Η ραγδαία άνοδος της Meg O’Neill στην κορυφή μίας από τις μεγαλύτερες εταιρείες ορυκτών καυσίμων στον κόσμο δεν συνοδεύτηκε από αμφιβολίες. Σε μια περίοδο κατά την οποία τα στελέχη του πετρελαϊκού κλάδου εξακολουθούν να δέχονται πιέσεις για απεξάρτηση από τους υδρογονάνθρακες, εκείνη προβάλλει ένα διαφορετικό επιχείρημα: ότι ο κόσμος απέχει ακόμη πολύ από το να τους εγκαταλείψει. Έτσι, όταν η BP αιφνιδίασε τις αγορές ανακοινώνοντας για πρώτη φορά στην ιστορία της την επιλογή εξωτερικού διευθύνοντος συμβούλου, η επιλογή της O’Neill σήμαινε κάτι περισσότερο από μια απλή αλλαγή ηγεσίας. Αντικατόπτριζε μια επανατοποθέτηση της BP, η οποία έχει πληγεί από μια αποτυχημένη στροφή προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, από χρόνια άνισης οικονομικής επίδοσης και από την πίεση του ακτιβιστή επενδυτή Elliott Investment Management να επιστρέψει στον βασικό της προσανατολισμό στο πετρέλαιο και το φυσικό αέριο.
Όπως αναφέρει το Bloomberg, η O’Neill, που ηγείται του αυστραλιανού κολοσσού πετρελαίου και φυσικού αερίου Woodside Energy Group Ltd. από το 2021, φέρνει μαζί της τη φήμη της αυστηρής επιχειρησιακής πειθαρχίας και τη βαθιά πεποίθηση ότι το φυσικό αέριο -και ιδιαίτερα το υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG)- αποτελεί μακροπρόθεσμη αναγκαιότητα. Για τους υποστηρικτές της, είναι ακριβώς η ηγέτιδα που χρειάζεται η BP. Για τους επικριτές της, ενσαρκώνει μια βιομηχανία που επιλέγει την οπισθοδρόμηση αντί της εφευρετικότητας.
«Ο διορισμός της ως CEO φαίνεται να ευθυγραμμίζεται πλήρως με την αναδίπλωση της BP από την πράσινη ενέργεια πίσω στην κερδοφορία του πετρελαίου και του φυσικού αερίου», σημειώνει η Susan Sakmar, επισκέπτρια επίκουρη καθηγήτρια στο Νομικό Κέντρο του Πανεπιστημίου του Χιούστον και ειδικός στην αγορά υδρογονανθράκων. «Είναι καλά νέα για την BP».
Το success story της κοσμογυρισμένης Meg O’Neill
Η Meg O’Neill γεννήθηκε το 1970 και μεγάλωσε στο Μπόλντερ του Κολοράντο. Ο πατέρας της εργαζόταν ως μηχανικός, αρχικά στα Bell Labs και αργότερα σε νεοφυείς επιχειρήσεις, γεγονός που τροφοδότησε το ενδιαφέρον της για τα μαθηματικά και τις θετικές επιστήμες. Αποφοιτώντας από το λύκειο, η O’Neill δίσταζε ανάμεσα στη μηχανική και την ιστορία ως αντικείμενο σπουδών. Τελικά φοίτησε στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Μασαχουσέτης (MIT), όπου ξεκίνησε με σπουδές στη χημική μηχανική, αλλά στη συνέχεια μετέφερε το ενδιαφέρον της στη μηχανική ωκεανών, αποκτώντας πτυχία και στους δύο τομείς. Το ενδιαφέρον της για τη διεθνή διάσταση της πετρελαϊκής βιομηχανίας ενισχύθηκε από ένα έτος ανταλλαγής που πέρασε στη Φινλανδία.
Σύμφωνα με το Fortune, η O’Neill ξεκίνησε την καριέρα της στην ExxonMobil, αναλαμβάνοντας μια σειρά από τεχνικούς, επιχειρησιακούς και διοικητικούς ρόλους σε διάφορες χώρες. Αρχικά εργάστηκε στο Χιούστον του Τέξας, όπου επί τέσσερα χρόνια ασχολήθηκε με τη μοντελοποίηση υπεράκτιων πετρελαϊκών κοιτασμάτων. Στη συνέχεια μετακινήθηκε στη Νέα Ορλεάνη, όπου ανέλαβε καθήκοντα μηχανικού ταμιευτήρων. Το 2003, η O’Neill ανέλαβε ηγετικό ρόλο μηχανικού στην Τζακάρτα της Ινδονησίας, διαχειριζόμενη τα κοιτάσματα υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) της εταιρείας στην περιοχή Άτσεχ, λίγο μετά την καταστροφή που προκάλεσαν ο σεισμός και το τσουνάμι του Ινδικού Ωκεανού το 2004.
Ύστερα από τρία χρόνια στο Άτσεχ, επέστρεψε στα κεντρικά γραφεία της ExxonMobil στο Χιούστον, αναλαμβάνοντας παγκόσμιο ρόλο με ευθύνη την εποπτεία μηχανικών ταμιευτήρων. Αργότερα ηγήθηκε υπεράκτιων δραστηριοτήτων στον Καναδά και στη συνέχεια διετέλεσε επικεφαλής της εταιρείας στη Νορβηγία. Μετά τη θητεία της στη Νορβηγία, επέστρεψε στο Χιούστον για να επιβλέψει τις δραστηριότητες της ExxonMobil στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού. Στο πλαίσιο αυτό, ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με τη Δυτική Αυστραλία μέσω της συμμετοχής της Exxon στο εργοστάσιο LNG Gorgon στο νησί Barrow.
Το 2016, η O’Neill διορίστηκε εκτελεστική σύμβουλος του τότε διευθύνοντος συμβούλου της ExxonMobil, Rex Tillerson. Μετά τον διορισμό του Tillerson από τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ στη θέση του υπουργού Εξωτερικών, ο Darren Woods ανέλαβε το 2017 καθήκοντα διευθύνοντος συμβούλου και προέδρου της εταιρείας. Η O’Neill συνέχισε να παρέχει συμβουλευτικές υπηρεσίες και υπό τη νέα διοίκηση.
Όπως αναφέρει το Energy Council, πριν αποχωρήσει από την ExxonMobil τον Μάρτιο του 2018, η Meg O’Neill κατείχε τη θέση της αντιπροέδρου για την Αφρική στην ExxonMobil Development Company με έδρα το Χιούστον. Στον ρόλο αυτό είχε την ευθύνη των μεγάλων έργων της ExxonMobil σε ολόκληρη την αφρικανική ήπειρο, συμπεριλαμβανομένων χωρών όπως η Αγκόλα, η Νιγηρία, η Τανζανία και η Μοζαμβίκη.
Η O’Neill εντάχθηκε στη Woodside Petroleum τον Μάιο του 2018 ως Διευθύντρια Λειτουργιών (Chief Operating Officer), μετά τη θητεία της στην ExxonMobil. Το 2019 διορίστηκε Εκτελεστική Αντιπρόεδρος Ανάπτυξης (Executive Vice President Development). Στις 17 Αυγούστου 2021, η O’Neill διορίστηκε Διευθύνουσα Σύμβουλος και Διευθύντρια (Chief Executive Officer και Managing Director) της Woodside Energy.
Οι διεθνείς συνθήκες στις οποίες η O’Neill αναλαμβάνει το τιμόνι της BP
Η O’Neill αναλαμβάνει τα νέα της καθήκοντα σε ένα περιβάλλον έντονου πολιτικού διχασμού γύρω από την ενέργεια. Στις ΗΠΑ, η αναβίωση του συνθήματος «drill, baby, drill» από τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ και οι υποσχέσεις για χαλάρωση των κλιματικών ρυθμίσεων έχουν επαναφέρει στο προσκήνιο το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο. Αντίθετα, στην Ευρώπη, όπου δραστηριοποιείται η BP, οι απαιτήσεις για μείωση εκπομπών άνθρακα, οι αυστηρότεροι κανόνες διαφάνειας και οι ρυθμιστικές πιέσεις δημιουργούν ένα πολύ διαφορετικό πλαίσιο. Η O’Neill θα πρέπει να ισορροπήσει ανάμεσα σε αυτούς τους δύο κόσμους.
Στο εσωτερικό της Woodside, συνεργάτες της περιγράφουν την O’Neill ως εξαιρετικά αναλυτική και άριστα προετοιμασμένη. Η ίδια δηλώνει ευθύς χαρακτήρας και ενθαρρύνει τις ομάδες της να σκέφτονται σε βάθος δεκαετιών και όχι να επικεντρώνονται στις βραχυπρόθεσμες διακυμάνσεις.
Η O’Neill έχει επανειλημμένα υποστηρίξει ότι η πραγματιστική προσέγγιση, και όχι μόνο η φιλοδοξία, πρέπει να καθορίζει ποιες κλιματικές λύσεις είναι βιώσιμες. Υπό την ηγεσία της, η Woodside διπλασίασε την παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου, επένδυσε δυναμικά στο LNG και ανέστειλε έργα χαμηλότερων εκπομπών άνθρακα που δεν κρίθηκαν οικονομικά βιώσιμα. Όπως δήλωσε χαρακτηριστικά, «πρέπει να δίνουμε προτεραιότητα στα μέτρα με τη μεγαλύτερη απόδοση για κάθε ευρώ που επενδύεται».
Η στρατηγική αυτή, ωστόσο, προκάλεσε έντονες αντιδράσεις, ιδιαίτερα στην Αυστραλία. Στο επίκεντρο της κριτικής βρέθηκε το έργο Burrup Hub, ένα σύμπλεγμα επενδύσεων δισεκατομμυρίων δολαρίων, του οποίου οι εκπομπές έως το 2070 εκτιμάται ότι θα υπερβαίνουν κατά πολύ τις σημερινές ετήσιες εκπομπές της χώρας. Οι επικριτές υποστηρίζουν ότι η O’Neill υπονομεύει την πορεία προς την κλιματική ουδετερότητα, ενώ η ίδια απαντά ότι το φυσικό αέριο αποτελεί αναγκαία «γέφυρα» για τη σταθερότητα των ενεργειακών συστημάτων.
Παράλληλα, έχει στηρίξει έργα διαχείρισης άνθρακα και πράσινου υδρογόνου, αλλά άλλαξε στάση όταν το κόστος αυξήθηκε και η οικονομική βιωσιμότητα μειώθηκε. Στον ενεργειακό κλάδο, πάντως, δεν λείπουν και οι επικρίσεις για τις οικονομικές επιδόσεις της Woodside, καθώς η επιθετική στρατηγική ανάπτυξης δεν μετουσιώθηκε πάντα σε ισχυρές αποδόσεις για τους μετόχους.
Για την O’Neill, η BP αποτελεί ένα μεγαλύτερο πεδίο δράσης αλλά και μια δυσκολότερη δοκιμασία. Με την παγκόσμια υπερπροσφορά να απειλεί τα κέρδη του κλάδου και τους επενδυτές να απαιτούν βελτίωση αποδόσεων, το έργο που αναλαμβάνει χαρακτηρίζεται από πολλούς ως εξαιρετικά απαιτητικό. «Πρόκειται για μια τεράστια πρόκληση», συνοψίζει ο Neil Beveridge της Bernstein.
Διαβάστε ακόμη
