Με συγκρατημένη αισιοδοξία, αλλά και αυξημένο ενδιαφέρον, η αγορά παρακολουθεί τις πρώτες κινήσεις της Ελλάδας γύρω από τη συζήτηση για το αν – και με ποιον τρόπο – η χώρα μπορεί να ανοίξει ξανά τον φάκελο της πυρηνικής ενέργειας. Μια συζήτηση που μέχρι πρόσφατα έμοιαζε θεωρητική, αρχίζει πλέον να αποκτά ρεαλιστική διάσταση, καθώς αναδεικνύονται τα πρώτα συγκεκριμένα βήματα και οι θεσμικές προϋποθέσεις για μια πιθανή «αναγέννηση» της πυρηνικής τεχνολογίας στο ελληνικό ενεργειακό αφήγημα.

Όπως σημείωσε ο Δρ. Χρήστος Χουσιάδης, Πρόεδρος της Ελληνικής Επιτροπής Ατομικής Ενέργειας, στο πλαίσιο της 2ης ημερίδας με τίτλο «Η αξιοποίηση της πυρηνικής ενέργειας στην Ελλάδα», «υπάρχει δημόσια εκφρασμένο ενδιαφέρον να επανεξεταστεί η χρήση πυρηνικής ενέργειας στη χώρα». Η πορεία, ωστόσο, προς μια πιθανή πυρηνική ανάπτυξη δεν είναι απλή. Βασίζεται σε τέσσερις προϋποθέσεις: στη θεσμική συγκρότηση ενός εθνικού συντονιστικού κέντρου, στην ολοκλήρωση του πλαισίου διαχείρισης αποβλήτων, στις διακρατικές συνέργειες και στην οικοδόμηση κοινωνικής αποδοχής μέσω μιας ανεξάρτητης και αξιόπιστης ρυθμιστικής αρχής.

Διακρατική συμφωνία με πυρηνική δύναμη – το πρώτο βήμα αξιοπιστίας

Το πρώτο κρίσιμο βήμα, όπως τόνισε ο Δρ. Χρήστος Χουσιάδης, αφορά τη σύναψη μιας διακρατικής συμφωνίας με χώρα που διαθέτει ώριμη πυρηνική τεχνογνωσία. Μια τέτοια συνεργασία, υπογράμμισε, θα επιτρέψει στην Ελλάδα να αποκτήσει «πρόσβαση» σε εξοπλισμό, τεχνολογία και τεχνική υποστήριξη, ώστε να χαράξει από την αρχή έναν συγκροτημένο και ρεαλιστικό οδικό χάρτη. «Η Ελλάδα θα είναι χρήστης ενός SMR ήδη εγκεκριμένου από αξιόπιστη ρυθμιστική αρχή της χώρας προέλευσης», ανέφερε, εξηγώντας πως αυτό το μοντέλο διασφαλίζει θεσμική σταθερότητα και τεχνολογική ωριμότητα, χωρίς να απαιτείται εθνική ανάπτυξη από το μηδέν.

Το ζήτημα, ωστόσο, δεν είναι μόνο τεχνικό αλλά και πολιτικό. Η υπογραφή μιας τέτοιας συμφωνίας, είπε, θα καθόριζε τη διεθνή θέση της Ελλάδας στον νέο πυρηνικό χάρτη της Ευρώπης και θα παρείχε το πλαίσιο για να φιλοξενήσει έργα αιχμής. «Για να μπορέσουμε να φιλοξενήσουμε σε ελληνικά λιμάνια ένα ξένο πυρηνικό πλοίο θα πρέπει να υπάρξει διακρατική σύμβαση», σημείωσε, αναφερόμενος στα σχέδια για πλωτούς πυρηνικούς σταθμούς.

Στο σημείο αυτό, έκανε μια σύγκριση με το FSRU της Αλεξανδρούπολης. «Κι αυτή είναι μια πλωτή ενεργειακή μονάδα, ένα καράβι αγκυροβολημένο κάποια χιλιόμετρα από την ακτή», είπε, υπογραμμίζοντας πως, όπως συνέβη με το LNG, έτσι και στην περίπτωση της πυρηνικής ενέργειας, απαιτείται ένα πολύπλοκο πλέγμα αδειοδοτήσεων και διακρατικών συνεννοήσεων που καλύπτει ζητήματα ναυτιλίας, ασφάλειας, ευθύνης και περιβάλλοντος.

Το παράδειγμα αυτό, εξήγησε, δείχνει τον δρόμο: για να γίνει πράξη μια τέτοια επένδυση, πρέπει να προηγηθεί θεσμική και νομική ωρίμανση. Όπως και με το FSRU, «θα χρειαστεί να επιλυθούν ζητήματα χρήσης θαλάσσιου χώρου, διαχείρισης καλωδίων και σύνδεσης με το δίκτυο, καθώς και θέματα αστικής ευθύνης».

Το δίλημμα «ρύθμιση έναντι καινοτομίας», είπε, μπορεί να είναι υψίστης σημασίας σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά για την Ελλάδα είναι «δευτερεύον». Η χώρα, πρόσθεσε, δεν χρειάζεται να επινοήσει από την αρχή τη ρυθμιστική της πυρηνική πολιτική· χρειάζεται, όμως, να ευθυγραμμιστεί με τα πρότυπα χωρών που ήδη διαθέτουν ώριμες διαδικασίες και ασφαλή τεχνολογία.

Ένα εθνικό κέντρο αποφάσεων – η «ομπρέλα» του πυρηνικού σχεδιασμού

Η πρώτη και ίσως πιο κρίσιμη προϋπόθεση, όπως εξήγησε ο Δρ. Χουσιάδης, είναι η θεσμική συγκρότηση ενός ενιαίου κέντρου αποφάσεων – ενός διοικητικού μηχανισμού που θα συντονίζει όλα τα εμπλεκόμενα μέρη – από τα υπουργεία και τις ρυθμιστικές αρχές, μέχρι τη βιομηχανία, την επιστημονική κοινότητα και τους επενδυτές. «Λείπει η ομπρέλα, ένα κέντρο αποφάσεων που θα συντονίσει όλες τις δραστηριότητες για την ανάπτυξη του πυρηνικού προγράμματος», τόνισε χαρακτηριστικά. Ένα τέτοιο όργανο, σύμφωνα με τον ίδιο, θα διασφαλίσει όχι μόνο τη συνέργεια και τη ροή πληροφόρησης μεταξύ των θεσμών, αλλά και τη συνεκτική χάραξη πολιτικής, ώστε η χώρα να μπορέσει να προχωρήσει μεθοδικά – και όχι αποσπασματικά – σε ένα τόσο σύνθετο εγχείρημα.

Ο ρόλος του θα είναι καταλυτικός: να φέρει στο ίδιο τραπέζι όλους τους κρίσιμους παίκτες και να θέσει τα θεμέλια για έναν μακροπρόθεσμο εθνικό σχεδιασμό, με ασφάλεια, τεχνολογική ωριμότητα και κοινωνική συναίνεση. «Το κύριο καθήκον του είναι να φέρει όλους τους εμπλεκόμενους στο τραπέζι, ώστε να διασφαλιστεί μια ολοκληρωμένη προσέγγιση και κατανόηση επί του θέματος», σημείωσε.

Είναι επίσης αναγκαία η συμπερίληψη της πυρηνικής ενέργειας στο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ). «Σήμερα η πυρηνική ενέργεια απουσιάζει παντελώς», σημείωσε ο Πρόεδρος της ΕΕΑΕ, επισημαίνοντας ότι όσο η χώρα δεν την εντάσσει θεσμικά στον ενεργειακό της σχεδιασμό, «η συζήτηση διεξάγεται σε κενό αέρος». Η ένταξη στο ΕΣΕΚ, υπογράμμισε, δεν σημαίνει άμεση κατασκευή αντιδραστήρα, αλλά τη δημιουργία πλαισίου.

Ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο διαχείρισης αποβλήτων – η «τεχνική ραχοκοκαλιά»

Η δεύτερη προϋπόθεση αφορά το πιο ευαίσθητο και πρακτικά πιο δύσκολο ζήτημα: τη διαχείριση των πυρηνικών αποβλήτων. Παρά τις σημαντικές προόδους των τελευταίων ετών, η Ελλάδα εξακολουθεί να μην διαθέτει οργανωμένο φορέα διαχείρισης αποβλήτων (Waste Management Organization). «Στη χώρα δεν υπάρχει δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας ενεργών αποβλήτων, δεν διαθέτουμε WMO», είπε ο Πρόεδρος της ΕΕΑΕ.

Σήμερα, η Ελλάδα μπορεί να διαχειριστεί χαμηλής κατηγορίας απόβλητα, όπως ραδιενεργά υλικά από ιατρικές και ερευνητικές εφαρμογές, όμως η διαχείριση των χρησιμοποιημένων πυρηνικών καυσίμων θα απαιτούσε διεθνή συμφωνία για τη μεταφορά τους εκτός χώρας. «Δεν θα μπορέσει να πραγματοποιηθεί στη χώρα μας η διαχείριση των χρησιμοποιημένων πυρηνικών καυσίμων. Θα πρέπει να υπάρχει σύμβαση ώστε να μεταφέρονται αλλού», υπογράμμισε.

Παράλληλα, επεσήμανε ότι το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο μπορεί να αποτελέσει τον «σκελετό» της αδειοδότησης, αλλά είναι ανεπαρκές ως προς το σκέλος της ασφάλειας και της τεχνικής εξειδίκευσης. «Πρέπει να συμπληρωθεί με σαφή καθορισμό ρόλων — ποιος ελέγχει, τι και μέχρι πού», εξήγησε. Και για να επιτευχθεί αυτό, απαιτείται και επένδυση στο ανθρώπινο δυναμικό: «Το σημερινό προσωπικό πρέπει να αποκτήσει νέες δεξιότητες. Έχουμε απόλυτη επίγνωση αυτής της ανάγκης».

Κοινωνική αποδοχή – η «άδεια λειτουργίας» από τους πολίτες

Η τρίτη και εξίσου καθοριστική προϋπόθεση αφορά την κοινωνική διάσταση. Ο Δρ. Χουσιάδης υπήρξε ξεκάθαρος: «Η τύχη των πυρηνικών αντιδραστήρων μπορεί να τύχει θετικής αποδοχής από την κοινή γνώμη». Όμως, όπως επισήμανε, αυτό μπορεί να συμβεί μόνο εφόσον διασφαλιστεί η αξιοπιστία και η ανεξαρτησία της ρυθμιστικής αρχής. «Η σημασία της αξιόπιστης, ανεξάρτητης ρυθμιστικής αρχής είναι καθοριστική για την οικοδόμηση της κοινωνικής αποδοχής», ανέφερε, προσθέτοντας ότι η λειτουργία του συνολικού συστήματος «είναι σύνθετη διαδικασία που απαιτεί μακροπρόθεσμη δέσμευση».

Η κοινωνική εμπιστοσύνη, είπε, είναι το “καύσιμο” κάθε πυρηνικού εγχειρήματος — εκείνο που θα καθορίσει αν η Ελλάδα μπορεί να περάσει από τη θεωρία στην πράξη. Και αυτή δεν κερδίζεται με διακηρύξεις, αλλά με συνέπεια, διαφάνεια και θεσμική σοβαρότητα.

Έτσι, με τις τρεις αυτές προϋποθέσεις, θεσμική οργάνωση, τεχνική ωριμότητα και κοινωνική εμπιστοσύνη διαμορφώνεται το τρίπτυχο πάνω στο οποίο, σύμφωνα με τον Δρ. Χουσιάδη, μπορεί να χτιστεί το ελληνικό μοντέλο πυρηνικής ανάπτυξης. Μια διαδικασία απαιτητική, αλλά όχι ανέφικτη. Όπως κατέληξε ο ίδιος, «βλέπουμε τις προκλήσεις, αλλά δεν πρέπει να τις φοβόμαστε».

Athlos Energy: Το οικονομικό αποτύπωμα και οι εφαρμογές της πυρηνικής ενέργειας

Η επαναφορά της πυρηνικής ενέργειας στη δημόσια συζήτηση αποκτά πλέον και οικονομική διάσταση, με τα στοιχεία να καταδεικνύουν ότι οι επιπτώσεις ενός τέτοιου προγράμματος θα ήταν καθοριστικές για την ελληνική οικονομία. Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ο Διονύσιος Χιώνης, Πυρηνικός Μηχανικός και Συνιδρυτής της Athlos Energy, «η ανάπτυξη ενός πυρηνικού αντιδραστήρα της τάξης του 1 GW στην Ελλάδα θα επέφερε οικονομικό αποτύπωμα άνω των 2 δισεκατομμυρίων ευρώ, με τα έσοδα του κράτους από φόρους να φτάνουν το μισό δισ. και περί τις 8.000 νέες άμεσες και έμμεσες θέσεις εργασίας».

Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση της Nuclear Europe, το ετήσιο οικονομικό αποτύπωμα του κλάδου σε παγκόσμιο επίπεδο υπολογίζεται σε 251 δισ. ευρώ, με 47 δισ. ευρώ δημόσια έσοδα και σχεδόν 1 εκατομμύριο θέσεις εργασίας. Σήμερα, ο παγκόσμιος πυρηνικός στόλος αριθμεί 441 αντιδραστήρες, οι οποίοι παράγουν 2.602 TWh ηλεκτρικής ενέργειας ετησίως, καλύπτοντας το 12% του παγκόσμιου ενεργειακού μείγματος.

Ο κ. Χιώνης εστίασε ιδιαίτερα στις νέες, πρακτικές εφαρμογές της πυρηνικής ενέργειας, υπογραμμίζοντας ότι η τεχνολογία δεν αφορά πλέον μόνο την ηλεκτροπαραγωγή, αλλά ένα ευρύτερο πλέγμα βιομηχανικών και κοινωνικών χρήσεων.

«Η πυρηνική ενέργεια μπορεί να παρέχει σταθερό φορτίο βάσης για ηλεκτροπαραγωγή, ώστε να καλύψει την αυξανόμενη κατανάλωση από data centers και άλλες κρίσιμες υποδομές», εξήγησε. Παράλληλα, μπορεί να προσφέρει λύσεις αφαλάτωσης, καλύπτοντας νευραλγικές ανάγκες ύδρευσης. «Ένας πυρηνικός αντιδραστήρας 100 MW δύναται να παράξει 600 χιλιάδες κυβικά μέτρα καθαρού νερού ημερησίως — ποσότητα αρκετή για 3 εκατομμύρια ανθρώπους», ανέφερε χαρακτηριστικά, σημειώνοντας ότι μια τέτοια τεχνολογία «θα μπορούσε να συμβάλει καθοριστικά στην αντιμετώπιση του προβλήματος της λειψυδρίας που ταλανίζει τη χώρα».

Στο πεδίο της βιομηχανίας, τόνισε ότι η πυρηνική τεχνολογία «απαντά στις δυσκολίες και τις προκλήσεις της απανθρακοποίησης των κλάδων των διυλιστηρίων, του τσιμέντου και του αλουμινίου», καθώς επιτρέπει την παραγωγή σταθερής και χαμηλού κόστους ενέργειας για διεργασίες που σήμερα βασίζονται σε ορυκτά καύσιμα.

Επιπλέον, αναφέρθηκε στην προοπτική των πλωτών πυρηνικών αντιδραστήρων, επισημαίνοντας ότι «ο ελληνικός πυρηνικός φάκελος θα πρέπει να εξετάσει και αυτή την τεχνολογία, που ενδέχεται να ταιριάζει καλύτερα στη μορφολογία της χώρας και να ανοίξει δρόμο για την ένταξη των ελληνικών ναυπηγείων στην εφοδιαστική αλυσίδα κατασκευών για τρίτες αγορές».

Η τοποθέτηση του Δρ. Χιώνη ήρθε σε μια περίοδο που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κάνει αποφασιστικά βήματα προς την ενίσχυση της πυρηνικής ενέργειας. Όπως σημείωσε, η Πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν ανακοίνωσε διπλασιασμό του προϋπολογισμού για την πυρηνική ενέργεια για την περίοδο 2028–2035, διευρύνοντας τη χρηματοδότηση πέρα από την έρευνα και τη διαχείριση αποβλήτων, στην ίδια την ανάπτυξη προγραμμάτων και επενδύσεων – ένα μοντέλο που, όπως είπε, «θα ήθελε να ακολουθήσει και η Ελλάδα».

Οδικός χάρτης από την Athlos Energy – «δεκαετία της προετοιμασίας»

Με στρατηγικό σχεδιασμό και σαφές χρονοδιάγραμμα, η Athlos Energy προχωρά ήδη στην εκπόνηση ενός πλήρους οδικού χάρτη για την Ελλάδα, ο οποίος, σύμφωνα με πληροφορίες, θα κατατεθεί επισήμως στην κυβέρνηση μέσα στο επόμενο έτος. Με δική τους πρωτοβουλία θα προχωρήσουν ένα πρακτικό σχέδιο, αφού όπως λένε κύκλοι της εταιρείας -οι πόρτες είναι ανοιχτές και σίγουρα και τα μηνύματα που έρχονται και από την Αμερική είναι ενθαρρυντικά και ευνοούν τη συγκυρία.

Στόχος της πρωτοβουλίας είναι να δημιουργηθεί ένα ρεαλιστικό, εφαρμόσιμο πλαίσιο, που θα αποτυπώνει όλα τα αναγκαία στάδια για τη σταδιακή ενσωμάτωση της πυρηνικής ενέργειας στο ενεργειακό μείγμα της χώρας. Ο οδικός χάρτης, που εκπονείται σε συνεργασία με διεθνείς οργανισμούς και τεχνικούς συμβούλους, θα περιλαμβάνει αναλύσεις κόστους-οφέλους, σενάρια ισχύος, τεχνολογικές επιλογές, πιθανά μοντέλα συνεργασιών και προτεινόμενες χωροθετήσεις, καθώς και προτάσεις για την ένταξη της πυρηνικής ενέργειας στο ΕΣΕΚ.

«Η πυρηνική ενέργεια δεν είναι ένα πείραμα. Είναι μια μακρόπνοη στρατηγική που χρειάζεται συνέπεια, τεχνογνωσία και εθνική συνεννόηση». Μάλιστα, η ομάδα της Athlos Energy έχει ήδη ξεκινήσει να «τρέχει» σειρά οικονομικών και τεχνικών μελετών, με τη συμμετοχή συνεργατών από την Ελλάδα και το εξωτερικό, προκειμένου να αποτυπωθεί με ακρίβεια η οικονομική επίδραση και η ρεαλιστική δυναμική ενός τέτοιου εγχειρήματος.

Σύμφωνα με πηγές της αγοράς, βασική στόχευση του σχεδίου είναι η προσέλκυση ενδιαφέροντος από τις μεγάλες ενεργειακές εταιρείες, τη ναυτιλία και τη βαριά βιομηχανία, δηλαδή τους κλάδους που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως πρώτοι χρήστες της νέας τεχνολογίας ή επενδυτικοί εταίροι σε κοινά σχήματα. «Η Ελλάδα χρειάζεται μια δεκαετία προετοιμασίας, ώστε να είναι έτοιμη να υποδεχθεί την επόμενη γενιά πυρηνικών τεχνολογιών. Κι αυτό σημαίνει συνέργειες, εκπαίδευση, θεσμική σταθερότητα και κυρίως πολιτική βούληση», όπως είπε χαρακτηριστικά ο Δρ. Χιώνης.

Διαβάστε ακόμη