Η Ελλάδα καλείται να αποφασίσει πώς θα αξιοποιήσει ένα από τα σημαντικότερα αλλά και πιο αναξιοποίητα ενεργειακά της πλεονεκτήματα: το γεωθερμικό της δυναμικό. Παρά τη γεωλογική της εύνοια, η χώρα παραμένει ουραγός στην αξιοποίηση της γεωθερμικής ενέργειας, με έργα που επί δεκαετίες έμειναν ημιτελή ή περιορίστηκαν σε ερευνητικό επίπεδο. Το τοπίο αυτό επιχειρεί να αλλάξει η ΔΕΗ Ανανεώσιμες, -αφού σύμφωνα με πληροφορίες του energygame.gr- «τρέχουν» στη Λέσβο δύο έργα ηλεκτροπαραγωγής από γεωθερμία, τα οποία φιλοδοξούν να αποδείξουν στην πράξη ότι η τεχνολογία μπορεί να συμβάλει ουσιαστικά στη διαφοροποίηση και την ενίσχυση του ελληνικού ενεργειακού μείγματος.

Η Λέσβος, που είχε βρεθεί και στο παρελθόν στο επίκεντρο γεωθερμικών ερευνών χωρίς συνέχεια, επιστρέφει σήμερα δυναμικά στον χάρτη, μέσα από ένα ενιαίο σχέδιο ανάπτυξης που περιλαμβάνει αφενός την εγκατάσταση μιας πιλοτικής μονάδας μικρής κλίμακας ισχύος 250 kW και αφετέρου την κατασκευή μιας μονάδας ηλεκτροπαραγωγής μεγαλύτερης δυναμικότητας. Οι δύο αυτές παρεμβάσεις αποτελούν κρίσιμα βήματα μιας στρατηγικής που στοχεύει όχι απλώς στην αξιοποίηση των υψηλών θερμοκρασιών του υπεδάφους της Λέσβου, αλλά και στην επανεκκίνηση της γεωθερμίας ως αξιόπιστου πυλώνα της ενεργειακής μετάβασης στη χώρα.

Την ίδια στιγμή, ζεσταίνει τις μηχανές και το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας αφού ετοιμάζει μέχρι το τέλος του έτους πρόταση για την αναμόρφωση του θεσμικού πλαισίου και τη θέσπιση νέων κινήτρων, με στόχο να επανεκκινήσει το επενδυτικό ενδιαφέρον και να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για μια δυναμική ανάπτυξη του κλάδου.

Η πιλοτική μονάδα των 250 kW

Η πρώτη φάση αφορά την πιλοτική μονάδα, για την οποία σύμφωνα με πληροφορίες του energygame.gr στις 9 Οκτωβρίου προκηρύσσεται ο διεθνής διαγωνισμός. Το έργο αυτό έχει ως στόχο να λειτουργήσει ως τεχνολογική «προμελέτη» και να δώσει κρίσιμα δεδομένα για την αξιοποίηση του γεωθερμικού πεδίου της Λέσβου. Μετά την προκήρυξη, θα ακολουθήσει περίπου ένας μήνας για την αξιολόγηση των προσφορών, ενώ ο χρόνος παράδοσης του εξοπλισμού υπολογίζεται σε 8 έως 10 μήνες. Αυτό σημαίνει ότι η πιλοτική μονάδα μπορεί να έχει ολοκληρωθεί και να τεθεί σε λειτουργία προς τα τέλη του 2026.

Ένα σημαντικό πλεονέκτημα που μειώνει το κόστος και επιταχύνει την πρόοδο είναι ότι θα αξιοποιηθούν υφιστάμενες γεωτρήσεις, γεγονός που απαλλάσσει το έργο από την ανάγκη νέων, χρονοβόρων ερευνητικών γεωτρήσεων. Ο μικρός αυτός σταθμός θα αποτελέσει το πρώτο βήμα πρακτικής αξιοποίησης του γεωθερμικού πεδίου της Λέσβου και θα προσφέρει κρίσιμα λειτουργικά δεδομένα, τα οποία θα αξιοποιηθούν για τη σχεδίαση της επόμενης φάσης.

Η μονάδα των 8 MW – To χρονοδιάγραμμα από τη χωροθέτηση έως την κατασκευή

Παράλληλα με την πιλοτική φάση, προχωρούν οι διαδικασίες για τη μεγάλη μονάδα ηλεκτροπαραγωγής ισχύος 8 MW, που αποτελεί τον στρατηγικό στόχο του συνολικού σχεδίου. Η χωροθέτηση των εγκαταστάσεων αναμένεται να ολοκληρωθεί έως το τέλος του 2025, ανοίγοντας τον δρόμο για την περιβαλλοντική αδειοδότηση μέσα στο δεύτερο τρίμηνο του 2026.

Το έργο αυτό, λόγω μεγέθους και τεχνικής πολυπλοκότητας, θα υλοποιηθεί μέσω διεθνούς διαγωνισμού διάρκειας τουλάχιστον έξι μηνών, ενώ οι γεωτρήσεις θα φτάσουν σε βάθη άνω του ενός χιλιομέτρου. Στην Ελλάδα δεν υπάρχει ο απαραίτητος εξοπλισμός για τόσο βαθιές γεωτρήσεις, επομένως όπως μεταφέρουν άνθρωποι με γνώση του θέματος στο energygame.gr απαιτείται η προμήθεια ειδικού γεωτρύπανου από το εξωτερικό, η οποία μπορεί να χρειαστεί έως και έξι μήνες από την υπογραφή της σύμβασης. Επιπλέον, πρέπει να εξασφαλιστούν όλα τα τεχνικά υλικά – όπως λάσπες, κοπτικά και σωλήνες – πριν ξεκινήσει η διαδικασία.

Η διάρκεια κάθε γεώτρησης εκτιμάται σε περίπου τρεις μήνες, και συνολικά θα πραγματοποιηθούν δύο γεωτρήσεις. Σύμφωνα με τον προγραμματισμό, αυτές θα ξεκινήσουν στις αρχές του 2027 και θα ολοκληρωθούν έως το τέλος της ίδιας χρονιάς, οπότε και θα είναι διαθέσιμα τα πρώτα κρίσιμα στοιχεία για τη σύσταση και τις θερμοκρασίες του πεδίου. Η ολοκλήρωση των γεωτρήσεων θα σηματοδοτήσει και το πράσινο φως για την έναρξη της κατασκευής της μονάδας.

Στο πλαίσιο αυτό, καθοριστικής σημασίας είναι και η εξασφάλιση σύνδεσης με το δίκτυο, η οποία δεν είναι δεδομένη. Η ΔΕΗ Ανανεώσιμες επισημαίνει ότι το δικαίωμα έρευνας θα πρέπει να συνοδεύεται από δέσμευση ηλεκτρικού χώρου, ώστε να διασφαλίζεται από την αρχή ότι το έργο θα μπορεί να ενταχθεί στο σύστημα. Διαφορετικά, το επενδυτικό ρίσκο αυξάνεται σημαντικά, αφού καμία εταιρεία δεν θα επένδυε δεκάδες εκατομμύρια ευρώ σε έρευνες και γεωτρήσεις χωρίς να γνωρίζει αν και πότε θα μπορέσει να συνδεθεί.

Αν όλα κυλήσουν σύμφωνα με τον σχεδιασμό, η κατασκευαστική φάση της μονάδας θα ξεκινήσει το 2028 και θα διαρκέσει 1 έως 1,5 χρόνο, οδηγώντας σε ολοκλήρωση και πιθανή εμπορική λειτουργία έως το 2031. Αξίζει να σημειωθεί ότι στη γεωθερμία η πιθανότητα επιτυχούς αξιοποίησης ανέρχεται περίπου στο 50%, καθώς απαιτείται η ταυτόχρονη επίτευξη υψηλών θερμοκρασιών, επαρκών υδροφόρων όγκων και κατάλληλων γεωλογικών χαρακτηριστικών για τη ροή του θερμού νερού.

Τα κίνητρα για την γεωθερμία που επεξεργάζεται το ΥΠΕΝ

Την ίδια ώρα, το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας κινείται προς την κατεύθυνση ενός νέου θεσμικού πλαισίου για τη γεωθερμία, επιχειρώντας να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για την επανεκκίνηση της αγοράς. Σύμφωνα με πληροφορίες, το αρμόδιο τμήμα του ΥΠΕΝ έχει ξεκινήσει τη σύνταξη μιας ολοκληρωμένης πρότασης, η οποία θα παρουσιαστεί μέχρι το τέλος του έτους στην πολιτική ηγεσία του υπουργείου. Η πρόταση αυτή θα αποτελέσει τον «πυρήνα» μιας νέας στρατηγικής και θα συνοδεύεται από πακέτο παρεμβάσεων και κινήτρων, με στόχο την άρση των χρόνιων εμποδίων που κρατούν τη γεωθερμία στο περιθώριο.

Το σχέδιο προβλέπει την έναρξη ενός δομημένου διαλόγου με την αγορά, στον οποίο θα κληθούν να συμμετάσχουν εταιρείες με εμπειρία στις ΑΠΕ αλλά και ενεργειακοί όμιλοι από τον χώρο των υδρογονανθράκων που διαθέτουν τεχνογνωσία και κεφάλαια για να επενδύσουν στη γεωθερμία. Στο επίκεντρο θα βρεθούν θεσμικές παρεμβάσεις, όπως η απλοποίηση των διαδικασιών αδειοδότησης, η επίλυση θεμάτων χωροθέτησης και η μείωση του χρόνου εξέτασης αιτημάτων, καθώς και οικονομικά εργαλεία, όπως η καθιέρωση εγγυημένων τιμών για την παραγόμενη θερμική ή ηλεκτρική ενέργεια, πρακτική που εφαρμόζεται ήδη σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Πάντως, η γεωθερμία στην Ελλάδα παραμένει αντιμέτωπη με μια σειρά από θεσμικές, τεχνικές και οικονομικές προκλήσεις που περιορίζουν την ανάπτυξή της, ιδιαίτερα στον τομέα της ηλεκτροπαραγωγής. Όπως υπογράμμισε ο Δημήτρης Τσιφουτίδης, ένα από τα βασικότερα εμπόδια είναι το υψηλό αρχικό κεφαλαιουχικό κόστος και οι αυξημένες επισφάλειες που χαρακτηρίζουν τα γεωθερμικά έργα, καθώς και η έλλειψη επάρκειας ηλεκτρικού χώρου και η χαμηλή προτεραιότητα που έχει σήμερα η γεωθερμία στη σύνδεση με το δίκτυο – κατατάσσεται πέμπτη, γεγονός που αποθαρρύνει τους επενδυτές.

«Ποιος θα επενδύσει για να βρεθεί να περιμένει στην ουρά για σύνδεση;» τόνισε χαρακτηριστικά, επισημαίνοντας την ανάγκη να διορθωθούν κρίσιμες στρεβλώσεις ώστε η γεωθερμία να γίνει ανταγωνιστική, όπως έχει συμβεί σε χώρες όπως η Τουρκία, η Ιταλία, η Κένυα και η Ισλανδία. Παράλληλα, η έλλειψη ενημέρωσης του κοινού και εξειδικευμένου τεχνικού προσωπικού αναδεικνύεται ως σημαντικός ανασταλτικός παράγοντας, με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να καλεί τα κράτη μέλη να συνεργαστούν με τα εκπαιδευτικά ιδρύματα για την κάλυψη αυτού του κενού.

Η κίνηση αυτή εντάσσεται σε μια ευρύτερη στρατηγική επαναξιολόγησης του ρόλου της γεωθερμίας, την οποία προωθούν τόσο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή –με την παρουσίαση «οδικού χάρτη» για τον κλάδο στις αρχές του 2026– όσο και ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας, που υπογραμμίζει στις πρόσφατες εκθέσεις του τη στρατηγική σημασία της. Παράλληλα, στο τραπέζι αναμένεται να τεθεί και το ζήτημα της εκπαίδευσης και της ενίσχυσης του εξειδικευμένου προσωπικού, που αποτελεί κρίσιμο παράγοντα για την ανάπτυξη νέων έργων και σήμερα αποτελεί σημαντική έλλειψη της εγχώριας αγοράς.

Διαβάστε ακόμη