Με το βλέμμα στραμμένο στον Σεπτέμβριο, ο ΔΕΣΦΑ προετοιμάζεται για την κρίσιμη φάση έγκρισης χρηματοδότησης του φιλόδοξου έργου Apollo CO₂ από το ευρωπαϊκό Innovation Fund. Εάν η αίτηση πάρει το πράσινο φως θα πρόκειται για ένακαταλυτικό βήμα στην ωρίμανση ενός από τα μεγαλύτερα έργα δέσμευσης και αποθήκευσης διοξειδίου του άνθρακα στην Ε.Ε., το οποίο προορίζεται να μετασχηματίσει τις επιλογές απανθρακοποίησης της ελληνικής βιομηχανίας και ηλεκτροπαραγωγής. Πηγές του Διαχειριστή εκφράζουν αισιοδοξία, ενώ εντείνονται οι διεργασίες για την προετοιμασία των επόμενων κινήσεων.

Στο παρασκήνιο, ο ΔΕΣΦΑ επιταχύνει τα βήματα για την ωρίμανση του έργου, επιδιώκοντας να μετατρέψει το έντονο ενδιαφέρον της αγοράς σε ουσιαστική συμμετοχή. Αν και οι πρώτες επαφές επικεντρώνονται στους μεγάλους βιομηχανικούς εκπομπούς ρύπων της νότιας Ελλάδας, το πλάνο του Διαχειριστή προβλέπει τη σταδιακή διεύρυνση και σε άλλους κρίσιμους κλάδους – όπως η ηλεκτροπαραγωγή και η ναυτιλία – κλάδος ο οποίος εισέρχεται πλέον στη σφαίρα εφαρμογής του ευρωπαϊκού Συστήματος Εμπορίας Ρύπων (EU ETS).

Η στρατηγική διεύρυνση της βάσης χρηστών του Apollo CO₂ βασίζεται σε στέρεα οικονομικά δεδομένα. Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του ΔΕΣΦΑ, η δέσμευση και αποθήκευση διοξειδίου του άνθρακα (CCS) αναδεικνύεται ως η πλέον αποδοτική λύση για την απανθρακοποίηση των νέων μονάδων ηλεκτροπαραγωγής με φυσικό αέριο που αναμένεται να προστεθούν στο ελληνικό σύστημα μέχρι το 2030. Το σενάριο αφορά σταθμούς συνολικής ισχύος περίπου 4.000 MW, με μέση ετήσια λειτουργία 3.200 ωρών – όπως προκύπτει από τα στατιστικά των τελευταίων 20 ετών – και συνολική παραγωγή 12,5 TWh ετησίως.

Για αυτό το ενεργειακό αποτύπωμα, η πλήρης εφαρμογή CCS εκτιμάται ότι απαιτεί επενδύσεις ύψους 1,5 δισ. ευρώ. Το ποσό αυτό είναι αισθητά χαμηλότερο σε σχέση με άλλες τεχνολογικές επιλογές που εξετάστηκαν στο ίδιο πλαίσιο: η αξιοποίηση βιομεθανίου υπολογίζεται στα 4 δισ. ευρώ, ο συνδυασμός βιομεθανίου με CCS ανεβαίνει στα 4,5 δισ., ενώ η πρόσμιξη φυσικού αερίου με υδρογόνο φτάνει τα 5,5 δισ. ευρώ. Η ακριβότερη όλων είναι η πλήρης χρήση ανανεώσιμων αερίων, η οποία, λόγω της ανάγκης για εκτεταμένες νέες υποδομές, αγγίζει τα 12,5 δισ. ευρώ.

Το συμπέρασμα είναι σαφές: για μονάδες που ήδη σχεδιάζονται ή βρίσκονται στο επενδυτικό πλάνο, το CCS συνιστά μια ρεαλιστική, άμεσα εφαρμόσιμη και οικονομικά βιώσιμη επιλογή. Δεν αποτελεί, λοιπόν, έκπληξη ότι μεγάλοι παραγωγοί ενέργειας έχουν εισέλθει ενεργά στη συζήτηση. Σύμφωνα με πληροφορίες, εταιρείες του κλάδου της ηλεκτροπαραγωγής βρίσκονται σε προχωρημένες τεχνικές διαβουλεύσεις με τον ΔΕΣΦΑ, εξετάζοντας σενάρια εγκατάστασης συστημάτων δέσμευσης στις υφιστάμενες ή μελλοντικές μονάδες τους.

Ο τεχνικός σχεδιασμός προβλέπει τη δέσμευση του CO₂ εντός των μονάδων παραγωγής, τη μεταφορά του μέσω του υπό ανάπτυξη δικτύου αγωγών στο νησί της Ρεβυθούσας, όπου θα υγροποιείται σε νέα εγκατάσταση με αξιοποίηση της ψυχρής ενέργειας από το υπάρχον τέρμιναλ LNG, και από εκεί θα φορτώνεται σε πλοία για να μεταφερθεί στον Πρίνο. Εκεί, θα διοχετεύεται προς μόνιμη γεωλογική αποθήκευση, στο μοναδικό ώριμο υπόγειο κοίτασμα της χώρας.

Παρότι ο συνολικός σχεδιασμός βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη, οι υποψήφιες ποσότητες προς αποθήκευση εμφανίζονται ήδη αυξημένες. Με την ολοκλήρωση της δεύτερης φάσης ανάπτυξης της υποδομής στον Πρίνο, η ετήσια δυναμικότητα αποθήκευσης θα φτάνει τους 3 εκατ. τόνους, ενώ η συνολική χωρητικότητα του κοιτάσματος υπολογίζεται στα 60 εκατ. τόνους. Το έργο στον Πρίνο αναπτύσσεται από την EnEarth (θυγατρική της Energean), η οποία έχει ήδη εξασφαλίσει χρηματοδότηση ύψους 150 εκατ. ευρώ μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης και 120 εκατ. ευρώ από το πρόγραμμα «Συνδέοντας την Ευρώπη» (CEF).

Η στρατηγική σημασία της μονάδας υγροποίησης αποτυπώνεται και στη διαδικασία χρηματοδότησης: αν και η πρώτη αίτηση χρηματοδότησης του ΔΕΣΦΑ από το Ταμείο Καινοτομίας της ΕΕ δεν προκρίθηκε στην παρούσα φάση, το έργο έλαβε θετική αξιολόγηση και πιστοποίηση STEP (Strategic Technologies for Europe Platform). Πρόκειται για μια νέα «σφραγίδα ποιότητας» που απονέμεται σε έργα στρατηγικής σημασίας για την Ε.Ε., επιτρέποντας την πρόσβασή τους σε μελλοντικά χρηματοδοτικά εργαλεία – μεταξύ αυτών, το CEF, το InvestEU ή και απευθείας δάνεια της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξετάζει μάλιστα τη δημιουργία ξεχωριστού «κουμπαρά» ειδικά για έργα STEP, στον οποίο – εφόσον θεσμοθετηθεί – το Apollo CO₂ θα έχει προτεραιότητα ένταξης. Την ίδια στιγμή, η συνολική επένδυση για το έργο υπολογίζεται σε περίπου 360 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων τα 170 εκατ. αντιστοιχούν στη δημόσια χρηματοδότηση που αιτείται ο Διαχειριστής, ώστε να καταστεί βιώσιμη η λειτουργία της μονάδας σε βάθος 25ετίας.

Στο project αναφέρθηκε η Διευθύντρια Στρατηγικού Σχεδιασμού του ΔΕΣΦΑ Κλεοπάτρα Αβραάμ, στο πλαίσιο του ρόλου του Διαχειριστή ως μεταφορέα του CO₂, περιγράφοντας το έργο ως δίκτυο αγωγών που θα μεταφέρουν CO₂ σε αέρια μορφή και θα φτάνουν μέχρι τη Ρεβυθούσα, ενώ από εκεί το CO₂ θα μεταφέρεται σε υγρή μορφή μέσω πλοίων προς αποθήκευση είτε στον Πρίνο, είτε αλλού. Η ίδια σημείωσε πως επελέγη η υποδομή της Ρεβυθούσας λόγω του ότι μπορεί να εξυπηρετήσει και μεγάλα πλοία, αλλά και λόγω της αεριοποίησης του LNG.

Καθοριστικός για τη βιωσιμότητα του εγχειρήματος θεωρείται ο σχεδιασμός της μονάδας υγροποίησης στη Ρεβυθούσα – ένα από τα πιο καινοτόμα στοιχεία του έργου Apollo CO₂. Ο τερματικός σταθμός LNG του ΔΕΣΦΑ διαθέτει τις θερμοκρασίες που απαιτούνται για την υγροποίηση του CO₂, προσφέροντας μια σχεδόν «δωρεάν» ενεργειακή πηγή, χάρη στην κρυογενή συμπεριφορά του φυσικού αερίου κατά την εκφόρτωση και επαναεριοποίηση. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν στην Αθήνα στο πλαίσιο του GIE, η υγροποίηση με αυτό τον τρόπο είναι έως και οκτώ φορές πιο αποδοτική ενεργειακά σε σχέση με άλλες αντίστοιχες λύσεις της διεθνούς αγοράς.

Η συνύπαρξη του τερματικού LNG με τη νέα μονάδα υγροποίησης δημιουργεί, επίσης, ένα ιδιαίτερα ευέλικτο ενεργειακό hub, με προοπτική διπλής χρήσης: αφενός για τη διαχείριση των εκπομπών CO₂ από τη βιομηχανία και την ηλεκτροπαραγωγή, αφετέρου ως δυνητική πύλη για τη ναυτιλιακή απανθρακοποίηση. Η εγγύτητα με το λιμάνι του Πειραιά ενισχύει το σενάριο να επεκταθεί μελλοντικά η χρήση της υποδομής και στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών, προσφέροντας υπηρεσίες διαχείρισης εκπομπών και σε πλοιοκτήτες που αναζητούν λύσεις συμμόρφωσης με τα νέα πρότυπα του EU ETS.

Η στρατηγική σημασία αυτής της επιλογής αποτυπώνεται και στο γεγονός ότι το έργο Apollo CO₂ έχει ήδη ενταχθεί στον κατάλογο των Έργων Κοινού Ευρωπαϊκού Ενδιαφέροντος (PCI), ενισχύοντας τις πιθανότητες χρηματοδότησης από το Innovation Fund και άλλους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς στήριξης. Όπως υπογράμμισε η κα. Αβραάμ η διαδικασία αδειοδότησης βρίσκεται σε εξέλιξη, ενώ ο χρονικός ορίζοντας ολοκλήρωσης του έργου παραμένει σταθερά τοποθετημένος στο 2029 – χρονικό σημείο-ορόσημο για την υλοποίηση των βασικών πυλώνων του ελληνικού και ευρωπαϊκού Green Deal.

Η προοπτική αυτή αποκτά ακόμα μεγαλύτερο βάρος αν ληφθεί υπόψη ότι ο ΔΕΣΦΑ σχεδιάζει το δίκτυο CO₂ μήκους 215 χιλιομέτρων κατά τρόπο που να «τρέχει» παράλληλα με τον υφιστάμενο κορμό φυσικού αερίου, μειώνοντας έτσι δραστικά το περιβαλλοντικό και τεχνικό αποτύπωμα της κατασκευής. Η δημιουργία αυτής της υποδομής δεν περιορίζεται στην εξυπηρέτηση των υφιστάμενων έργων, αλλά προετοιμάζει και το έδαφος για ένα ευρύτερο οικοσύστημα δέσμευσης, μεταφοράς και αποθήκευσης άνθρακα, το οποίο – με βάση το ευρωπαϊκό μοντέλο – μπορεί να λειτουργήσει και ως υπηρεσία δικτύου για πολλαπλούς χρήστες.

Διαβάστε ακόμη