, σύμφωνα με τον Υφυπουργό, είναι οι επίμονες διεθνείς αυξήσεις στην τιμή του φυσικού αερίου, το οποίο εξακολουθεί να παίζει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση των τιμών χονδρικής στην Ευρώπη.

Χαρακτηριστικό είναι ότι η μέση τιμή χονδρικής στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2025 διαμορφώνεται στα 99 €/MWh – υπερδιπλάσια σε σχέση με τα 46 €/MWh του 2019. Παρ’ όλα αυτά, η Ελλάδα φαίνεται να απορροφά καλύτερα τις πιέσεις: η συνολική αύξηση στην τιμή του ρεύματος για τα νοικοκυριά ανέρχεται στο 40% από το 2019, όταν ο μέσος όρος της ΕΕ αγγίζει το 44%. Επιπλέον, το δεύτερο εξάμηνο του 2024, η τιμή του ρεύματος στην Ελλάδα ήταν 19% χαμηλότερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ενώ –σε όρους αγοραστικής δύναμης– ήταν σχεδόν ταυτόσημη.

Νέες επιλογές για τους καταναλωτές: Η στροφή στα χρωματιστά τιμολόγια

Ο Υφυπουργός έκανε ειδική μνεία και στη διαφοροποίηση των τιμολογιακών προϊόντων, η οποία κερδίζει έδαφος στην αγορά. Όλο και περισσότεροι οικιακοί καταναλωτές εγκαταλείπουν το λεγόμενο «πράσινο» τιμολόγιο και επιλέγουν προϊόντα με σταθερή (μπλε) ή κυμαινόμενη (κίτρινη) χρέωση. Ήδη, το 1/3 των οικιακών πελατών έχει μετακινηθεί από το πράσινο τιμολόγιο σε εναλλακτικές επιλογές, κάτι που ο κ. Τσάφος χαρακτήρισε θετική εξέλιξη – τονίζοντας όμως ότι κάθε προϊόν ενέχει διαφορετικό επίπεδο ρίσκου και απαιτεί σωστή ενημέρωση και επιλογή. «Είναι σημαντικό οι καταναλωτές να βρουν το προϊόν που τους ταιριάζει», επεσήμανε, καλώντας σε ενίσχυση της διαφάνειας και της κατανόησης των τιμολογιακών επιλογών από το κοινό.

Η ελληνική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας διανύει μια περίοδο δυναμικής προσαρμογής και αναδιάρθρωσης. Τα δομικά προβλήματα του παρελθόντος έχουν σε μεγάλο βαθμό θεραπευθεί, η διείσδυση των ΑΠΕ αυξάνεται εντυπωσιακά και οι ενεργειακές εξαγωγές ενισχύουν τη στρατηγική θέση της χώρας. Ωστόσο, το όφελος για τους τελικούς καταναλωτές παραμένει υπό διαμόρφωση, καθώς η διεθνής συγκυρία και το υψηλό κόστος καυσίμων συνεχίζουν να ασκούν ισχυρές πιέσεις.

Διαβάστε ακόμη