Η πράσινη μετάβαση χρειάζεται ρεαλισμό, σταθερότητα και δομικές αλλαγές — αυτό ήταν το κοινό μήνυμα που κυριάρχησε στο Ninth Sustainability Summit for SE Europe & the Mediterranean του Economist, όπου τρεις από τις πιο εμβληματικές φυσιογνωμίες του ελληνικού επιχειρηματικού και χρηματοπιστωτικού χώρου κατέθεσαν τη δική τους οπτική για τις προκλήσεις και τις ευκαιρίες της νέας εποχής.

«Χρειαζόμαστε κοινή λογική, ευέλικτες πολιτικές και σταθερό πλαίσιο για μια ανώδυνη πράσινη μετάβαση», υπογράμμισε ο Παύλος Μυλωνάς, Διευθύνων Σύμβουλος της Εθνικής Τράπεζας, εστιάζοντας στις κοινωνικές και οικονομικές ισορροπίες που θα κρίνουν την επιτυχία του ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Ο Δημήτρης Παπαλεξόπουλος, πρόεδρος του Ομίλου ΤΙΤΑΝ, μίλησε για τις «πέντε σχεδιαστικές αστοχίες» του Green Deal, σημειώνοντας ότι «η Ευρώπη χρειάζεται δομικές και γενναίες παρεμβάσεις για να διορθώσει τις αδυναμίες του σχεδιασμού της και να διατηρήσει την ανταγωνιστικότητά της».

Από την πλευρά του, ο Μιχάλης Στασινόπουλος, πρόεδρος της ElvalHalcor και Executive Director της Viohalco, έστρεψε το βλέμμα στο αύριο, προτάσσοντας την ανάγκη για στρατηγική αυτονομία και κυκλική οικονομία ως προϋποθέσεις μιας ανθεκτικής και ανταγωνιστικής Ευρώπης. «Η Ευρώπη πρέπει να επενδύσει σε ρεαλισμό και πρακτικές λύσεις, όχι σε υπερβολές», τόνισε χαρακτηριστικά.

Με φόντο τις αυξανόμενες πιέσεις από τις αγορές, τον πληθωρισμό και τις γεωπολιτικές αναταράξεις, οι τρεις ομιλητές έστειλαν κοινό μήνυμα: η πράσινη μετάβαση μπορεί να πετύχει μόνο αν συνδυάσει τη φιλοδοξία με τη σταθερότητα, τη βιωσιμότητα με την ανταγωνιστικότητα και την περιβαλλοντική δράση με την οικονομική λογική.

Μυλωνάς: «Χρειάζονται κοινή λογική, ευέλικτες πολιτικές και σταθερό πλαίσιο για μια ανώδυνη πράσινη μετάβαση»

Στο πλαίσιο του Ninth Sustainability Summit for SE Europe & the Mediterranean, ο Διευθύνων Σύμβουλος της Εθνικής Τράπεζας, Παύλος Μυλωνάς, έδωσε το στίγμα μιας πιο ρεαλιστικής και ισορροπημένης προσέγγισης στη βιώσιμη ανάπτυξη, τονίζοντας ότι η Ευρώπη έχει πλέον συνειδητοποιήσει το «κόστος» της φιλοδοξίας της.

«Η Ευρώπη ήδη έχει ένα βαρύ οικονομικό μοντέλο που επηρεάζει την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεών της, και η φιλόδοξη ατζέντα για τη βιωσιμότητα του κόσμου την επιβαρύνει ακόμη περισσότερο», υπογράμμισε. Όπως σημείωσε, οι Ευρωπαίοι πολίτες αρχίζουν πλέον να αντιδρούν στο βάρος αυτής της πολιτικής, γεγονός που, όπως είπε χαρακτηριστικά, «έχει επιφέρει και πολιτικές αλλαγές που στο τέλος μάλλον θα πειθαρχήσουν την ατζέντα της Ευρώπης στο περιβάλλον, αν δεν αλλάξει».

Ο κ. Μυλωνάς τοποθέτησε την ευρωπαϊκή στρατηγική στο διεθνές πλαίσιο, παρουσιάζοντας αριθμητικά στοιχεία για τις διαφορές στο κόστος άνθρακα. «Η πολιτική της Ευρώπης βασίζεται στην τιμολόγηση των εκπομπών. Στο ETS το κόστος είναι 95 δολάρια τον τόνο CO₂, καλύπτοντας το 50% των εκπομπών. Στην Αμερική, όπου δεν υπάρχει ομοσπονδιακό σύστημα, φτάνει τα 36 δολάρια και καλύπτει μόλις το 25%, ενώ στην Κίνα το ποσοστό κάλυψης είναι 50% αλλά η τιμή μόλις 10 δολάρια», είπε. «Βλέπετε τη διαφορά που αυτό έχει πάνω στον πληθωρισμό αλλά και στην ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων».

Σύμφωνα με τον ίδιο, το πρόβλημα δεν είναι μόνο ενεργειακό αλλά βαθιά οικονομικό και πολιτικό. Η Ευρώπη, όπως εξήγησε, είναι μια οικονομική ενότητα που «εισάγει ενέργεια και θέλει μακροπρόθεσμα να είναι ανεξάρτητη μέσω ΑΠΕ, πυρηνικών και υδροηλεκτρικών». Ωστόσο, «το πρόβλημα είναι η μετάβαση. Ποιος θα την πληρώσει;», διερωτήθηκε, επισημαίνοντας ότι η συζήτηση αυτή «δεν έχει γίνει ακόμη σε βάθος».

«Ο μέσος πολίτης δεν έχει καταλάβει ποιο είναι το πραγματικό κόστος της μετάβασης, και τώρα που αρχίζει να το συνειδητοποιεί, αντιδρά», ανέφερε χαρακτηριστικά. Ο ίδιος υπενθύμισε ότι τα ευρωπαϊκά κράτη με υψηλό χρέος δεν έχουν τη δυνατότητα να επιδοτήσουν απεριόριστα την ενεργειακή μετάβαση, ενώ τόνισε πως η κρίση που διαμορφώνεται «δεν είναι καθόλου αυτονόητη».

Στο επίκεντρο της τοποθέτησής του έθεσε την ανάγκη για κοινή λογική, ευελιξία και σταθερό θεσμικό περιβάλλον. «Χρειαζόμαστε κοινή λογική, χρειαζόμαστε ευέλικτες πολιτικές και χρειαζόμαστε συμβιβασμούς», σημείωσε, προσθέτοντας πως οι αλλαγές στο ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο συχνά δημιουργούν «αβεβαιότητες που δυσκολεύουν τις επενδύσεις».

Ο κ. Μυλωνάς αναφέρθηκε επίσης στο σύστημα συνοριακής προσαρμογής άνθρακα (CBAM), χαρακτηρίζοντάς το «δύσκολο εγχείρημα», καθώς εγείρονται ερωτήματα για το ποιες επιχειρήσεις θα καλυφθούν και με ποιον τρόπο. «Προφανώς οι πιο ανταγωνιστικές, ενεργοβόρες επιχειρήσεις το χρειάζονται. Το ερώτημα είναι πού θα το εφαρμόσουμε. Το σύστημα θα τεθεί σε ισχύ από το 2026», σημείωσε, προσθέτοντας ότι οι επιδοτήσεις και ο τρόπος χρηματοδότησής τους αποτελούν ανοιχτό ζητούμενο.

«Ποιους θα επιδοτήσουμε; Πώς θα χρηματοδοτήσουμε τις επιδοτήσεις; Είναι η Ευρώπη ώριμη για τέτοια εγχειρήματα;» ανέφερε, υπογραμμίζοντας την ανάγκη για σαφείς, πρακτικές λύσεις. Κατά τον ίδιο, η σταθερότητα του θεσμικού πλαισίου αποτελεί προϋπόθεση για επενδύσεις και ανάπτυξη. «Δεν μπορούμε να αλλάζουμε το πλαίσιο κάθε τρεις και λίγο. Χρειάζεται μείωση της γραφειοκρατίας», τόνισε.

Ιδιαίτερη αναφορά έκανε στην πρόσφατη απόφαση της Ε.Ε. να εξαιρέσει τις μικρές επιχειρήσεις από τα υποχρεωτικά περιβαλλοντικά reporting, θεωρώντας την «πολύ λογική». «Χρειαζόμαστε τέτοιες απλές, ρεαλιστικές λύσεις, να συγκεντρωθούμε στα σημαντικά ώστε να καταφέρουμε τη μετάβαση σχετικά ανώδυνα», είπε, κλείνοντας με τη φράση: «Δύσκολο εγχείρημα, αλλά αυτός είναι ο σκοπός».

«Οι τράπεζες θα συνεχίσουν να στηρίζουν τη μετάβαση – Χρειάζεται σταθερότητα και έξυπνες επιδοτήσεις»

Ο Παύλος Μυλωνάς, εστίασε στον ρόλο του χρηματοπιστωτικού τομέα στη βιώσιμη μετάβαση, επισημαίνοντας ότι οι ευρωπαϊκές τράπεζες παραμένουν σταθερές στις δεσμεύσεις τους για το Net Zero, παρά τις αποχωρήσεις μεγάλων διεθνών ιδρυμάτων από τη συμμαχία GFANZ (Glasgow Financial Alliance for Net Zero).

«Το Net Zero ήταν τράπεζες που είχαν υποσχεθεί ότι θα πετύχουν ενδιάμεσους και τελικούς στόχους για τη μείωση των ρύπων – το 2030 και το 2050 αντίστοιχα», εξήγησε, προσθέτοντας ότι «δεν είναι θεωρητικό: πρώτα αποχώρησαν οι αμερικανικές τράπεζες, μετά οι βρετανικές και οι ελβετικές, και στις αρχές Οκτωβρίου η συμμαχία κατέρρευσε ουσιαστικά».

Παρόλα αυτά, τόνισε πως «οι ευρωπαϊκές τράπεζες θα παραμείνουν στους στόχους». Όπως αποκάλυψε, «η Εθνική Τράπεζα ήταν ένα από τα δύο ελληνικά μέλη και είναι το μόνο που είχε θέσει ενδιάμεσους στόχους – και θα παραμείνει σε αυτούς». Εκτίμησε μάλιστα ότι «οι περισσότερες ευρωπαϊκές τράπεζες θα συνεχίσουν στην ίδια κατεύθυνση».

Παρά τις αναταράξεις, ο κ. Μυλωνάς επέλεξε έναν τόνο συγκρατημένης αισιοδοξίας: «Το αισιόδοξο είναι ότι υπάρχουν αυτές οι οδηγίες, βρίσκονται στο χαρτί και, σε μερικά χρόνια, θα ξαναγίνουν χρήσιμες. Θα ξαναδούμε τράπεζες να επιστρέφουν στη συμμαχία. Είναι ένα μικρό κομμάτι του puzzle», είπε χαρακτηριστικά.

Αναφερόμενος στις πρακτικές των τραπεζών για τη βιώσιμη χρηματοδότηση, τόνισε ότι «οι τράπεζες μπορούν να παρακολουθούν τις εκπομπές, να πιέζουν τους πελάτες τους να κάνουν το σωστό, αλλά στο τέλος δεν είναι το κύριο σημείο της λύσης». Σύμφωνα με τον ίδιο, «αν μια επένδυση είναι βιώσιμη, δηλαδή έχει προβλέψιμες ταμειακές ροές και σταθερό μακροχρόνιο ορίζοντα, οι τράπεζες θα τη χρηματοδοτήσουν».

«Τα περισσότερα ενεργειακά έργα είναι 20ετίας», είπε, «οπότε η σταθερότητα είναι το κλειδί. Αν υπάρχει σταθερό θεσμικό πλαίσιο, δεν φοβάμαι καθόλου για τη χρηματοδότηση από τον ιδιωτικό τομέα».

Ωστόσο, υπογράμμισε ότι το κράτος έχει κρίσιμο ρόλο στη διασφάλιση αυτής της σταθερότητας. «Δεν μπορεί να αλλάζουν οι κανόνες του παιχνιδιού κάθε τόσο. Το πιο αβέβαιο περιβάλλον είναι το μεγαλύτερο κακό για τις επενδύσεις», δήλωσε χαρακτηριστικά. Θύμισε, μάλιστα, ότι «όταν πριν από μερικά χρόνια καταργήθηκαν οι σταθερές ταρίφες στα φωτοβολταϊκά, η μεταβλητότητα των τιμών δημιούργησε προβλήματα στη χρηματοδότηση».

Ο Παύλος Μυλωνάς κατέληξε επισημαίνοντας ότι, αν και η ιδιωτική χρηματοδότηση μπορεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες της πράσινης μετάβασης, απαιτείται συμπληρωματική στήριξη από το Δημόσιο. «Χρειάζονται έξυπνες επιδοτήσεις – στοχευμένες και αποδοτικές», τόνισε, εκφράζοντας ωστόσο ανησυχία για τα δημοσιονομικά περιθώρια.

«Το ερώτημα είναι από πού θα έρθουν αυτά τα χρήματα», είπε, παραπέμποντας στην παρατήρηση του Δημήτρη Παπαλεξόπουλου ότι «δεν υπάρχει δημοσιονομικός χώρος για όλα». «Γι’ αυτό ανησυχώ λίγο για το κομμάτι της δημόσιας χρηματοδότησης, περισσότερο απ’ ό,τι για το ιδιωτικό», κατέληξε, προσδίδοντας ρεαλιστική διάσταση στη συζήτηση για την οικονομία της μετάβασης.

Παπαλεξόπουλος: Η Ευρώπη χρειάζεται δομικές παρεμβάσεις – Οι 5 σχεδιαστικές αστοχίες

Για την πορεία της ευρωπαϊκής πράσινης πολιτικής μίληε και ο Δημήτρης Παπαλεξόπουλος, πρόεδρος του Ομίλου ΤΙΤΑΝ, ο οποίες έθεσε από το βήμα του συνεδρίου κρίσιμα ερωτήματα για το μέλλον της Πράσινης Συμφωνίας και της ενεργειακής μετάβασης.

Αναγνωρίζοντας τη γενναιότητα της αρχικής σύλληψης του ευρωπαϊκού Green Deal, σημείωσε ωστόσο ότι η εφαρμογή του «δεν ακολουθεί τον δρόμο που προδιαγράψαμε το 2019». Όπως είπε χαρακτηριστικά: «Ήταν μια σύλληψη καλοπροαίρετη, τολμηρή και ολιστική, αλλά βρέθηκε αντιμέτωπη με τεκτονικές αλλαγές και σκληρές γεωπολιτικές και οικονομικές πραγματικότητες, χωρίς να έχει εσωτερικά τις ευελιξίες για να προσαρμοστεί σε αυτές».

Παρά τα εμπόδια, ξεκαθάρισε ότι «δεν τίθεται θέμα αλλαγής πορείας», τονίζοντας όμως ότι «η Ευρώπη χρειάζεται δομικές και γενναίες παρεμβάσεις για να αντιμετωπιστούν οι σχεδιαστικές αστοχίες» που αναδείχθηκαν τα τελευταία χρόνια. Αναφερόμενος σε πέντε βασικές αδυναμίες του αρχικού σχεδιασμού, ο Παπαλεξόπουλος ανέπτυξε ένα συνεκτικό σκεπτικό που συνδυάζει κριτική και προτάσεις.

Η πρώτη αστοχία, όπως είπε, αφορά την υπέρμετρη μονοδιάστατη προσήλωση στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, εις βάρος άλλων κρίσιμων στόχων όπως η ενεργειακή ασφάλεια και η ανταγωνιστικότητα. «Αντί να αντιμετωπιστεί το ζήτημα ως ένα ισόπλευρο τρίγωνο –κλίμα, ενέργεια, ανταγωνιστικότητα–, η συζήτηση επικεντρώθηκε στο ένα σκέλος. Χρειάζεται ευελιξία και ηγεσία που να μπορεί να ανταποκρίνεται στις συγκρούσεις που αναπόφευκτα θα υπάρξουν», τόνισε.

Η δεύτερη αστοχία, συνέχισε, είναι η υποτίμηση του κόστους και της πολυπλοκότητας του στόχου της κλιματικής ουδετερότητας. Παρέθεσε μάλιστα στοιχεία από μελέτη της Goldman Sachs, σύμφωνα με την οποία «το πρώτο 75% της μείωσης των εκπομπών θα στοιχίσει περίπου 1 τρισ. ευρώ, αλλά το υπόλοιπο 25% θα απαιτήσει 25 τρισ. ευρώ». Όπως εξήγησε, αυτό το τελευταίο τμήμα αφορά τομείς «όπως η αγροτική παραγωγή, η αεροπορία και οι βαριές βιομηχανίες, όπου η απανθρακοποίηση είναι τεχνικά δύσκολη και οικονομικά πανάκριβη».

«Έχει η Ευρώπη το στομάχι και την ικανότητα να αντέξει τέτοιο βάρος;» αναρωτήθηκε. «Μιλάμε για μια Ευρώπη που πρέπει να αυξήσει τις δαπάνες για άμυνα, να αντιμετωπίσει το δημογραφικό πρόβλημα και να χρηματοδοτήσει την ενεργειακή της ανεξαρτησία. Όλα αυτά μαζί, μπορούν να συνυπάρξουν;».

Η τρίτη αδυναμία αφορά, κατά τον πρόεδρο του ΤΙΤΑΝ, την ανεπαρκή εξωστρέφεια της ευρωπαϊκής προσέγγισης. «Το 2019, η Ευρώπη ήταν υπεύθυνη για το 8% των παγκόσμιων εκπομπών. Το 2023, βρεθήκαμε στο 6%, και ως το 2040, αν επιμείνουμε στον στόχο του 90%, θα πέσουμε κάτω από το 1%. Όμως, αν ο υπόλοιπος κόσμος δεν ακολουθήσει, το αποτέλεσμα θα είναι αμελητέο για τον πλανήτη», επεσήμανε, θέτοντας ζήτημα ρεαλισμού στη διεθνή δράση της Ε.Ε.

Η τέταρτη αστοχία σχετίζεται με την πρόωρη επένδυση σε συγκεκριμένες τεχνολογίες, χωρίς να δοθεί χώρος στην αγορά να αναδείξει τις πιο αποδοτικές. «Επενδύουμε τεράστια ποσά, επαναλαμβάνοντας τα λάθη του παρελθόντος, όπως με τα φωτοβολταϊκά πριν από είκοσι χρόνια. Οι μεγάλοι κερδισμένοι της πράσινης μετάβασης δεν είναι οι Ευρωπαίοι, αλλά οι Αμερικανοί και οι Κινέζοι», υπογράμμισε, ασκώντας αιχμηρή κριτική στις πολιτικές βιομηχανικής στρατηγικής της Ε.Ε.

Τέλος, η πέμπτη σχεδιαστική αδυναμία, όπως είπε, είναι η εμμονή σε ένα «παραδοσιακό γεωπολιτικό μοντέλο λειτουργίας», βασισμένο σε διεθνείς οργανισμούς όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, σε μια εποχή που οι διεθνείς σχέσεις διαμορφώνονται πλέον μέσα από ανταγωνισμούς και όχι συνεργασίες. «Χρειάζεται να προσαρμοστούμε σε έναν κόσμο όπου η γεωπολιτική δεν είναι πλέον γραμμική, αλλά συγκρουσιακή», είπε.

Σύμφωνα με τον Δημήτρη Παπαλεξόπουλο, η αντιμετώπιση αυτών των πέντε δομικών προβλημάτων «μπορεί να φέρει καλύτερα αποτελέσματα για την Ευρώπη, την οικονομία της, τους πολίτες, αλλά και τον πλανήτη συνολικά».

Κλείνοντας, αναφέρθηκε ειδικά στην Ελλάδα, υπογραμμίζοντας ότι η χώρα «είναι ήδη υπεύθυνη για περίπου το ένα χιλιοστό των παγκόσμιων εκπομπών», αλλά πλήττεται αναλογικά πολύ περισσότερο από την κλιματική αλλαγή. «Η μεγάλη πρόκληση για την Ελλάδα είναι η προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή. Εκεί πρέπει να επενδύσουμε περισσότερο. Είμαστε ήδη μπροστά σε φιλοδοξία, τώρα χρειάζεται να γίνουμε μπροστά και σε ανθεκτικότητα», σημείωσε, κλείνοντας την παρέμβασή του με μεστό μήνυμα ρεαλισμού και ευθύνης.

Στασινόπουλος: «Η Ευρώπη χρειάζεται στρατηγική αυτονομία και κυκλική οικονομία για να ξανακερδίσει την ανταγωνιστικότητά της»

Ο Μιχάλης Στασινόπουλος, Executive Director της Viohalco και πρόεδρος της ElvalHalcor, περιέγραψε με ρεαλισμό το νέο παγκόσμιο σκηνικό που διαμορφώνεται μέσα σε συνθήκες εμπορικών πολέμων και γεωπολιτικής αστάθειας.

«Ζούμε απόλυτα εξελιγμένοι σε εμπορικούς πολέμους αυτή τη στιγμή», ανέφερε, σημειώνοντας ότι η Κίνα «είναι εξαιρετικά επιθετική» και αξιοποιεί ένα πλέγμα κρατικών επιδοτήσεων και χαμηλού κόστους παραγωγής που διαβρώνει την ισορροπία του διεθνούς ανταγωνισμού. Όπως είπε χαρακτηριστικά, «μεγάλες εξαγωγικές εταιρείες δίνουν μισθούς των 1.000 ευρώ για 28 ημέρες εργασίας, 12 ώρες την ημέρα, με 15% επιδοτήσεις στις εξαγωγές».

Παράλληλα, αναφέρθηκε και στις νέες κινήσεις των Ηνωμένων Πολιτειών, οι οποίες «αλλάζουν ξαφνικά την πολιτική τους, δημιουργώντας ένα νέο, εξαιρετικά επικίνδυνο περιβάλλον δασμών που απειλεί πολλούς κλάδους της οικονομίας». Κατά τον ίδιο, η αστάθεια αυτή έχει ήδη «αποσταθεροποιητικό αποτέλεσμα διεθνώς» και καθιστά αναπόφευκτη την ανάγκη αναπροσαρμογής της ευρωπαϊκής πολιτικής, όχι μόνο σε θέματα περιβάλλοντος αλλά και οικονομικής βιωσιμότητας.

Στο πλαίσιο αυτό, ο κ. Στασινόπουλος ανέδειξε την έννοια της στρατηγικής αυτονομίας, η οποία, όπως είπε, «έρχεται όλο και περισσότερο στο τραπέζι». «Μια έννοια που παλιότερα φάνταζε αιρετική, την εποχή της καλπάζουσας παγκοσμιοποίησης, σήμερα αποτελεί προϋπόθεση για τη βιωσιμότητα της Ευρώπης ως οικονομικού μπλοκ», σημείωσε.

Η στρατηγική αυτονομία, εξήγησε, «δίνει τη δύναμη όχι μόνο να παράγουμε πιο αποτελεσματικά και να ενισχύουμε την ανταγωνιστικότητα, αλλά και να αποκτούμε διαπραγματευτική ισχύ σε ένα περιβάλλον γεμάτο κατακερματισμό και επιθετικότητα». Θύμισε, μάλιστα, ότι «την πολιτική στρατηγικής αυτονομίας ακολούθησε πρώτη η Κίνα», η οποία εξασφάλισε δεσπόζουσα θέση σε κρίσιμες αγορές πρώτων υλών, όπως το μαγνήσιο. «Έχουν το 85% της παγκόσμιας παραγωγής μαγνησίου. Αν κλείσουν τα εργοστάσια αυτά, δημιουργείται τεράστιο παγκόσμιο πρόβλημα – δεν θα μπορούμε να φτιάξουμε αυτοκίνητα, αεροπλάνα, πλοία», τόνισε χαρακτηριστικά.

Ο πρόεδρος της ElvalHalcor διαφώνησε με τη ρητορική ότι η Ευρώπη έχει χάσει τη δυνατότητά της να παράγει και να καινοτομεί. «Δεν συμφωνώ καθόλου με τις γενικόλογες τοποθετήσεις ότι η Ευρώπη είναι καταδικασμένη ή δεν μπορεί να σταθεί μακροπρόθεσμα στις αγορές και στην τεχνολογία. Η Ευρώπη έχει αποδείξει διαχρονικά ότι μπορεί να καινοτομεί και να ηγείται διεθνώς», είπε.

Αναφερόμενος σε παραδείγματα, τόνισε ότι «υπάρχουν εταιρείες όπως η Airbus, η Siemens που βρίσκονται ανάμεσα στις πιο καινοτόμες διεθνώς — και αρκετά πιο “πράσινες”». Όπως πρόσθεσε, και στον τομέα των μετάλλων «υπάρχει τεράστια καινοτομία, επιχειρήσεις με όραμα και διεθνή εμβέλεια, που μπορούν να στηρίξουν μια νέα ευρωπαϊκή στρατηγική εξωστρέφειας». Για τον ίδιο, αυτή η «πολυμορφία» της Ευρώπης είναι πλεονέκτημα. «Η Ευρώπη μπορεί να μετατρέψει την ποικιλία της σε ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, αν σταματήσει τις επιφανειακές δηλώσεις περί παρακμής και επικεντρωθεί στη δουλειά», υπογράμμισε.

Ο κ. Στασινόπουλος αναφέρθηκε και στη σημασία της κυκλικής οικονομίας ως κεντρικού μοχλού για μια πιο αυτόνομη και ανθεκτική Ευρώπη. «Η κυκλική οικονομία συνδυάζει τη βιωσιμότητα, τις μειωμένες εκπομπές, τις νέες τεχνολογίες και την ανταγωνιστικότητα», είπε, επισημαίνοντας ότι μπορεί να «εξοικονομήσει έως 250 εκατ. τόνους CO₂ ετησίως στην Ευρώπη» μέσω ισχυρότερων πολιτικών ανακύκλωσης.

Από τη δική του πλευρά, εστίασε στο θέμα των scrap και αποβλήτων, τονίζοντας ότι η κυκλικότητα «μεταμορφώνει τα απόβλητα σε φυσικούς πόρους και πλούτο». «Οι πρώτες ύλες επαναχρησιμοποιούνται, αλλά σήμερα χάνονται σε μεγάλο βαθμό λόγω χαλαρών πολιτικών και καθυστερήσεων», είπε, επισημαίνοντας ότι «οι πολιτικές για την κυκλικότητα πρέπει να έχουν ως προτεραιότητα τα οφέλη για την οικονομία και να αποφεύγουν τις στρεβλώσεις ή τα υπερκέρδη σε συγκεκριμένους κλάδους».

Έντονη ήταν η αναφορά του και στη γραφειοκρατία και την έλλειψη συντονισμού εντός της Ε.Ε., τα οποία, όπως είπε, αποτελούν βασικούς λόγους για την καθυστέρηση της Ευρώπης σε σχέση με άλλες οικονομίες. «Εμείς, για παράδειγμα, στον κλάδο του αλουμινίου, περιμένουμε εδώ και 1,5 χρόνο τη δημιουργία ενός τελωνειακού κωδικού για συγκεκριμένο προϊόν που η Κίνα εξάγει παρακάμπτοντας τα μέτρα anti-dumping», αποκάλυψε, δείχνοντας την έκταση της δυσλειτουργίας.

Ο Μιχάλης Στασινόπουλος επισήμανε ότι η στρατηγική αυτονομία «δεν υπονομεύει τη διεθνή συνεργασία», αλλά αντίθετα «αν επιτευχθεί, θα την αναβαθμίσει». «Η Ευρώπη μπορεί να γίνει πιο ισχυρή παραγωγικά και να συμβάλει θετικά στον πλανήτη μέσα από την κυκλικότητα και τη βιώσιμη ανάπτυξη», κατέληξε, αφήνοντας ένα καθαρό μήνυμα για μια νέα εποχή ρεαλισμού και παραγωγικής αναγέννησης στην ευρωπαϊκή οικονομία.

Στην τελική φάση της συζήτησης, Ο Δημήτρης Παπαλεξόπουλος εστίασε εκ νέου στον μηχανισμό συνοριακής προσαρμογής άνθρακα (CBAM), τονίζοντας ότι αποτελεί «αναπόσπαστο και απαραίτητο κομμάτι» του ευρωπαϊκού συστήματος εμπορίας ρύπων. «Χωρίς αυτό δεν μπορούν να σταθούν μεγάλοι βιομηχανικοί κλάδοι της Ευρώπης όπως ο χάλυβας, το τσιμέντο, το αλουμίνιο και τα αυτοκίνητα», υπογράμμισε, εξηγώντας πως παρότι η ανάγκη του είναι ευρέως αποδεκτή, «η εφαρμογή του έχει καταστεί εξαιρετικά δύσκολη στην πράξη, δημιουργώντας αντιδράσεις τόσο εντός όσο και εκτός Ευρώπης».

Όπως σημείωσε, πολλές αναπτυσσόμενες χώρες βλέπουν το μέτρο «ως μια νέα μορφή ευρωπαϊκού προστατευτισμού», ενώ σοβαρά ζητήματα προκαλεί και το ζήτημα των εξαγωγών. «Η Ευρώπη αυτοπυροβολείται επιβάλλοντας το πλήρες κόστος διοξειδίου στις εξαγωγές της, καθιστώντας τες μη ανταγωνιστικές. Αυτό δεν έχει ακόμη λυθεί», είπε χαρακτηριστικά. Ο πρόεδρος του ΤΙΤΑΝ εξήγησε ότι το CBAM βρίσκεται αυτή τη στιγμή «σε μεταβατική φάση» και θα εφαρμοστεί πλήρως «στις αρχές του 2026». «Το πρώτο διάστημα θα έχουμε την ευκαιρία να δούμε πώς λειτουργεί στην πράξη και να προχωρήσουμε σε διορθωτικές κινήσεις», ανέφερε, εκτιμώντας ότι η Κομισιόν θα επανεξετάσει συνολικά το ETS την ίδια χρονιά.

Εμφανίστηκε, πάντως, υπέρ μιας πιο ρεαλιστικής προσέγγισης στους στόχους εκπομπών: «Αντί να επιδιώκουμε βεβιασμένα το 90% μείωση έως το 2040, γιατί να μην θέσουμε στόχο 75%, με το υπόλοιπο 15% να καλύπτεται με πιο αποδοτικούς και οικονομικούς τρόπους;», διερωτήθηκε. «Υπάρχουν πολλοί τρόποι να δούμε συνολικά το ζήτημα, με λογική και ευελιξία».

Κλείνοντας, ο Μιχάλης Στασινόπουλος, ο οποίος συμφώνησε με την ανάγκη ενός πιο ρεαλιστικού και πρακτικού πλαισίου εφαρμογής των ευρωπαϊκών πολιτικών, προσθέτοντας ότι «η κυκλική οικονομία είναι το πιο καθαρό win–win για την Ευρώπη».

«Δεν έχει τεράστιο κόστος· είναι μια πραγματική ευκαιρία για το περιβάλλον και την οικονομία. Με λίγες κανονιστικές παρεμβάσεις και χωρίς επιδοτήσεις, μπορεί να κινηθεί πολύ πιο γρήγορα», ανέφερε, σημειώνοντας πως οι βιομηχανίες μετάλλων «ήδη αξιοποιούν εκατομμύρια τόνους αποβλήτων και εναλλακτικών υλικών από ανακύκλωση, μειώνοντας σημαντικά τις εκπομπές». Ο πρόεδρος της ElvalHalcor επισήμανε ότι «η κυκλική οικονομία είναι μεγάλη ευκαιρία για την Ευρώπη, αλλά χρειάζεται ταχύτητα, σταθερότητα και κοινό όραμα». Κλείνοντας, τόνισε:  «Αν η Ευρώπη επενδύσει στην πρακτική προσέγγιση των θεμάτων, θα δείξει ότι μπορεί να διαχειριστεί τέτοιου είδους σοβαρά ζητήματα για το μέλλον της και να αναβαθμίσει τη θέση της διεθνώς».

Διαβάστε ακόμη