Δεν είναι μόνο η Ελλάδα που τρέχει να αξιοποιήσει τα κοιτάσματά της. Αρκετές χώρες της Ευρώπης στρέφονται ξανά προς την έρευνα και την παραγωγή υδρογονανθράκων, ακολουθώντας ένα «μονοπάτι» που θέτει εκ νέου σε γραμμή προτεραιότητας το αφήγημα της ενεργειακής ασφάλειας και του ενεργειακού ρεαλισμού. Από τη Βόρεια Θάλασσα μέχρι τη Μεσόγειο, κυβερνήσεις επανεξετάζουν παγωμένα σχέδια, ανοίγουν νέους γύρους αδειοδοτήσεων και επιχειρούν να ενισχύσουν την αυτάρκεια των εθνικών τους συστημάτων, σε μια στιγμή που οι γεωπολιτικές πιέσεις και η αβεβαιότητα των διεθνών αγορών αναδεικνύουν ξανά τη σημασία των εγχώριων πόρων.
Η συγκυρία είναι ευνοϊκή, καθώς στο νέο ενεργειακό αφήγημα η ενέργεια συνδέεται περισσότερο από ποτέ με τη γεωπολιτική. Η επιλογή πολλών κυβερνήσεων να κινηθούν πιο κοντά στο αναδυόμενο ενεργειακό δόγμα της Ουάσιγκτον -το «drill baby drill» της διοίκησης Τραμπ- λειτουργεί ως καταλύτης για την αναθεώρηση στρατηγικών και την επανενεργοποίηση εθνικών προγραμμάτων υδρογονανθράκων. Η Ευρώπη αντιλήφθηκε με σκληρό τρόπο πως η εξάρτηση από εξωτερικούς προμηθευτές θεωρείται πλέον στρατηγικός κίνδυνος και τώρα Ιταλία, Κροατία, Πολωνία, Αλβανία, Ηνωμένο Βασίλειο, Μάλτα, Κύπρος και φυσικά Ελλάδα, ζεσταίνουν τις «θεσμικές» και τις γεωτρητικές μηχανές.
Την ίδια ώρα, όπως αναφέρει η γαλλική εφημερίδα Les Echos, τη στροφή αυτή ευνοεί και η ζήτηση για φυσικό αέριο η οποία παραμένει ανθεκτική, ενώ η εκρηκτική αύξηση της κατανάλωσης -από τις βιομηχανίες έως τα data centers- απαιτεί σταθερές, άμεσες και διαθέσιμες πηγές ενέργειας. Ένα μεγάλο κομμάτι της αγοράς φωνάζει πως η πράσινη μετάβαση δεν μπορεί να στηριχθεί αποκλειστικά στις ΑΠΕ, όσο ραγδαία κι αν αναπτύσσονται. «Χρειαζόμαστε ευελιξία και σταθερές μονάδες βάσης», ανέφερε, εξηγώντας ότι οι υδρογονάνθρακες –και κυρίως το φυσικό αέριο– εξακολουθούν να αποτελούν αναγκαίο κομμάτι του ενεργειακού μείγματος, τόσο για την κάλυψη της ζήτησης όσο και για τη σταθερότητα του συστήματος», ανέφερε χαρακτηριστικά ο Διευθύνων Σύμβουλος της Helleniq Energy, Ανδρέας Σιάμισιης.
Οι κινήσεις και οι στόχοι της Ελλάδας
Μετά την αμηχανία των προηγούμενων ετών, η Ελλάδα δείχνει να πατά πλέον γκάζι. Η ταυτόχρονη παρουσία δύο αμερικανικών κολοσσών στα ελληνικά θαλάσσια blocks επιβεβαιώνει ότι το εθνικό πρόγραμμα υδρογονανθράκων έχει βγει οριστικά από τα συρτάρια και εισέρχεται σε φάση πραγματικής επανεκκίνησης. Η νέα στρατηγική των ΗΠΑ για ενίσχυση της παραγωγής υδρογονανθράκων διεθνώς λειτουργεί υπέρ της Αθήνας, καθώς η ελληνοαμερικανική συνεργασία μπορεί -υπό προϋποθέσεις- να οδηγήσει σε επενδύσεις 5 έως 10 δισ. ευρώ μόνο για το Οικόπεδο 2 του Ιονίου, όπου η ExxonMobil απέκτησε πρόσφατα συμμετοχή 60%.
Το υπόλοιπο σχήμα κατανέμεται κατά 30% στην Energean και κατά 10% στη Helleniq Energy, ενώ η ExxonMobil έχει αναλάβει και την επεξεργασία των τρισδιάστατων σεισμικών δεδομένων για τα blocks «Νοτιοδυτικά» και «Δυτικά της Κρήτης», σε συνεργασία με τη Helleniq Energy. Για το κοίτασμα Ιόνιο 2, στην καλύτερη περίπτωση, η παραγωγή φυσικού αερίου θα μπορούσε να ξεκινήσει σε περίπου έξι χρόνια.
Το ύψος των επενδύσεων θα μπορούσε να αυξηθεί σημαντικά σε περίπτωση ανακαλύψεων και στα θαλάσσια blocks νότια και νοτιοδυτικά της Κρήτης. Με ταχείς ρυθμούς προχωρούν οι διαδικασίες για την υπογραφή και ενεργοποίηση της σύμβασης παραχώρησης στην Chevron τον δεύτερο αμερικανικό κολοσσό που κινείται στην περιοχή, η οποία έχει πλέον κάθε λόγο να επιταχύνει τις διαδικασίες για τις έρευνες στα οικόπεδα νοτιοανατολικά της Κρήτης.
Όπως ανέφερε ο Ευθύμιος Ταρτάρας, Επικεφαλής Γεωεπιστήμων της ΕΔΕΥΕΠ στο συνέδριο του ΙΕΝΕ, ο φάκελος της σύμβασης έχει ολοκληρωθεί και αποστέλλεται στο Ελεγκτικό Συνέδριο, με στόχο η κύρωση να γίνει στις αρχές του 2026 και οι πρώτες σεισμικές έρευνες να ξεκινήσουν αμέσως μετά. Εφόσον δεν υπάρξουν καθυστερήσεις, οι σεισμικές έρευνες μπορούν να εκκινήσουν τον Σεπτέμβριο του 2026. Η περιοχή νότια της Κρήτης παραμένει στο επίκεντρο του γεωλογικού και επιχειρηματικού ενδιαφέροντος, καθώς εκτιμάται ότι διαθέτει δυναμικό ανάλογο με τα μεγάλα κοιτάσματα φυσικού αερίου που ανακαλύφθηκαν την τελευταία δεκαετία στην Ανατολική Μεσόγειο.
Ποιες άλλες χώρες ξανανοίγουν τον φάκελο «υδρογονάνθρακες»
Παρά την επίσημη γραμμή της Ευρωπαϊκής Ένωσης για σταδιακή απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα, ένα σταθερά διευρυνόμενο μπλοκ χωρών κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση. Στην πρώτη γραμμή βρίσκεται το Ηνωμένο Βασίλειο, όπου ο κλάδος πιέζει για πλήρη επανεκκίνηση της δραστηριότητας στη Βόρεια Θάλασσα. Με περίπου 5 δισ. βαρέλια ισοδύναμου πετρελαίου ακόμη διαθέσιμα, το Λονδίνο επανεξετάζει το ρυθμιστικό πλαίσιο, με στόχο η χώρα να καλύπτει το 50% των αναγκών της σε υδρογονάνθρακες έως το 2050. Η βιομηχανία ζητά σταθερό φορολογικό καθεστώς και νέες άδειες, υποστηρίζοντας ότι η ενεργειακή ασφάλεια δεν μπορεί να βασίζεται αποκλειστικά στο LNG.
Στον βορρά, η Νορβηγία -παρότι εκτός Ε.Ε.- παραμένει ο πυλώνας τροφοδοσίας της Ευρώπης και συνεχίζει ακάθεκτη. Νέες άδειες εκδίδονται κάθε χρόνο και μεγάλες εταιρείες, όπως η Equinor και η Aker BP, επεκτείνουν την αναζήτηση σε Νορβηγική Θάλασσα και Μπάρεντς. Το Όσλο έχει ήδη δηλώσει ότι δεν προτίθεται να μειώσει τις εξαγωγές φυσικού αερίου πριν από το 2035, εδραιώνοντας τη θέση του ως ο βασικός «εναλλακτικός» προμηθευτής της Ευρώπης μετά το 2022.
Στη Μεσόγειο, η Ιταλία έχει περάσει σε φάση επιθετικής επανεκκίνησης. Η κατάργηση του PITESAI (Εθνικό Πρόγραμμα για τη Χωροθέτηση και τον Προγραμματισμό των Περιοχών Εξόρυξης) ξεμπλόκαρε πάνω από τριάντα παραχωρήσεις, επαναφέροντας τις γεωτρήσεις σε Αδριατική και Σικελία. Το κοίτασμα Cassiopeia, που τέθηκε σε παραγωγή το 2024 από Eni και Energean, αποτελεί το μεγαλύτερο νέο έργο φυσικού αερίου στη χώρα και σύμβολο μιας πιο πραγματιστικής ενεργειακής στρατηγικής. Η Ρώμη αντιγράφει μοντέλα όπως της Ελλάδας και επιδιώκει να αξιοποιήσει ό,τι αποθεματικό μπορεί να μειώσει την εξάρτηση από εισαγωγές.
Πρόοδο σημειώνει και η Κύπρος, η οποία βρίσκεται στα τελευταία βήματα πριν τη νέα παραγωγή. Η Les Echos παρουσιάζει την Κύπρο ως το πιο ώριμο και στρατηγικά κρίσιμο project φυσικού αερίου της Ευρώπης για την επόμενη πενταετία. Τονίζει ότι το κοίτασμα Κρόνος είναι η μοναδική νέα παραγωγή που θα μπορούσε να προστεθεί στο ευρωπαϊκό ενεργειακό σύστημα πριν από το 2030, ξεχωρίζοντας για την τεχνική του ωριμότητα και την ταχεία ανάπτυξή του από Eni και TotalEnergies. Η Κύπρος θα εξάγει το φυσικό αέριο των κοιτασμάτων της μέσω Αιγύπτου, με το αέριο να μεταφέρεται σε υποθαλάσσιους αγωγούς και να υγροποιείται στα τερματικά LNG της Damietta και της Idku, πριν διοχετευθεί στην ευρωπαϊκή αγορά.
Παράλληλα, η Κροατία διατηρεί σταθερή ροή παραγωγής στην Αδριατική και ανανεώνει άδειες τόσο υπεράκτια όσο και χερσαία μέσω INA και Energean, ενώ η Αλβανία εξελίσσεται σε νέο hotspot: η Shell δοκιμάζει το πολυσυζητημένο κοίτασμα Shpirag, που μπορεί να εξελιχθεί σε ένα από τα μεγαλύτερα χερσαία της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Στον ευρωπαϊκό βορρά, η Πολωνία ανακοίνωσε νέα ανακάλυψη στη Βαλτική, ενισχύοντας τις προσπάθειες για μείωση εισαγωγών LNG.
Γύρω από αυτόν τον πυρήνα, χώρες όπως η Ολλανδία, η Δανία και η Γερμανία κινούνται πιο προσεκτικά, εξετάζοντας μικρές επανενεργοποιήσεις ή έργα CCS σε παλιά κοιτάσματα. Ακόμη κι έτσι, η τάση είναι σαφής: σε μια Ευρώπη που βρίσκεται στη μέση μιας δύσκολης ενεργειακής μετάβασης, η επιστροφή στις γεωτρήσεις δεν είναι εξαίρεση — είναι ένα κομμάτι της νέας κανονικότητας.
Διαβάστε ακόμη
