«Για να υπάρχει βιομηχανία στην Ελλάδα και την Ευρώπη μετά το 2030, τέτοια έργα δεν είναι απλώς χρήσιμα – είναι υπαρξιακά». Αυτό ανέφερε ο Διευθύνων Σύμβουλος του Ομίλου ΗΡΑΚΛΗΣ, Δημήτρης Χανής με φόντο την έναρξη των εργασιών για τον ριζικό μετασχηματισμό της παραγωγικής μονάδας σε βιομηχανική εγκατάσταση μηδενικού αποτυπώματος άνθρακα στο εργοστάσιο του Μηλακίου στο Αλιβέρι. Το έργο, με την ονομασία OLYMPUS, αποτελεί μία από τις πρώτες εφαρμογές τεχνολογίας δέσμευσης και αποθήκευσης διοξειδίου του άνθρακα (CCS) σε αυτήν την κλίμακα στην Ευρώπη και φιλοδοξεί να μετατρέψει το εργοστάσιο τσιμέντου του Ομίλου σε πρότυπο βιώσιμης βιομηχανικής δραστηριότητας.
Η επένδυση αυτή επιδιώκει να λειτουργήσει ως επιταχυντής για τη διαμόρφωση του θεσμικού πλαισίου που θα ξεκλειδώσει την αγορά CCS στην Ελλάδα. Σύμφωνα με πληροφορίες του energygame.gr, το σχετικό ρυθμιστικό πλαίσιο αναμένεται προς τα τέλη του έτους. Μιλώντας μάλιστα σε δημοσιογράφους ο κ. Χανής ανέφερε πως το έργο δεν αφορά απλώς μια τεχνολογική προσθήκη, αλλά έναν ολικό μετασχηματισμό που απαιτεί να ενεργοποιηθεί ολόκληρη η αλυσίδα αξίας: από την ενεργειακή τροφοδοσία και την αλλαγή καυσίμων μέχρι τη διαχείριση των απορριμμάτων και κυρίως τη θεσμική ωρίμανση της αγοράς.
Αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη η διαδικασία περιβαλλοντικής ωρίμανσης του έργου, με τις σχετικές μελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων να είναι ήδη σε φάση εκπόνησης. Παράλληλα, μέσα στο επόμενο έτος αναμένεται να παρθεί η Τελική Επενδυτική Απόφαση (FID), η οποία θα καθορίσει κρίσιμες παραμέτρους για τη βιομηχανική διάσταση του εγχειρήματος και θεωρείται αναγκαία προϋπόθεση για τη μετάβαση στην κατασκευαστική φάση. Την ίδια στιγμή, προχωρούν και τα απαραίτητα πρόδρομα έργα, που λειτουργούν ως τεχνικά και λειτουργικά προαπαιτούμενα για την εφαρμογή της τεχνολογίας δέσμευσης διοξειδίου του άνθρακα.
Η στρατηγικής σημασίας επένδυση του Ομίλου ΗΡΑΚΛΗΣ, συνολικού ύψους 400 εκατομμυρίων ευρώ, εγκρίθηκε το 2023 για συγχρηματοδότηση 124,5 εκατ. ευρώ από το Ταμείο Καινοτομίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EU Innovation Fund). Το έργο διακρίθηκε σε ευρωπαϊκό επίπεδο, καθώς αξιοποιεί καινοτόμες τεχνολογίες δέσμευσης και αποθήκευσης CO₂ σε βιομηχανική κλίμακα, συμβάλλοντας στην απανθρακοποίηση της παραγωγής τσιμέντου – ενός από τους πιο ενεργοβόρους και ρυπογόνους τομείς της βαριάς βιομηχανίας. Σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα, η πλήρως ανασχεδιασμένη μονάδα στο Μηλάκι Ευβοίας αναμένεται να τεθεί σε πλήρη λειτουργία στις αρχές του 2029. Με την ενεργοποίησή της, ο Όμιλος ΗΡΑΚΛΗΣ θα είναι σε θέση να διαθέτει στην αγορά 2 εκατομμύρια τόνους ετησίως τσιμέντο ECOPlanet ZERO, προϊόν μηδενικού ανθρακικού αποτυπώματος, ανοίγοντας τον δρόμο για μια νέα εποχή πράσινων κατασκευών σε Ελλάδα και Ευρώπη.
Η τεχνολογία δέσμευσης και αποθήκευσης άνθρακα (CCS) στο εργοστάσιο του Μηλακίου σχεδιάζεται να τεθεί σε λειτουργία στα τέλη του 2029, με στόχο τη δέσμευση έως και του 90% των σημερινών εκπομπών του συγκροτήματος, δηλαδή περίπου 1,6 εκατομμύρια τόνων CO₂ ετησίως. Το συνολικό ανθρακικό αποτύπωμα της μονάδας υπερβαίνει σήμερα τα 1,8 εκατομμύρια τόνους τον χρόνο.
Η ενεργοποίηση της τεχνολογίας δέσμευσης διοξειδίου του άνθρακα (CCS) προβλέπεται για τα τέλη του 2029, με τεχνικό στόχο τη συλλογή έως και του 90% των εκπομπών του εργοστασίου στο Μηλάκι. Οι ρύποι θα υφίστανται επιτόπου επεξεργασία, υγροποίηση και προσωρινή αποθήκευση, πριν μεταφερθούν μέσω εξειδικευμένου θαλάσσιου μέσου στον Πρίνο, όπου θα αποθηκεύονται μόνιμα σε υπόγεια γεωλογικά κοιτάσματα. Η μεταφορά προβλέπεται να γίνεται με συχνότητα 3 έως 4 δρομολογίων την εβδομάδα. Το εγχείρημα, ωστόσο, δεν εδράζεται μόνο στην τεχνολογική του πληρότητα ή τη χρηματοδοτική του εξασφάλιση. Η λειτουργία της μονάδας CCS εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη διαθεσιμότητα και την επάρκεια σε χώρους μόνιμης αποθήκευσης του υγροποιημένου CO₂. Ο Όμιλος ΗΡΑΚΛΗΣ συνδέει το project άμεσα με την υπόγεια δομή του Πρίνου, την οποία αναπτύσσει η Energean, επισημαίνοντας ότι θα χρειαστεί διακρατική συνεργασία και πρόσβαση σε εφεδρικές λύσεις αποθήκευσης (π.χ. Ιταλία, Κροατία, Ρουμανία) για να διασφαλιστεί η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του έργου.
Όπως ανέφερε η διοίκηση του Ομίλου η επιτυχία του εγχειρήματος είναι αλληλένδετη με τις εξελίξεις στην ανάπτυξη του έργου αποθήκευσης της Energean στον Πρίνο. Η υπόγεια αποθήκη έχει ενταχθεί στα ευρωπαϊκά Έργα Κοινού Ενδιαφέροντος (PCI), ενώ θα δημιουργηθεί σε εξαντλημένο κοίτασμα του Πρίνου (το οποίο διαχειρίζεται η Energean), με σκοπό σε πρώτη φάση να καταλήγουν ετησίως σε αυτήν 1 εκατ. τόνοι διοξειδίου του άνθρακα. Η συνολική επένδυση για την πρώτη φάση του «Prinos CO2 Storage» εκτιμάται σε 517,62 εκατομμύρια ευρώ. Αξίζει να σημειωθεί ότι η EnEarth, θυγατρική της Energean έχει εξασφαλίσει χρηματοδότηση και από τον ευρωπαϊκό Μηχανισμό «Συνδέοντας την Ευρώπη» (CEF), ύψους 120 εκατ. ευρώ. Τα κεφάλαια από το CEF θεωρούνται κρίσιμα για την ωρίμανση και της δεύτερης φάσης της επένδυσης, καθώς η προοπτική είναι η αποθηκευτική δυναμικότητα της υποδομής να ενισχυθεί περαιτέρω στην πορεία, στους 3 εκατ. τόνους διοξειδίου του άνθρακα. Ο συνολικός προϋπολογισμός και για τις δύο φάσεις εκτιμάται άνω του 1 δισ. ευρώ.
Η τεχνολογική καρδιά του έργου– το σύστημα δέσμευσης και αποθήκευσης διοξειδίου του άνθρακα (CCS) – επιδιώκει να μειώσει δραστικά τις εκπομπές CO₂ ανά τόνο τσιμέντου: από τα 670 κιλά το 2020 και τα 520 κιλά το 2024, σε μόλις 110 κιλά έως το 2030. Πρόκειται για μείωση που αγγίζει το 84%, φέρνοντας την Ελλάδα σε τροχιά πλήρους εναρμόνισης με τους ευρωπαϊκούς στόχους απανθρακοποίησης. Μαζί με τη δημιουργία έως και 1.000 θέσεων εργασίας στην κατασκευαστική φάση και 100 μόνιμων θέσεων μετά την ολοκλήρωση του έργου, το επενδυτικό εγχείρημα του Ομίλου ΗΡΑΚΛΗΣ φιλοδοξεί να επαναπροσδιορίσει τις βιομηχανικές επιδόσεις της χώρας σε ό,τι αφορά το ανθρακικό αποτύπωμα.
Σύμφωνα με τον Νίκο Μπόζο, CCUS Manager του Ομίλου ΗΡΑΚΛΗΣ το τεχνικό διάγραμμα του έργου OLYMPUS αποτυπώνει μια σύνθετη αλλά πλήρως ενοποιημένη βιομηχανική διαδικασία που ξεκινά από την παραγωγή CO₂ σε δύο διακριτά ρεύματα – χαμηλής και υψηλής συγκέντρωσης – προερχόμενα από διαφορετικά στάδια της παραγωγής τσιμέντου. Η απομόνωση, καθαρισμός και ψύξη του CO₂ πραγματοποιείται μέσω προηγμένων μονάδων Cryogenic Separation, οδηγώντας στη μετατροπή του σε υγρή μορφή και την προσωρινή του αποθήκευση σε ειδικές εγκαταστάσεις. Το υγροποιημένο CO₂ μεταφέρεται στη συνέχεια μέσω δικτύου αγωγών 14 χιλιομέτρων προς το λιμάνι φόρτωσης, όπου ειδικά πλοία το μεταφέρουν στον υποθαλάσσιο αποθηκευτικό χώρο στον Πρίνο, για μόνιμη γεωλογική έγχυση σε βάθος.
Παράλληλα, η διαδικασία ενσωματώνει μονάδες ανάκτησης θερμότητας (Waste Heat Recovery) και ενεργειακή τροφοδότηση από ΑΠΕ, καθιστώντας την παραγωγή πιο αποδοτική και ενεργειακά ουδέτερη. Σημαντικό ρόλο παίζουν επίσης οι μονάδες επεξεργασίας αστικών και βιομηχανικών λυμάτων, καθώς και η αξιοποίηση υπολειμμάτων ανακύκλωσης (RDF, βιομάζας κ.ά.), δημιουργώντας μια κυκλική αλυσίδα αξίας που μειώνει την κατανάλωση φυσικών πόρων και την εξάρτηση από στερεά ορυκτά καύσιμα.
Η συνολική διάταξη της εγκατάστασης – από τον πυρήνα της παραγωγής μέχρι τις δορυφορικές υποδομές αποθήκευσης και logistics – αποτυπώνει ένα πλήρως λειτουργικό, βιώσιμο και επεκτάσιμο μοντέλο βιομηχανικής απανθρακοποίησης, που μπορεί να εφαρμοστεί ως πρότυπο και σε άλλες ευρωπαϊκές μονάδες του κλάδου.
Το 2029 θα έρθει το «πράσινο» τσιμέντο
Από τη στιγμή που η νέα γραμμή παραγωγής στο Μηλάκι τεθεί σε πλήρη λειτουργία, το 2029, η εταιρεία θα είναι σε θέση να διαθέτει έως και 2 εκατομμύρια τόνους ετησίως από αυτό το καινοτόμο προϊόν. Το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής αναμένεται να κατευθυνθεί στις αγορές του εξωτερικού, όπου η ζήτηση για πράσινα δομικά υλικά αυξάνεται ραγδαία. Η δημιουργία μιας ευρωπαϊκής αγοράς για το πράσινο τσιμέντο είναι κρίσιμη, καθώς η τιμή ρύπων (CO₂ price) παραμένει αστάθμητος παράγοντας. «Αν δεν εξαντλήσεις όλους τους μικρούς μοχλούς, δεν μπορείς να φτάσεις στο carbon capture», τόνισε ο Δημήτρης Χανής, εξηγώντας ότι το CCS έρχεται στο τέλος της αλυσίδας για να ολοκληρώσει τη μετάβαση, όχι να την υποκαταστήσει. Η μεγάλη εικόνα, σύμφωνα με τον ίδιο, θέλει την Ελλάδα – μια μικρή χώρα με δύο μεγάλες τσιμεντοβιομηχανίες – να παίζει ηγετικό ρόλο σε έναν τομέα «δύσκολο να απανθρακοποιηθεί», στέλνοντας μήνυμα ότι η κλιματική προσαρμογή δεν είναι βάρος αλλά ευκαιρία ανταγωνιστικότητας.
Η ελληνική αγορά, η οποία σήμερα απορροφά περίπου 2–3% των συνολικών πωλήσεων της εταιρείας, παραμένει σχετικά μικρή, όμως αναμένεται να επηρεαστεί θετικά από τις εξελίξεις στο πλαίσιο των δημόσιων έργων, των πράσινων κτιρίων και των μεγάλων αστικών αναπλάσεων. Ήδη, σε έργα όπως το Ελληνικό, καταγράφεται έντονο ενδιαφέρον για υλικά χαμηλού ανθρακικού αποτυπώματος, και οι πελάτες δείχνουν διατεθειμένοι να πληρώσουν premium για να εξασφαλίσουν συμμόρφωση με ESG κριτήρια και πράσινες πιστοποιήσεις.
Το ECOPlanet Zero αναμένεται να διατίθεται στην αγορά με τιμή 20%–30% υψηλότερη σε σχέση με τα συμβατικά προϊόντα τσιμέντου. Παρ’ όλα αυτά, ο Όμιλος εκτιμά ότι το προφίλ του πελάτη αλλάζει ραγδαία, ιδίως στην ευρωπαϊκή αγορά, με την κλιματική συμμόρφωση να γίνεται αναπόσπαστο μέρος της επενδυτικής αξιολόγησης. «Κάθε τόνος τσιμέντου σήμερα συνοδεύεται και από έναν τόνο CO₂. Εμείς αυτό το μετατρέπουμε από ρίσκο σε πλεονέκτημα», υπογράμμισε ο κ. Χανής, εξηγώντας ότι η νέα γραμμή παραγωγής αναβαθμίζει όχι μόνο το περιβαλλοντικό αποτύπωμα, αλλά και το ανταγωνιστικό προφίλ της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή αγορά κατασκευών.
Διαβάστε ακόμη