Περιζήτητα έχουν γίνει τα περιουσιακά στοιχεία που κατέχει στο εξωτερικό ο ρωσικός πετρελαϊκός κολοσσός Lukoil, ο οποίος, μαζί με τη Rosneft, υφίσταται κυρώσεις από τις ΗΠΑ και τη Βρετανία, στο πλαίσιο του συνεχιζόμενου πολέμου Ρωσίας – Ουκρανίας. Μέχρι στιγμής, στο «παιχνίδι» της εξαγοράς περιουσιακών στοιχείων της ρωσικής πετρελαϊκής βρίσκονται εταιρείες όπως οι αμερικανικές ExxonMobil, Chevron και Carlyle, ο όμιλος International Holding Company (IHC) από το Άμπου Ντάμπι, η κρατική πετρελαϊκή εταιρεία του Καζακστάν, KazMunayGas, αλλά και η Shell, η η τουρκική Cengiz Holding και η αζερική SOCAR. Προκειμένου να αποκτήσουν περιουσιακά στοιχεία της Lukoil, οι εταιρείες θα πρέπει να πάρουν το «πράσινο φως» από τις ΗΠΑ, που έχουν ήδη εμποδίσει την ελβετική Gunvor να προβεί σε εξαγορά, λόγω της σχέσης που υποστηρίζουν ότι διατηρεί με το ρωσικό κράτος.
Η μάχη για τα περιουσιακά στοιχεία της Lukoil στο εξωτερικό αφορά και τη «γειτονιά» μας, αφού η ρωσική εταιρεία ελέγχει το μοναδικό διυλιστήριο της Βουλγαρίας, στο Μπουργκάς. Η βουλγαρική κυβέρνηση προσπαθεί να θέσει το διυλιστήριο υπό τον έλεγχό της και να το πουλήσει, προκειμένου να μην τεθεί σε κίνδυνο η ενεργειακή της ασφάλεια από τις αμερικανο-βρετανικές κυρώσεις. Προς το παρόν, έχει εξασφαλίσει εξαίρεση από τις κυρώσεις μέχρι τον Απρίλιο. Σημειώνεται πως στο παρελθόν ενδιαφέρον για εξαγορά του διυλιστηρίου στο Μπουργκάς είχε εκφράσει και η Helleniq Energy.
Δύο χρόνια πριν, απαντώντας σε σχετική ερώτηση για το βουλγαρικό διυλιστήριο, ο διευθύνων σύμβουλος της Helleniq Energy, Ανδρέας Σιάμισιης, είχε δηλώσει: «Έχει έλθει στην προσοχή μας και το κοιτάζουμε. Έχουμε δραστηριότητα στη Βουλγαρία, όπου έχουμε επενδύσει σημαντικά κεφάλαια. Ωστόσο η στρατηγική μας για το 2025 δεν περιλαμβάνει σημαντικά κεφάλαια για τα διυλιστήρια και η επένδυση σε ένα asset σαν αυτό περιλαμβάνει πολλές προκλήσεις. Το κοιτάζουμε λόγω εγγύτητας της αγοράς και θα δούμε πώς θα πάει».
Πριν από τις κυρώσεις, η αζερική SOCAR και η τουρκική Cengiz Holding είχαν υποβάλει κοινή προσφορά για το διυλιστήριο του Μπουργκάς, με την Cengiz να δηλώνει ότι σκοπεύει να προχωρήσει στη συμφωνία.
Ο αμερικανικός «εμφύλιος» για τα περιουσιακά στοιχεία της Lukoil
Η ExxonMobil μελετά τις επιλογές της για τα περιουσιακά στοιχεία της Lukoil στο Καζακστάν, όπου τόσο η αμερικανική όσο και η ρωσική εταιρεία κατέχουν μερίδια στα κοιτάσματα Karachaganak και Tengiz. Η Chevron, επίσης εταίρος στα έργα αυτά, εξετάζει ανάλογες κινήσεις, ενώ στο «παιχνίδι» βρίσκεται και η καζακική KazMunayGas. Η ExxonMobil ενδέχεται επίσης να εξετάσει πιθανή προσφορά για το κοίτασμα West Qurna 2 στο Ιράκ, το οποίο διαχειρίζεται η Lukoil και θεωρείται το σημαντικότερο περιουσιακό της στοιχείο εκτός Ρωσίας. Από την πλευρά της, η αμερικανική επενδυτική εταιρεία Carlyle έχει εκφράσει επίσης ενδιαφέρον, ωστόσο βρίσκεται ακόμη σε αρχικό στάδιο διερεύνησης της αγοράς περιουσιακών στοιχείων της ρωσικής εταιρείας.
Η Lukoil παράγει περίπου το 2% της παγκόσμιας παραγωγής πετρελαίου σε Ρωσία και εξωτερικό και έχει δηλώσει ότι αναζητά αγοραστές για τα διεθνή περιουσιακά της στοιχεία, τα οποία παράγουν πάνω από 0,5% της παγκόσμιας παραγωγής πετρελαίου και εκτιμώνται ότι αξίζουν περίπου 22 δισεκατομμύρια δολάρια, σύμφωνα με τις δηλώσεις της εταιρείας για το 2024. Η Carlyle εξετάζει την πιθανότητα αίτησης για άδεια από τις ΗΠΑ, η οποία θα της επιτρέψει να ολοκληρώσει την αγορά, πριν ξεκινήσει την ενδελεχή διαδικασία due diligence.
Η Shell ενδιαφέρεται για θαλάσσια blocks υδρογονανθράκων της Lukoil στη Γκάνα και τη Νιγηρία, ενώ στην Αίγυπτο η ρωσική πετρελαϊκή έχει ενημερώσει την κυβέρνηση ότι ενδέχεται να αποεπενδύσει από τις τρεις παραχωρήσεις που κατέχει. Τέλος, η Μολδαβία ξεκίνησε συνομιλίες για εθνικοποίηση της υποδομής της Lukoil στο αεροδρόμιο του Κισινάου.
Σενάρια εθνικοποίησης των περιουσιακών στοιχείων της Rosneft στη Γερμανία
Αναφορικά με τον άλλο πετρελαϊκό κολοσσό της Ρωσίας, τη Rosneft, οι αμερικανικές κυρώσεις εις βάρος της αναζωπύρωσαν στη Γερμανία τις συζητήσεις σχετικά με την πιθανή εθνικοποίηση των δραστηριοτήτων της εταιρείας στη χώρα, περιλαμβανομένου του διυλιστηρίου Schwedt, από το οποίο εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό ο ενεργειακός εφοδιασμός του Βερολίνου. Η υπόθεση αναδεικνύει το περίπλοκο δίκτυο αλληλεξαρτήσεων που εξακολουθεί να συνδέει τη Γερμανία με τη Ρωσία -τη χώρα που επί δεκαετίες τροφοδοτούσε με ενέργεια τη βιομηχανική «μηχανή» της Ευρώπης, έως ότου ξέσπασε ο πόλεμος στην Ουκρανία.
Το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών ανακοίνωσε πρόσφατα ότι εξέδωσε άδεια εξαίρεσης για το γερμανικό παράρτημα της Rosneft από τις αμερικανικές κυρώσεις, η οποία θα ισχύει έως τον Απρίλιο του 2026. Αν και η μόνιμη εξαίρεση παραμένει η προτιμώμενη επιλογή του Βερολίνου, οι γερμανικές αρχές εξετάζουν επίσης το ενδεχόμενο κατάσχεσης των περιουσιακών στοιχείων και πώλησής τους σε ξένο επενδυτή.
Η Rosneft Deutschland κατέχει το πλειοψηφικό μερίδιο στο διυλιστήριο Schwedt, το οποίο προμηθεύει το μεγαλύτερο μέρος των καυσίμων του Βερολίνου -συμπεριλαμβανομένων των καυσίμων του αεροδρομίου της πόλης, των πρατηρίων σε όλη την ανατολική Γερμανία και των πρώτων υλών που χρησιμοποιεί η τοπική χημική βιομηχανία. Επιπλέον, η εταιρεία διατηρεί μετοχικά μερίδια στα διυλιστήρια MiRo και Bayernoil. Τα περιουσιακά αυτά στοιχεία τέθηκαν υπό καθεστώς διαχείρισης (trusteeship) το 2022, αμέσως μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, γεγονός που ανέτρεψε τις μακροχρόνιες ενεργειακές σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών.
Η διαχείριση αυτή ανανεώνεται κάθε έξι μήνες, ωστόσο η νομική της βάση μπορεί να αμφισβητηθεί στα δικαστήρια, καθώς αρχικά επρόκειτο για προσωρινό και έκτακτο μέτρο. Μέχρι στιγμής, η γερμανική κυβέρνηση διστάζει να προχωρήσει σε εθνικοποίηση, φοβούμενη ότι θα υποχρεωθεί να καταβάλει αποζημίωση στη Μόσχα.
Διαβάστε ακόμη
