Τις μεγάλες διαφορές στις τιμές του βιομηχανικού ρεύματος μεταξύ Ευρώπης, ΗΠΑ και Κίνας -με τη Γηραιά Ήπειρο να βρίσκεται σε μειονεκτική θέση έναντι των άλλων δυο μεγάλων οικονομικών δυνάμεων- , αλλά και τις μεγάλες ενδοευρωπαϊκές αποκλίσεις, καταγράφει μελέτη του Ερευνητικού Κέντρου Ενεργειακής Οικονομίας της Γερμανίας (FtE) και παρουσιάζει η εφημερίδα Handelsblatt, σε ρεπορτάζ με τον αποκαλυπτικό  τίτλο «14 σεντς στη Γερμανία (σ.σ. τιμή κιλοβατώρας για τις επιχειρήσεις), οκτώ στις ΗΠΑ».

© Handelsblatt

© Handelsblatt

Η μελέτη (που στηρίζεται σε συγκρίσιμα στοιχεία του 2024) έρχεται σε μια περίοδο που το ανταγωνιστικό μειονέκτημα της Ευρώπης όσον αφορά στο βιομηχανικό ρεύμα έχει έρθει στο προσκήνιο της νέας ατζέντας της Κομισιόν -που ομνύει στην θωράκιση της ανταγωνιστικότητας των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων-, αλλά τα μέτρα που υιοθετεί προς την κατεύθυνση αυτή κρίνονται ανεπαρκή από μεγάλη μερίδα της επιχειρηματικής κοινότητας.

Εν αναμονή των μέτρων για το βιομηχανικό ρεύμα στην Ελλάδα

Δημοσιεύεται επίσης σε μια συγκυρία που το θέμα βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας και στην Ελλάδα, καθώς οι ενεργοβόρες επιχειρήσεις περιμένουν από την κυβέρνηση να τηρήσει την δέσμευσή της για ελάφρυνση του ενεργειακού τους κόστους και να κινηθεί γρήγορα, καθώς άλλες χώρες της ΕΕ, όπως η Γερμανία, η Ιταλία, η Γαλλία, η Βουλγαρία κ.α. αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες, είτε στη βάση του νέου πλαισίου των κρατικών ενισχύσεων για ενεργοβόρες επιχειρήσεις (CISAF) είτε αξιοποιώντας άλλα εργαλεία, όπως τη μείωση φόρων και άλλων χρεώσεων.  Εν Ελλάδι, όμως, η άσκηση για μια παρέμβαση με λελογισμένο κόστος (καθώς έξτρα κονδύλια στον προϋπολογισμό δεν υπάρχουν, όπως προέκυψε από το προσχέδιο που παρουσιάστηκε την περασμένη εβδομάδα), τη μέγιστη δυνατή εμβέλεια και συμβατή με το κοινοτικό πλαίσιο αποδεικνύεται…βραδείας καύσης.

Απαισιόδοξες, πάντως, εμφανίζονται και οι επιχειρήσεις στη Γερμανία, παρά τις πρόσφατες εξαγγελίες της κυβέρνησης Μερτς για επιδότηση της τιμής ρεύματος για τις ενεργοβόρες βιομηχανίες στα 5 σεντ την κιλοβατώρα για την τριετία 2026-2028, που συνδυάζονται και με τη μείωση των φόρων και των χρεώσεων δικτύου που προβλέπει το προσχέδιο του γερμανικού προϋπολογισμού. Όπως δήλωσε στην Handelsblatt ο Γενικός Διευθυντής της Ένωσης της Βαυαρικής Οικονομίας (VBW) Μπέτραμ Μπρόσαρντ, παρά τα πρώτα βήματα ελάφρυνσης, η επιβάρυνση για τις επιχειρήσεις στη Γερμανία παραμένει άνω του μέσου όρου. «Δεν διαφαίνεται προς το παρόν αντιστροφή της τάσης», υποστήριξε, προσθέτοντας ότι οι ανταγωνιστικές τιμές ενέργειας αποτελούν βασική προϋπόθεση για μια ισχυρή βιομηχανία. «Εάν η Γερμανία θέλει να παραμείνει κορυφαίος βιομηχανικός προορισμός, αυτός ο παράγοντας κόστους πρέπει να γίνει αξιόπιστος, προβλέψιμος και διεθνώς ανταγωνιστικός», κατέληξε. Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται εδώ και καιρό και οι παρεμβάσεις των εκπροσώπων των ελληνικών βιομηχανικών φορέων, που συγκλίνουν στο συμπέρασμα ότι το υψηλό κόστος ενέργειας αποτελεί υπαρξιακή απειλή για τις επιχειρήσεις, με τον πρόεδρο του ΣΕΒ Σπύρο Θεοδωρόπουλο να επικαλείται σε πρόσφατες δηλώσεις του στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας της ΕΕ Eurostat που έδειξαν ότι η Ελλάδα εμφάνισε τη μεγαλύτερη ετήσια αύξηση πανευρωπαϊκά (26,9%) στο βιομηχανικό ρεύμα το πρώτο εξάμηνο του έτους,

Τι δείχνει η μελέτη του  γερμανικού Ερευνητικού Κέντρου Ενεργειακής Οικονομίας

Τη μεγάλη διεθνή εικόνα αναφορικά με τις τιμές του βιομηχανικού ρεύματος επιχειρεί να καταγράψει η μελέτη του Ερευνητικού Κέντρου Ενεργειακής Οικονομίας που καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το κόστος ηλεκτρισμού για τη βιομηχανία στη Γερμανία το 2024 κυμάνθηκε κατά μέσο όρο στα 14 σεντς του ευρώ ανά κιλοβατώρα, πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο των 12 σεντς. Την ίδια στιγμή, στη Γαλλία  καταγράφηκε κατά μέσο όρο τιμή βιομηχανικού ρεύματος στα οκτώ σεντς ανά κιλοβατώρα, στην Ισπανία εννέα σεντς και στη Νορβηγία μόλις πέντε σεντς. Οι τιμές βασίζονται σε δεδομένα της Eurostat και αφορούν στη μέση τιμή ρεύματος για μεγάλους βιομηχανικούς πελάτες, που καταναλώνουν 70 έως 150 γιγαβατώρες ρεύματος ετησίως. Σε αυτούς ανήκουν, μεταξύ άλλων, μεγάλες επιχειρήσεις από τη βιομηχανία χάλυβα, χάρτου, χημικών κ.α.

Όπως σημειώνει η Handelsblatt, o προσδιορισμός της μέσης τιμής του ρεύματος για τις βιομηχανίες είναι περίπλοκη άσκηση. Οι τιμές που πληρώνει μια επιχείρηση για ρεύμα μπορούν να αποκλίνουν σημαντικά από τους μέσους όρους, για παράδειγμα όταν μια επιχείρηση έχει συνάψει μακροχρόνια συμβόλαια προμήθειας ρεύματος (PPA). Επίσης, το ύψος των φόρων, των τελών και των εισφορών που προστίθενται στην καθαρή τιμή χονδρικής του ρεύματος ποικίλλει όχι μόνο από χώρα σε χώρα, αλλά και ανά κατηγορία επιχειρήσεων.

Χαμηλότερες τιμές βιομηχανικού ρεύματος σε ΗΠΑ και Κίνα

Πολλές χώρες έχουν ταυτόχρονα πολλές ρυθμίσεις ελάφρυνσης, οι οποίες εν μέρει συνδυάζονται. Στη Γαλλία, για παράδειγμα, ισχύει από το 2011 η τιμή βιομηχανικού ρεύματος ARENΗ. Οι μεγάλοι καταναλωτές ρεύματος πληρώνουν εκεί μόνο 4,2 σεντς/κιλοβατώρα, για το ρεύμα. σε αυτά προστίθενται ωστόσο τέλη δικτύου και άλλες εισφορές. Η ρύθμιση ισχύει έως το τέλος του τρέχοντος έτους, αλλά προβλέπεται διάδοχη ρύθμιση, Προβλέπεται διάδοχη ρύθμιση.

Για τις ΗΠΑ, το FfE υπολογίζει τη μέση τιμή του 2024 για βιομηχανικούς πελάτες στα οκτώ σεντς ανά κιλοβατώρα.  Ωστόσο, και εδώ καταγράφονται διαφοροποιήσεις σε επίπεδο πολιτείας. Σε ορισμένες πολιτείες των ΗΠΑ οι βιομηχανίες χρεώνονται μόνο πέντε ή έξι σεντς ανά κιλοβατώρα. Υπάρχουν όμως και εξαιρέσεις προς τα πάνω, όπως για παράδειγμα η Καλιφόρνια και η Χαβάη. Σημαντικά χαμηλότερες τιμές ρεύματος από τη Γερμανία πληρώνουν, σύμφωνα με τη μελέτη, και οι βιομηχανικοί πελάτες στην Κίνα, όπου η μέση τιμή του ρεύματος για τις βιομηχανίες διαμορφώνεται στα οκτώ σεντς. Σε ορισμένες κινεζικές επαρχίες οι πελάτες πληρώνουν μόνο έξι ή επτά σεντς.

Η Handelsblatt εκτιμά ότι το συγκριτικά υψηλό επίπεδο τιμών ρεύματος στη Γερμανία πιθανότατα θα επηρεαστεί ελάχιστα από τα μέτρα που ανακοινώθηκαν πρόσφατα από τον κυβερνητικό συνασπισμό, καθώς η  τιμή των πέντε σεντς ανά κιλοβατώρα που εξήγγειλε ο Καγκελάριος Μερτς υπάρχει μόνο στα χαρτιά: Στην πράξη, η επιδότηση στην τιμή βιομηχανικού ρεύματος περικόπτεται από το CISAF που ορίζει ότι στις επιλέξιμες επιχειρήσεις παρέχεται έκπτωση μόνο για το ήμισυ της κατανάλωσής τους. Η τιμή ρεύματος για αυτό το 50% της κατανάλωσης μπορεί τότε να επιδοτηθεί από το κράτος μέχρι τα πέντε σεντς. Η τιμή εκκίνησης είναι η καθαρή τιμή  χονδρικής του ρεύματος, χωρίς παρεπόμενα κόστη όπως εισφορές, φόρους και τέλη δικτύου. Αυτά τα παρεπόμενα κόστη είναι υψηλά  σε σειρά  ευρωπαϊκών χωρών, από τη Γερμανία έως την Ελλάδα.

Οι παγίδες του ευρωπαϊκού πλαισίου επιδοτήσεων CISAF

Στο πλαίσιο αυτό, αν υποτεθεί ότι η τιμή εκκίνησης  (για την άσκηση της επιδότησης  στη Γερμανία) είναι τα  οκτώ σεντς, η τιμή βιομηχανικού ρεύματος – σε σχέση με τη συνολική ποσότητα ρεύματος – μεταφράζεται σε μέση τιμή αγοράς 6,5 σεντς: Για το 50% της κατανάλωσης ρεύματος οι βιομηχανίες χρεώνονται όπως και πριν οκτώ σεντς, για το άλλο 50%  πέντε σεντς, ο μέσος όρος είναι 6,5 σεντς. Όμως ούτε αυτό είναι όλη η αλήθεια. Διότι το μισό της έκπτωσης πρέπει να επενδυθεί στον μετασχηματισμό της επιχείρησης. Συνεπώς, τα χρήματα δεν είναι διαθέσιμα για τη βραχυπρόθεσμη μείωση του κόστους και άρα για την προσφορά φθηνότερων προϊόντων. Εάν ληφθεί υπόψη αυτή η παράμετρος στον υπολογισμό, προκύπτει τιμή βιομηχανικού ρεύματος 7,25 σεντς αντί για οκτώ σεντς. Η έκπτωση ανέρχεται συνεπώς μόλις  στο 9%. Από τη μέση τιμή (συμπεριλαμβανομένων όλων των φόρων και χρεώσεων) ύψους 14 σεντς, που υπολόγισε το FfE, προκύπτει έτσι μια τιμή 13,25 σεντς. Επιπλέον, η τιμή βιομηχανικού ρεύματος δεν θα ισχύει για όλες τις επιχειρήσεις και περιορίζεται σε τρία χρόνια. Μέρος της εικόνας είναι πάντως και το ότι οι γερμανικέ επιχειρήσεις θα επωφεληθούν από το 2026 από την απόφαση της κυβέρνησης του Βερολίνου για επιδότηση των χρεώσεων μεταφοράς ρεύματος. Το ύψος της ελάφρυνσης ποικίλλει ωστόσο ανά περίπτωση.

Προβλέψεις για τις τιμές ρεύματος το 2050

Η μελέτη του FtE ασχολήθηκε επιπλέον με το ερώτημα πώς θα μπορούσαν να εξελιχθούν οι τιμές ρεύματος έως τα μέσα του αιώνα. Τέτοιες προγνώσεις έχουν βέβαια μεγάλες αβεβαιότητες. Ωστόσο, μπορούν να είναι χρήσιμες για έναν γενικό προσανατολισμό. Το Ινστιτούτο διακρίνει δύο σενάρια: Στο βασικό σενάριο τάσης λαμβάνονται υπόψη οι τρέχουσες τάσεις και απεικονίζεται η πραγματική ταχύτητα υλοποίησης. Το δεύτερο σενάριο βασίζεται σε μια πιο φιλόδοξη πορεία ενεργειακής μετάβασης. Σύμφωνα με τη μελέτη, οι τιμές ρεύματος στη Γερμανία, την Ιταλία, την Ισπανία και τη Γαλλία θα αυξάνονται συνεχώς και στα δύο σενάρια έως το 2050, στη βάση των εκτιμήσεων για αύξηση των τιμών δικαιωμάτων εκπομπών CO₂ , με παράλληλη αύξηση της ζήτησης για  ρεύμα. Παραπέμποντας στις  προβλέψεις και της αρμόδιας αμερικανικής αρχής, το FfE καταλήγει στο συμπέρασμα ότι και στις ΗΠΑ οι τιμές ρεύματος θα αυξηθούν σημαντικά έως το 2050. Ωστόσο, θα παραμείνουν κάτω από το επίπεδο της Γερμανίας.

Διαβάστε ακόμη