Ο κόσμος εισέρχεται σε μια νέα εποχή ενεργειακής υπερπροσφοράς, με το αμερικανικό LNG και τα κινεζικά φωτοβολταϊκά να διεκδικούν την πρωτοκαθεδρία -αλλά και τα κεφάλαια- των αναδυόμενων αγορών. Πίσω από αυτή τη σύγκρουση βρίσκονται δύο αντικρουόμενα οράματα για το ενεργειακό μέλλον, με τις ΗΠΑ και την Κίνα να τοποθετούνται σε αντίθετες πλευρές. Ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (IEA), στην πρόσφατη έκθεση World Energy Outlook, δείχνει πως και οι δύο υπερδυνάμεις χτίζουν τεράστιες εξαγωγικές υποδομές: η Κίνα σε φωτοβολταϊκά και μπαταρίες, οι ΗΠΑ σε τερματικούς σταθμούς LNG. Ωστόσο, ακόμη και με αυξανόμενη παγκόσμια ζήτηση για ενέργεια, ο πλανήτης δεν χρειάζεται υπερβάλλουσα παραγωγική ισχύ και από τις δύο πλευρές.
Όπως σχολιάζει σε ανάλυσή του το Semafor, η βιομηχανία LNG κινείται με φρενήρεις ρυθμούς. Η παγκόσμια εξαγωγική ικανότητα αναμένεται να αυξηθεί κατά 50% έως το 2030, με τις ΗΠΑ να ηγούνται της προσπάθειας, αντιπροσωπεύοντας πάνω από το μισό της νέας δυναμικότητας. Μάλιστα, θα προσθέσουν μέσα στην επόμενη πενταετία όση δυναμικότητα κατασκεύασαν σε ολόκληρη την προηγούμενη δεκαετία. Ακόμη και ο IEA θέτει το καίριο ερώτημα: Πού θα κατευθυνθεί όλη αυτή η ποσότητα;
Αλλά η ιστορία της υπερπροσφοράς δεν περιορίζεται στο LNG. Ο IEA επισημαίνει ότι και στη βιομηχανία των φωτοβολταϊκών και των μπαταριών κυριαρχεί η υπερπαραγωγή -και ως επί το πλείστον προέρχεται από την Κίνα. Η παγκόσμια παραγωγική ικανότητα στα φωτοβολταϊκά είναι διπλάσια της τρέχουσας ζήτησης, ενώ στις μπαταρίες τριπλάσια. Η Κίνα, μόνη της, έχει ήδη αρκετή παραγωγική ισχύ για να καλύψει την παγκόσμια ζήτηση σε φωτοβολταϊκά μέχρι το 2030, ακόμη και στο πιο φιλόδοξο σενάριο μηδενικών εκπομπών του IEA.
Το νέο πεδίο αντιπαράθεσης ΗΠΑ – Κίνας: Ποιος θα κατακτήσει ενεργειακά τις αναδυόμενες αγορές του κόσμου
Αυτή η σύγκρουση υπερπροσφοράς έχει μετατραπεί σε νέο πεδίο αντιπαράθεσης ΗΠΑ–Κίνας. Η πιθανότητα αναξιοποίητων περιουσιακών στοιχείων (stranded assets) έχει λιγότερη σημασία, αφού οι οικονομίες τους μπορούν να απορροφήσουν τις ζημιές. Το πραγματικό διακύβευμα είναι ποιος θα κατακτήσει τις αναδυόμενες αγορές και την πολιτική επιρροή που τις συνοδεύει – και ποια χώρα αντιλαμβάνεται καλύτερα ποιο είναι το μέλλον της ενέργειας. Σύμφωνα με το Semafor, υπάρχουν δύο βασικοί λόγοι για τους οποίους το αμερικανικό στοίχημα στο LNG φαίνεται πιο ευάλωτο από το κινεζικό στοίχημα στις καθαρές τεχνολογίες.
Πρώτον, η ηλιακή ενέργεια υπερέχει έναντι του LNG στην ηλεκτροπαραγωγή. Είναι φθηνότερη, ταχύτερη στην εγκατάσταση και εγχώρια παραγώμενη. Σήμερα, σε όλη την Ασία και την Ευρώπη, τα έργα ηλιακής ενέργειας με μπαταρίες κοστίζουν λιγότερο από ότι η λειτουργία μονάδων φυσικού αερίου που καίνε εισαγόμενο LNG. Για τις αναδυόμενες οικονομίες που «διψούν» για ενέργεια, το LNG πρέπει να ανταγωνιστεί όχι μόνο στο κόστος αλλά και στον χρόνο υλοποίησης: τα έργα LNG απαιτούν 5–10 χρόνια, ενώ τα φωτοβολταϊκά μπορούν να λειτουργήσουν μέσα σε λίγους μήνες. Το αποτέλεσμα είναι ότι η ζήτηση για ηλιακή ενέργεια είναι πολύ πιο ελαστική και ανταποκρίνεται άμεσα στις μειώσεις τιμών.
Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα του Πακιστάν: σε λίγα μόλις χρόνια, οι εισαγωγές κινεζικών φωτοβολταϊκών έχουν διπλασιάσει τη διαθέσιμη ηλεκτρική ισχύ της χώρας. Αντίστοιχο κύμα επενδύσεων σημειώνεται πλέον και στην Αφρική.

Ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ και ο Κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ © EPA/YONHAP SOUTH KOREA OUT
Η «Εποχή του Ηλεκτρισμού»
Ο δεύτερος –και σημαντικότερος– λόγος είναι ότι ο κόσμος ζητά ολοένα και περισσότερο ηλεκτρισμό, όχι ορυκτά καύσιμα. Ο IEA μιλά για την «Εποχή του Ηλεκτρισμού», καθώς ο ηλεκτρισμός αναδεικνύεται στον βασικό ενεργειακό φορέα της ανάπτυξης του 21ου αιώνα. Περίπου το 50% των παγκόσμιων ενεργειακών επενδύσεων αφορά ήδη τον εξηλεκτρισμό και τα δίκτυα.
Η ηλεκτρική ενέργεια υπερέχει σε απόδοση και ενεργειακή ασφάλεια. Η καύση ορυκτών καυσίμων σπαταλά τη μεγαλύτερη ποσότητα ενέργειας ως θερμότητα, ενώ για τα τρία τέταρτα του κόσμου που εξαρτώνται από εισαγωγές καυσίμων, ο εξηλεκτρισμός αποτελεί δρόμο προς την ανεξαρτησία.
Καμία χώρα δεν έχει υιοθετήσει τόσο έντονα αυτή τη λογική όσο η Κίνα. Μέσα σε μία δεκαετία, αύξησε το ποσοστό εξηλεκτρισμού της οικονομίας της κατά 10 μονάδες, ενώ διπλασίασε τη ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας. Αυτή η στρατηγική επεκτείνεται πλέον εκτός συνόρων: η Νοτιοανατολική Ασία έχει πλέον υψηλότερα επίπεδα εξηλεκτρισμού από τις ΗΠΑ, ενώ οι κινεζικές εξαγωγές ηλεκτρικών οχημάτων εκτοξεύονται σε Λατινική Αμερική και Ασία.
Ο κίνδυνος για τις ΗΠΑ είναι να «μπερδέψουν» τις δικές τους ενεργειακές συνήθειες με τις παγκόσμιες τάσεις. Το παλιό αξίωμα «κοίτα την Αμερική για να δεις το μέλλον» δεν ισχύει πλέον στην ενέργεια: το 2000, η Κίνα είχε το 5% των πατεντών καθαρής ενέργειας. Σήμερα έχει το 75%.
Σύγκρουση οραμάτων
Το διακύβευμα είναι ευρύτερο: μπορεί η Αμερική να κερδίσει την κούρσα της τεχνητής νοημοσύνης αν χάσει την κούρσα της ηλεκτρικής ενέργειας; Η Κίνα βρίσκεται σε καλύτερη θέση να εξασφαλίσει άφθονη, φθηνή ηλεκτρική ισχύ. Η σύγκρουση LNG – ηλιακής ενέργειας δεν είναι απλώς μάχη τεχνολογιών, αλλά σύγκρουση οραμάτων ανάμεσα στις δύο μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου. Αν η ιστορία της ενέργειας διδάσκει κάτι, είναι ότι η εξέλιξη πάντα ευνοεί λύσεις πιο οικονομικές, αποδοτικές και ασφαλείς. Και σε κάθε μέτρο σύγκρισης, η ηλιακή ενέργεια υπερέχει του LNG, καταλήγει το Semafor.
Διαβάστε ακόμη
