Μια σημαντική έρευνα του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ παρουσιάστηκε την Τρίτη (2 Σεπτεμβρίου) αναδεικνύοντας τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, με την ενέργεια να έχει κεντρικό ρόλο σε αυτές. Σύμφωνα με τον πρόεδρο της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδας, Γιώργο Καββαθά, «καμία στρατηγική ανάπτυξης δεν μπορεί να είναι πλήρης χωρίς τη συμμετοχή μικρομεσαίων επιχειρήσεων». Με βάση την έκθεση του Ινστιτούτου, επιβεβαιώνεται η «σφιχτή» πιστωτική πολιτική των ελληνικών συστημικών τραπεζών απέναντι στις μικρές επιχειρήσεις, ενώ η εικόνα του κύκλου εργασιών τους παρουσιάζει επιδείνωση και στα δύο εξάμηνα της προηγούμενης χρονιάς. Όπως το 2023, έτσι και την περσινή χρονιά, περισσότερες από μια στις τρεις επιχειρήσεις πραγματοποίησαν κάποιου είδους επένδυση, ωστόσο το μεγαλύτερο ποσοστό των επενδύσεων ήταν μικρής κλίμακας.
Σύμφωνα και με τα στοιχεία της τελευταίας εξαμηνιαίας έρευνας οικονομικού κλίματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, «για το δεύτερο εξάμηνο του προηγούμενου έτους μια στις τρεις επιχειρήσεις εξακολουθεί να δηλώνει αύξηση των τιμών, πράγμα που, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι εννιά στις δέκα επιχειρήσεις δηλώνουν αύξηση του κόστους λειτουργίας τους, σημαίνει πως οι συνέπειες της ενεργειακής και της επίμονης πληθωριστικής κρίσης είναι ακόμη παρούσες».
Σύμφωνα με την ίδια έκθεση, η αύξηση του λειτουργικού κόστους διαπερνά οριζόντια το σύνολο των κλάδων δραστηριότητας, καθώς στο εμπόριο το κόστος αυξήθηκε μεσοσταθμικά κατά 40,7%, στη μεταποίηση αυξήθηκε κατά 34%, ενώ στις υπηρεσίες κατά 42,1%. Όπως υπογράμμισε κατά τη διάρκεια της χθεσινής παρουσίασης ο Γιώργος Θανόπουλος, Προϊστάμενος Μονάδας Έρευνας, Τεκμηρίωσης και Ανάλυσης του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, μία στις δύο επιχειρήσεις κατέγραψαν μείωση στον τζίρο τους το πρώτο εξάμηνο του έτους, κάτι που αποτελεί αρνητικό ρεκόρ τετραετίας.
Την ίδια ώρα, η Ελλάδα συγκαταλέγεται μεταξύ των χωρών της Ε.Ε. με τα υψηλότερα έσοδα από τους περιβαλλοντικούς φόρους, με τη συντριπτική πλειοψηφία να προέρχεται από την ενέργεια. Σύμφωνα με την Ελένη Γκρίνγουδ, επιστημονικό στέλεχος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, τα υψηλά ποσοστά προέκυψαν λόγω της ενεργειακής κρίσης και δεν οφείλονται σε κάποια δομημένη «πράσινη» πολιτική. Κατά τη διάρκεια της ενεργειακής κρίσης στην Ευρώπη μειώθηκαν οι φόροι, ενώ στην Ελλάδα η φορολογία διατηρήθηκε στα ίδια επίπεδα. Σύμφωνα με την κ. Γκρίνγουδ, παρά το γεγονός πως η Ελλάδα καταγράφει ιδιαίτερα υψηλά έσοδα από περιβαλλοντικούς φόρους, την ίδια ώρα επενδύει πολύ λιγότερα για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, σε σχέση με την πλειονότητα των χωρών της Ε.Ε κατά το διάστημα 2014-2023.
Επιπτώσεις και στο κόστος των μεταφορών
Ειδική αναφορά έγινε χθες και στο νέο ευρωπαϊκό σύστημα εμπορίας εκπομπών ETS2, με τον τομέα των μεταφορών να εντάσσεται σε αυτό από το 2027. Το συγκεκριμένο σύστημα προβλέπει την επιβολή φόρου στα καύσιμα κίνησης και θέρμανσης. Όπως είναι γνωστό, η Ε.Ε. έχει δημιουργήσει το Κοινωνικό Ταμείο για το Κλίμα, το οποίο θα λειτουργήσει την επόμενη χρονιά. Μιλώντας κατά τη διάρκεια της χθεσινής παρουσίασης της έκθεσης, η επίκουρη καθηγήτρια του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών Ευθυμία Κυριακοπούλου σημείωσε πως η Ελλάδα το επόμενο διάστημα θα κληθεί να υιοθετήσει ένα πακέτο μέτρων για την τεχνολογική ανανέωση του στόλου των οχημάτων. Ανάμεσα στις πολιτικές αυτές θα μπορούσε να είναι όπως είπε η δημιουργία ζωνών χαμηλών ή μηδενικών εκπομπών στα αστικά κέντρα.
Διαβάστε ακόμη