Ο πρόεδρος του Ινστιτούτου Ενέργειας για τη Νοτιοανατολική Ευρώπη (ΙΕΝΕ), Κωστής Σταμπολής, επεσήμανε την ανάγκη για πολιτική παρέμβαση στο ζήτημα του ενεργειακού κόστους, υπογραμμίζοντας πως υπάρχουν λύσεις για τη μείωση των τιμών ενέργειας, αρκεί η πολιτική ηγεσία να εξετάσει σοβαρά τι εφαρμόζουν άλλα ευρωπαϊκά κράτη.
Όπως χαρακτηριστικά δήλωσε: «Υπάρχουν τρόποι μείωσης των τιμών ενέργειας, αρκεί να ασχοληθεί η πολιτική ηγεσία με το θέμα και να μελετήσει τι κάνουν οι άλλες χώρες της Ευρώπης. Δεν δέχομαι τη θέση ότι δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι για το κόστος ενέργειας και πως όλα εξαρτώνται από το target model». Τη θέση αυτή στήριξε και η πρόεδρος του Συνδέσμου Βιομηχανιών Ελλάδος (ΣΒΕ), Λουκία Σαράντη, σημειώνοντας πως ο Σύνδεσμος, χωρίς ουσιαστική ανταπόκριση από το κράτος, επί χρόνια επιχειρεί να θέσει σε θεσμική βάση τον διάλογο με το αρμόδιο υπουργείο για ζητήματα που επηρεάζουν την ενεργοβόρο βιομηχανία, όπως το υψηλό κόστος ενέργειας, οι αδυναμίες στα δίκτυα, οι περιορισμένες υποδομές, αλλά και το κόστος του ανθρακικού αποτυπώματος και της πράσινης μετάβασης. Όλα αυτά συνιστούν σοβαρούς παράγοντες υπονόμευσης της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής μεταποίησης.
Στην κοινή εκδήλωση του ΙΕΝΕ και του ΣΒΕ με τίτλο «Η Πρόκληση της Ενέργειας: Κόστος και Ανταγωνιστικότητα της Βιομηχανίας», παρενέβη διαδικτυακά ο Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Σταύρος Παπασταύρου, τονίζοντας ότι το υπουργείο παρεμβαίνει στα ζητήματα που απασχολούν τον κλάδο. Ο ίδιος και ο Υφυπουργός Νίκος Τσάφος δεν έδωσαν άμεσες απαντήσεις στα καίρια αιτήματα της βιομηχανίας, ωστόσο άκουσαν την έντονη κριτική που διατυπώθηκε, ιδίως για το υψηλό ενεργειακό κόστος, τις στρεβλώσεις της αγοράς και τα φαινόμενα υπερδήλωσης φορτίου.
Ο κ. Τσάφος αναγνώρισε τη διασύνδεση των ελληνικών τιμών με την ευρύτερη περιφερειακή αγορά και επεσήμανε πως οι λύσεις θα πρέπει να αναζητηθούν στο ευρωπαϊκό επίπεδο, σημειώνοντας: «έχουμε συνεχόμενο διάλογο με τη βιομηχανία, είμαστε διατεθειμένοι να κυνηγήσουμε βελτιώσεις και λύσεις». Η συζήτηση ξεκίνησε με απαισιόδοξες διαπιστώσεις: η χώρα εξακολουθεί να στερείται ολοκληρωμένης ενεργειακής στρατηγικής, γεγονός που περιορίζει την πρόσβαση της βιομηχανίας σε φθηνότερη ενέργεια από ΑΠΕ και την αφήνει χωρίς μηχανισμό στήριξης για τη χρήση πράσινης ενέργειας, επιβαρύνοντας την ανταγωνιστικότητά της σε μια κρίσιμη περίοδο.

Η ηγεσία του ΥΠΕΝ © powergame.gr
Σήμερα, όπως επισημάνθηκε, υπάρχει στην Ευρώπη ένα χάσμα στις τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος, μεταξύ των βορείων χωρών και της Ν.Α. Ευρώπης. Η Ελλάδα έχει μεν το φθηνότερο ηλεκτρικό ρεύμα χονδρεμπορικά στη Ν.Α. Ευρώπη, αλλά για τη βιομηχανία στη Νότια Ευρώπη, οι τιμές κινούνται 85-110 ευρώ/MWh, όταν στις χώρες της Βόρειας Ευρώπης κυμαίνονται μεταξύ 15-65 ευρώ/MWh, στη δε Τουρκία είναι ακόμη χαμηλότερες.
Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε σε κλίμα αυξημένης ανησυχίας, μετά την επίθεση του Ισραήλ σε βάρος του Ιράν και τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει στη διεθνή αγορά ενέργειας, που έχει περάσει μία δύσκολη τριετία λόγω ρωσο-ουκρανικού πολέμου. Η βιομηχανία ξεκάθαρα ζητάει άμεσα παρέμβαση από πλευράς κυβέρνησης στο φλέγον θέμα του υψηλού ενεργειακού κόστος, με την πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΝ να δηλώνει ανοικτή στον διάλογο με το ΣΒΕ και τους φορείς της βιομηχανίας.
Πρέπει να τρέξουμε για την ελληνική βιομηχανία
Ο πρόεδρος της ΕΒΙΚΕΝ, Αντώνης Κοντολέων ζήτησε την ενίσχυση της βιομηχανίας, σύμφωνα με το ιταλικό μοντέλο, μέσω στήριξης που θα παρέχεται από τον ΔΑΠΕΕΠ, με τις ωφελούμενες βιομηχανίες να αναλαμβάνουν την υποχρέωση να κατασκευάσουν μονάδες ΑΠΕ διπλάσιας δυναμικότητας ώστε στα επόμενα 20 χρόνια, να επιστρέψουν ίση ποσότητα ενέργειας, στην ίδια τιμή. Να σημειωθεί ότι η ιταλική βιομηχανία παίρνει ηλεκτρική ενέργεια στα 65 ευρώ/MWh, πριν καν κοινοποιηθεί το μέτρο στην Κομισιόν, ενώ στην ίδια κατεύθυνση, με ενισχυτικές παρεμβάσεις κινείται και η Γερμανία. Στον αντίποδα, η ελληνική βιομηχανία πληρώνει 125 ευρώ /MWh (μαζί με το κόστος εξισορρόπησης), όταν η βουλγαρική βιομηχανία πληρώνει 111ευρώ/MWh.
O κ. Κοντολέων πρόσθεσε ότι η ΕΒΙΚΕΝ έχει καταθέσει αίτημα στο ΥΠΕΝ για να προτεραιοποιηθεί η κοινοποίηση στην Ε.Ε. του ελληνικού μηχανισμού αποζημίωσης της ευέλικτης ζήτησης (non fossil flexibility) προσφέροντας υπηρεσίες διακοπτόμενου φορτίου κατά τις ώρες που το σύστημα έχει ανάγκη, μέσω της συμμετοχής στην αγορά εξισορρόπησης. Ωστόσο, η διαδικασία κοινοποίησης καθυστερεί, ανεξήγητα. Η ΕΒΙΚΕΝ ζητάει ο μηχανισμός αυτός να εγκριθεί πριν η κυβέρνηση κοινοποιήσει τον μηχανισμό αποζημίωσης των θερμικών μονάδων (Capacity Remuneration CRM) για τις μονάδες αερίου.
Παίρνοντας τον λόγο ο καθ. Παντελής Μπίσκας, τόνισε ότι το κόστος ενέργειας για τη βιομηχανία μπορεί να μειωθεί με την αξιοποίηση των ΑΠΕ, εάν αντιμετωπιστεί το γνωστό έλλειμα στην αποθήκευση. Όμως μέχρι σήμερα έχουν γίνει μόλις τρεις διαγωνισμοί για BESS, με πολύ χρονοβόρες διαδικασίες. Έτσι, δεν έχουμε ούτε 1ΚW αποθήκευσης, όταν πριν ένα μήνα, είχαμε περικοπές 7,3 GW με αποτέλεσμα να κόβεται περίπου το 80%-90% της παραγωγή ΑΠΕ.
Ο κ. Μπίσκας προέβλεψε ότι θα υπάρχουν περικοπές στη λειτουργία των φωτοβολταϊκών σταθμών ως και το 2030. Θα υπάρχουν μονάδες αποθήκευση αλλά και πάλι δεν θα αξιοποιούμε το πλήρες δυναμικό έγχυσης της χώρας. Έχουμε φθηνή ενέργεια από ΑΠΕ, πολύ φθηνότερη απ’ ότι με τη χρήση φυσικού αερίου. Το ενεργειακό μείγμα στη χώρα θα μπορούσε να φθηνύνει πολύ, με τη χρήση και μπαταριών για αποθήκευση, δίνοντας παράλληλα επικουρικές υπηρεσίες. «Στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας υπάρχει ένας προστατευτισμός, όμως πρέπει να υπάρξει προστατευτισμός και σε ό,τι αφορά την κατανάλωση, θέμα που πρέπει να απασχολήσει το Υπουργείο γιατί πρέπει να προστατευθούν όχι μόνο οι μονάδες παραγωγής ενέργειας, αλλά και οι βιομηχανίες που καταναλώνουν ενέργεια».
Ο Ευθύμης Κωνσταντόπουλος, πρόεδρος Ομάδας Εργασίας «Βιομηχανίας» του ΣΒΕ, επισήμανε πως το κόστος ενέργειας στο α’ τετράμηνο του 2025 αυξήθηκε κατά 40% σε σχέση με το αντίστοιχο περυσινό διάστημα, ενώ αναμένεται περαιτέρω αύξηση μέσα στο καλοκαίρι. Στην ενεργοβόρο βιομηχανία το κόστος ενέργειας είναι στο 10% του συνολικού κόστους και πολλές εταιρείες, που δεν μπορούν να μετακυλήσουν την αύξηση στο κόστος, να εμφανίζουν συρρικνωμένα κέρδη ή ζημίες. Οπότε συρρικνώνονται τα κέρδη τους ή θα έχουν ζημίες.
«Αν αποτελεί προτεραιότητα το κόστος ενέργειας για τη βιομηχανία, τότε θα πρέπει θα φτάσει η φθηνή πράσινη ενέργεια των ΑΠΕ, στη βιομηχανία. Θα πρέπει οπωσδήποτε να αναβαθμιστεί η κατάσταση των δικτύων μεταφοράς ηλεκτρικού ρεύματος και να αυξηθεί η χωρητικότητά τους», τόνισε ο κ. Κωνσταντόπουλος. Ο δρ. Χριστόφορος Ανέστης Ζούμας, Επιτελικός Διευθυντής Λειτουργιών Ελληνικό Χρηματιστήριο Ενέργειας, επισήμανε ότι η τιμή του Χρηματιστηρίου Ενέργειας, δεν είναι η τιμή που πωλείται η ενέργεια στην αγορά. Επίσης, δεν υπάρχει ομοιόμορφο target model σε όλη την Ευρώπη. Το target model δεν συνεπάγεται ότι οι τιμές ενέργειας στην Ελλάδα, θα γίνουν ίδιες με της Νορβηγίας.
«Τώρα έχουμε έξι αγορές, οι τέσσερις λειτουργούν από το Χρηματιστήριο Ενέργειας, κάτι που συνεπάγεται περισσότερες επιλογές για τους συμμετέχοντες. Μπροστά μας έχουμε μία επιλογή, την αποθήκευση της ενέργειας από ΑΠΕ. Τώρα έχουμε κανιβαλισμό τιμών και κανιβαλισμό ποσοτήτων, λόγω της απουσίας αποθήκευσης σε μπαταρίες». «Χωρίς επικουρικές υπηρεσίες δεν μπορεί να λειτουργήσει με ασφάλεια το σύστημα. Οι ΑΠΕ πρέπει να παίξουν ενεργά το ρόλο τους με την παροχή και υπηρεσιών εξισορρόπησης», πρόσθεσε ο κ. Ζούμας.
Ο κ. Ανδρέας Πετροπουλέας, Πρόεδρος Επιτροπής Ηλεκτρισμού ΙΕΝΕ, επισήμανε ότι η ελληνική αγορά ενέργειας είναι κομμάτι του «ευρωπαϊκού δάσους στην ενέργεια». «Η Ευρώπη έχει τεράστιο πρόβλημα με το κόστος ενέργειας και πρέπει να το λύσει πριν είναι αργά, για να αποφύγει την αποβιομηχάνιση καθώς ήδη πολλές βιομηχανίες θέλουν να φύγουν από την Ε.Ε. Το 45% των γερμανικών ενεργοβόρων επιχειρήσεων, θέλει να μετεγκατασταθεί, επειδή στην Ευρώπη, η βιομηχανία δεν είναι ανταγωνιστική». «Η ελληνική αγορά είναι η πιο φθηνή στα Βαλκάνια, αλλά η ενεργοβόρος βιομηχανία χρειάζεται τη στήριξη της κυβέρνησης», κατέληξε ο κ. Πετροπουλέας. Στη συζήτηση που ακολούθησε επισημάνθηκε ότι η αλλαγή του ενεργειακού μείγματος της Ν.Α. Ευρώπης, που θα απαιτεί και νέες διασυνδέσεις, θα έχει τεράστιο κόστος το οποίο, πιθανότατα, δε θα θέλουν να μοιραστούν οι χώρες της βόρειας Ευρώπης.