Στον αχανή –και ακόμη ανώριμο– κόσμο της αποθήκευσης ενέργειας στην Ελλάδα, οι μπαταρίες φαίνεται πως δεν είναι το μόνο στοιχείο που φθείρεται με τον χρόνο. Αντιθέτως, αποδεικνύεται ότι «αποφορτίζεται» σταδιακά και η αντοχή των επενδυτών, οι οποίοι έρχονται αντιμέτωποι με ένα θεσμικό πλαίσιο γεμάτο γκρίζες ζώνες, ασφυκτικές προθεσμίες και διαρκή διοικητική αβεβαιότητα. Παρά την πολιτική φιλοδοξία για την ταχεία ανάπτυξη έργων αποθήκευσης η καθημερινότητα στο πεδίο δείχνει πως η αγορά πρέπει να παλέψει με ορισμένες παθογένειες.

«Ο Γολγοθάς που ακολουθεί ένα επενδυτής από τη στιγμή που κερδίζει έναν διαγωνισμό έως ότου ξεκινήσει η υλοποίηση του έργου δείχνει πως στην Ελλάδα τίθενται ορισμένες φορές μη ρεαλιστικοί χρόνοι. Δεν υπάρχει κανείς που να γνωρίζει πραγματικά πόσος χρόνος απαιτείται για να γίνουν επενδύσεις», αναφέρουν πηγές. Υπό το βάρος των προθεσμιών και των αντιδράσεων της αγοράς, το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας αποφάσισε προ ολίγων ημερών να δώσει τρίμηνη ανάσα στους επενδυτές, παρατείνοντας έως τις 15 Σεπτεμβρίου 2025 τη διορία για την υποβολή αιτήσεων σύνδεσης standalone μονάδων αποθήκευσης στο δίκτυο του ΑΔΜΗΕ. Η απόφαση αφορά αποκλειστικά τα έργα που δεν έχουν ενταχθεί σε διαγωνισμούς, ενώ ο σκοπός της –όπως επισημαίνεται από το ΥΠΕΝ– είναι αδειοδοτικός και μόνο, χωρίς σύνδεση με χρηματοδοτικά σχήματα ή άλλα μέτρα στήριξης.

Η πίεση, πάντως, είχε ήδη χτυπήσει «κόκκινο». Η ροή αιτήσεων και οι δυσκολίες τεχνικής ωρίμανσης κατέστησαν σαφές ότι η αρχική προθεσμία της 11ης Ιουνίου –που αντιστοιχούσε στο τέλος του 90ημέρου από τη δημοσίευση της σχετικής Υπουργικής Απόφασης– δεν επαρκούσε για τη μαζική προετοιμασία των έργων. Το μέτρο αφορά μονάδες αποθήκευσης άνω των 10 MW που επιδιώκουν σύνδεση στο Σύστημα (εκτός νησιωτικών Περιφερειών), με συνολική τεχνική χωρητικότητα έως 3.800 MW.

Το γεγονός αυτό καταδεικνύει με τον πλέον σαφή τρόπο ότι η επενδυτική ικανότητα είναι άρρηκτα δεμένη με την πρόσβαση στο δίκτυο του ΑΔΜΗΕ. Σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, η Οριστική Προσφορά Σύνδεσης (ΟΠΣ) είναι το απόλυτο «σημείο συμφόρησης» – χωρίς αυτήν, δεν μπορεί να παραγγελθεί εξοπλισμός, να συναφθούν συμβόλαια ή να εξασφαλιστεί χρηματοδότηση με στοιχειώδη ασφάλεια. Κι όμως, όσοι την λάβουν, πρέπει εντός 18 μηνών να υποβάλουν δήλωση ετοιμότητας, με συνέπεια η τεχνική και οικονομική προετοιμασία να πρέπει να έχει ολοκληρωθεί με ακρίβεια χειρουργείου.

Μια ενδεικτική εικόνα της πίεσης είναι οι αιτήσεις που κατατέθηκαν στον ΑΔΜΗΕ για standalone μπαταρίες κατά το 2024, οι οποίες ξεπέρασαν τα 12,8 GW, όταν το διαθέσιμο περιθώριο αφορά μόλις 3.800 MW έργων άνω των 10 MW. Το ενδιαφέρον είναι έντονο, αλλά ο ανταγωνισμός και η αβεβαιότητα «φρενάρουν» την υλοποίηση. Ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδιο που αντιμετωπίζουν οι επενδυτές είναι η εξασφάλιση χρηματοδότησης. Η δυσκολία δεν έγκειται μόνο στο ύψος των επενδύσεων ή την πολυπλοκότητα των έργων, αλλά στο γεγονός ότι δεν υπάρχει κανένας μηχανισμός πρόβλεψης σταθερών εσόδων, κάτι που κάνει τις τράπεζες να τηρούν εξαιρετικά επιφυλακτική στάση.

Όπως εξηγούν παράγοντες του κλάδου, ένα έργο αποθήκευσης μπορεί να ενταχθεί σε διαγωνισμούς ενίσχυσης, όπου διασφαλίζει ένα επίπεδο λειτουργικής επιδότησης ή σταθερότητας ροών εσόδων. Αντιθέτως, τα merchant έργα λειτουργούν σε αμιγώς εμπορική βάση, και το business plan τους εξαρτάται από μεταβλητές που δεν μπορούν να εκτιμηθούν με επενδυτική ακρίβεια.

«Ο επενδυτής καλείται να προβλέψει το πώς θα κινηθούν οι τιμές ηλεκτρικής ενέργειας για τα επόμενα 20 χρόνια – και μάλιστα σε μία εποχή που η ευρωπαϊκή αγορά βιώνει ανατροπές σχεδόν κάθε έξι μήνες. Δεν υπάρχει μοντέλο που να μπορεί να “πείσει” μια τράπεζα χωρίς εξωτερική στήριξη ή μεγάλη ρευστότητα από τον ίδιο τον επενδυτή», τονίζουν χαρακτηριστικά.

Ειδικά στις merchant μονάδες, η αβεβαιότητα είναι πολλαπλή: η αγορά εξισορρόπησης, η οποία αποτελεί βασική πηγή εσόδων, εμφανίζει ισχυρές διακυμάνσεις· τα μοντέλα της χονδρεμπορικής βασίζονται σε παραδοχές για τις τιμές επόμενης ημέρας, αλλά και για τη συχνότητα των αποκλίσεων παραγωγής· και, επιπλέον, η έλλειψη μηχανισμού ευελιξίας αφήνει εκτός πεδίου στήριξης τις τεχνολογίες αποθήκευσης, παρά τη συνεισφορά τους στη σταθερότητα του συστήματος.

Ενδεικτικά, αναφέρεται ότι ένα σημαντικό ποσοστό έργων κινδυνεύει να μείνει εκτός χρηματοδότησης, εάν δεν διαμορφωθεί ένα «πλαίσιο ελάχιστων εγγυημένων αποδόσεων» ή κάποιο αντίστοιχο σχήμα market reform. Οι μελέτες βιωσιμότητας που υποβάλλονται αυτή την περίοδο ενσωματώνουν τόσο μεγάλο αριθμό μεταβλητών, που ο δείκτης βεβαιότητας για το cash flow των έργων δεν ξεπερνά το 60% στις περισσότερες περιπτώσεις – ποσοστό μη αποδεκτό για τους χρηματοδότες.

Η κατάσταση επιδεινώνεται περαιτέρω εξαιτίας των μακροοικονομικών μεταβλητών. Για παράδειγμα, μία ενδεχόμενη μείωση των τιμών φυσικού αερίου, σε συνδυασμό με υπερπροσφορά θερμικών μονάδων, θα υπονομεύσει τα περιθώρια κέρδους για τις μπαταρίες στις κρίσιμες ώρες αιχμής. Και όσο η συμμετοχή σε ancillary services παραμένει εμβρυϊκή, τόσο η τραπεζική αγορά θα παραμένει κλειστή για τα μικρότερα και μεσαία έργα. Σύμφωνα με παράγοντες του χώρου, «μόνο οι πολύ μεγάλοι παίκτες, με ισχυρή πιστοληπτική ικανότητα και μεγάλη κεφαλαιακή ευχέρεια, μπορούν αυτή τη στιγμή να κινηθούν στην αγορά των standalone». Οι υπόλοιποι, ακόμη και με ώριμους φακέλους, αδυνατούν να προχωρήσουν χωρίς πρόσθετες κρατικές ή ευρωπαϊκές εγγυήσεις.

Οι χρόνοι παράδοσης και ο «εξοπλισμός»

Οι επενδυτές standalone μπαταριών βρίσκονται αντιμέτωποι και με μια σειρά από πρακτικά εμπόδια που απειλούν άμεσα την υλοποίηση των έργων. Στην κορυφή αυτής της λίστας βρίσκεται το ζήτημα του εξοπλισμού: από την παραγγελία των μπαταριών και των μετασχηματιστών έως τις τεχνικές εγκρίσεις και τις παραδόσεις, όλα εξαρτώνται από έναν αυστηρό χρονικό συγχρονισμό. Όπως επισημαίνουν τεχνικοί σύμβουλοι της αγοράς, η παραγγελία μιας μπαταρίας μεγάλης ισχύος –άνω των 100 MW– δεν είναι μια διαδικασία ρουτίνας. Απαιτούνται τουλάχιστον τρεις μήνες για τη διαπραγμάτευση των τεχνικών προδιαγραφών, τη σύνταξη συμβολαίων και την υπογραφή συμφωνιών με τους προμηθευτές. Στη διαδικασία αυτή, η παραμικρή καθυστέρηση μπορεί να αποδειχθεί καθοριστική. Ειδικά όταν το παράθυρο υλοποίησης ενός έργου είναι στενό – και εξαρτάται από την αποδοχή της Οριστικής Προσφοράς Σύνδεσης (ΟΠΣ) και την υποχρέωση υποβολής δήλωσης ετοιμότητας εντός 18 μηνών. Ειδικά όταν η προμήθεια εξαρτάται από Ασιακούς κατασκευαστές, όπως συμβαίνει σε πολλά έργα, πηγές της αγοράς προειδοποιούν για αυξανόμενες καθυστερήσεις στις θαλάσσιες μεταφορές και συμφόρηση στις γραμμές παραγωγής, που καθιστούν τον χρονισμό παράδοσης ιδιαίτερα επισφαλή.

Η πραγματικότητα δείχνει ήδη τα πρώτα σημάδια πίεσης. Εταιρείες που είχαν εξασφαλίσει παραδόσεις εξοπλισμού για τον Σεπτέμβριο του 2025, ενημερώνονται πλέον ότι οι παραδόσεις μετατίθενται για τον Νοέμβριο. «Η προθεσμία λειτουργεί σαν δαμόκλειος σπάθη», σχολιάζει επενδυτής με έργο άνω των 150 MW. «Αν δεν φέρεις τον εξοπλισμό και δεν σηκώσεις την εγκατάσταση μέχρι τον Σεπτέμβριο, χάνεις εκατομμύρια. Δεν έχει σημασία αν φταίει ο προμηθευτής ή το λιμάνι – το ρίσκο είναι δικό σου».

Το ρίσκο αυτό εντείνεται από το αυστηρό καθεστώς των εγγυητικών επιστολών που συνοδεύει κάθε επενδυτικό σχέδιο. Η μη τήρηση των προβλεπόμενων οροσήμων οδηγεί με βεβαιότητα στην κατάπτωση των εγγυητικών. Σε ορισμένες περιπτώσεις, το κόστος αυτό ξεπερνά τις 500.000 ευρώ ανά έργο, ενώ, για μεγαλύτερες μονάδες που συνδέονται απευθείας στο Σύστημα Μεταφοράς, μπορεί να είναι πολλαπλάσιο. «Μιλάμε για ένα περιβάλλον επενδυτικής ασφυξίας, όπου η παραγγελία της μπαταρίας και η χρηματοδότηση δεν μπορούν να διαχωριστούν», σημειώνει στέλεχος από μεγάλο τεχνικό όμιλο που υποστηρίζει έργα αποθήκευσης σε τέσσερις Περιφέρειες.

Η κατάσταση είναι ιδιαίτερα δύσκολη για μικρού και μεσαίου μεγέθους επενδυτές, που δεν διαθέτουν τη δυνατότητα να αναλάβουν το ρίσκο προκαταβολικής παραγγελίας εξοπλισμού πριν καν διασφαλίσουν την ΟΠΣ. Αντίθετα, μεγάλοι παίκτες με επαρκές κεφάλαιο και πρόσβαση σε τραπεζικές διευκολύνσεις μπορούν να κινηθούν πιο επιθετικά – να προαγοράσουν μονάδες, να κατοχυρώσουν χρονοθυρίδες παράδοσης και να ενσωματώσουν ρήτρες προτεραιότητας στους συμβατικούς τους όρους.

Όπως επισημαίνεται σε σχετική τεχνική ανάλυση, ακόμη και μια μικρή καθυστέρηση στην παράδοση μετασχηματιστή μπορεί να επηρεάσει το σύνολο του χρονοδιαγράμματος κατασκευής, με αποτέλεσμα ο επενδυτής να χάσει την προθεσμία ολοκλήρωσης και μαζί την ενίσχυση. Πρόκειται για ένα σκηνικό υψηλού ρίσκου και ελάχιστης ανοχής, όπου η επιτυχία του έργου εξαρτάται απόλυτα από τη δυνατότητα συγχρονισμού τεχνικού, θεσμικού και οικονομικού σχεδιασμού – σε μια αγορά που, προς το παρόν, δεν δίνει εξαιρετικά πολλές εγγυήσεις.

Διαβάστε ακόμη: