Η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) είναι σήμερα πιο περιθωριοποιημένη, πιο αδύναμη και σίγουρα λιγότερο επιδραστική. Ο κατακερματισμός που βιώνει την αναγκάζει να αναζητήσει νέες «εξόδους διαφυγής». Το γεωπολιτικό περιβάλλον, σε συνδυασμό με τα σινιάλα που εκπέμπει ο Ντόναλντ Τραμπ από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, επιταχύνουν την αλλαγή πορείας. Η «πράσινη στρατηγική» που άλλοτε προβαλλόταν ως ο κεντρικός άξονας του αφηγήματος, υποχωρεί, καθώς η Ένωση στρέφει πλέον το βλέμμα της στη βιομηχανική ισχύ, στην ενεργειακή ασφάλεια και στην ανθεκτικότητα. Στόχος δεν είναι πια να αναδειχθεί η πιο «πράσινη» δύναμη του κόσμου, αλλά να γίνει ξανά μια ανταγωνιστική Ευρώπη, ικανή να σταθεί όρθια μέσα στη δίνη της διεθνούς αστάθειας.

Η φετινή ομιλία της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν για την «Κατάσταση της Ένωσης» στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είναι ενδεικτική. Σύμφωνα με την ανάλυση του The European Correspondent στο επίκεντρο δεν βρέθηκε η «πράσινη μετάβαση», που παραδοσιακά κυριαρχούσε τα προηγούμενα χρόνια, αλλά μια νέα τριπλέτα: ενέργεια, ασφάλεια, βιομηχανία. Οι τρεις αυτές λέξεις εμφανίζονται με παρόμοια συχνότητα, καταγράφοντας έτσι τη νέα ιεράρχηση προτεραιοτήτων. Η απουσία της λέξης «green» είναι ενδεικτική: η Ένωση δεν επενδύει πλέον στην πράσινη ρητορική ως κινητήριο αφήγημα, αλλά στηρίζει το πολιτικό της βάρος στην ανάγκη θωράκισης του ευρωπαϊκού παραγωγικού ιστού, στη διασφάλιση της ενεργειακής επάρκειας και στη συνολική ανθεκτικότητα απέναντι στις γεωπολιτικές προκλήσεις.

Αντί λοιπόν η πρόεδρος της Επιτροπής να παρουσιάζει το κλίμα και τη διάσωσή του ως αυτοσκοπό, η φον ντερ Λάιεν ενσωμάτωσε τους πράσινους στόχους—όπως οι επενδύσεις σε τεχνολογίες καθαρής ενέργειας επόμενης γενιάς—στο ευρύτερο πλαίσιο της οικονομικής ευημερίας και της γεωπολιτικής ισχύος της Ευρώπης. Αυτή η αλλαγή δείχνει την αναγνώριση ότι η ενεργειακή ασφάλεια απαιτεί μια ποικιλία πηγών, πέραν των διαλείπουσας φύσης ανανεώσιμων, και αποτελεί ένα στρατηγικό μήνυμα προς τα κράτη-μέλη που ζητούν μεγαλύτερη ευελιξία. Αυτή η αλλαγή προσέγγισης δεν πέρασε απαρατήρητη από τους φορείς της αγοράς ενέργειας.

Η SolarPower Europe μετά την ομιλία την Φον ντερ Λάιεν σχολίασε ότι η πράσινη μετάβαση δεν αποτελεί πλέον απλώς μια περιβαλλοντική επιλογή, αλλά έχει μετατραπεί σε γεωστρατηγική αναγκαιότητα για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα, όχι μόνο από τη Ρωσία αλλά συνολικά, θεωρείται ζήτημα ζωτικής σημασίας για την ασφάλεια, την ανταγωνιστικότητα και την ευημερία της Ευρώπης, με την ηλιακή ενέργεια, την αποθήκευση μέσω μπαταριών και τον εξηλεκτρισμό να παρουσιάζονται ως ο ταχύτερος και πιο αποδοτικός δρόμος προς αυτόν τον στόχο.

Ωστόσο, η αντίδραση της WindEurope ήταν ιδιαίτερα επικριτική, με την Ένωση να δηλώνει ευθέως ότι «οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις πρέπει να συνέλθουν σχετικά με την αιολική ενέργεια». Τα στοιχεία που παρουσίασε για το πρώτο εξάμηνο του 2025 είναι αποκαλυπτικά: εγκαταστάθηκαν μόλις 6,8 GW νέας αιολικής ισχύος στην Ευρώπη (5,3 GW στην ΕΕ), επίπεδο χαμηλότερο των προσδοκιών και ανεπαρκές για τους στόχους του 2030, με αποτέλεσμα η πρόβλεψη για το σύνολο του έτους να αναθεωρηθεί προς τα κάτω, από 22,5 GW σε 19 GW (και για την ΕΕ από 17 GW σε 14,5 GW). Το χάσμα γίνεται δραματικό αν συγκριθεί με τον επίσημο στόχο των 425 GW αιολικής ισχύος έως το 2030, αφού η τρέχουσα πορεία οδηγεί σε μόλις 344 GW, αφήνοντας ένα έλλειμμα 81 GW.

Κατά την WindEurope, οι βασικοί λόγοι αυτής της καθυστέρησης είναι η βραδύτητα στην αδειοδότηση, οι αδυναμίες στα δίκτυα και η περιορισμένη πρόοδος στον εξηλεκτρισμό, με μοναδική θετική εξαίρεση τη Γερμανία που έχει επιταχύνει τις διαδικασίες. Ο διευθύνων σύμβουλος Giles Dickson προειδοποίησε ότι οι συνέπειες ξεπερνούν τον ενεργειακό τομέα, πλήττοντας την ευρύτερη ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης, αφού η βιομηχανία χρειάζεται φθηνή ηλεκτρική ενέργεια για να ανταγωνιστεί την Κίνα και τις ΗΠΑ. Όπως υπογράμμισε, η πραγματική απειλή δεν είναι η υπερβολική ρύθμιση, αλλά η ανεπαρκής εφαρμογή και η έλλειψη υποδομών, που οδηγούν ακόμη και σε φαινόμενα ρεκόρ περικοπών παραγόμενης ενέργειας, γεγονός που αποκαλύπτει το παράδοξο μεταξύ των διακηρύξεων της φον ντερ Λάιεν περί ανταγωνιστικότητας και της αδράνειας που στην πράξη την υπονομεύει.

Και δεν αναθεωρούνται μόνο οι στόχοι για τα αιολικά. Η νέα έκθεση Global Hydrogen Review του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας αποτυπώνει τη δυσκολία του υδρογόνου χαμηλών εκπομπών να προχωρήσει με τον ρυθμό που είχε αρχικά προβλεφθεί, καθώς μια σειρά ακυρώσεων, πιέσεων κόστους και πολιτικής αβεβαιότητας μείωσε την αναμενόμενη παραγωγή του 2030 από 49 σε 37 εκατ. τόνους ετησίως – σχεδόν ένα τέταρτο χαμηλότερα. Παρά την πτώση, η παραγωγική ικανότητα που ήδη λειτουργεί, βρίσκεται υπό κατασκευή ή έχει εξασφαλίσει τελική επενδυτική απόφαση αναμένεται να αυξηθεί πάνω από πέντε φορές έως το 2030, ξεπερνώντας τα 4 εκατ. τόνους, με δυνατότητα προσθήκης άλλων 6 εκατ. τόνων εφόσον εφαρμοστούν πιο αποτελεσματικές πολιτικές και επιταχυνθούν οι υποδομές.

Το κόστος παραμένει το μεγαλύτερο εμπόδιο, καθώς η πτώση στις τιμές φυσικού αερίου και οι υψηλότερες τιμές ηλεκτρολυτών έχουν ενισχύσει τη θέση του υδρογόνου από ορυκτά καύσιμα, ενώ η Κίνα κυριαρχεί στην παραγωγή ηλεκτρολυτών με μερίδιο 65% της εγκατεστημένης ικανότητας. Η υπερπροσφορά άνω των 20 GW ετησίως ξεπερνά την υφιστάμενη ζήτηση, δημιουργώντας νέες προκλήσεις, με τον IEA να επισημαίνει πως μόνο σε περιοχές με έντονη ανάπτυξη ΑΠΕ και στήριξη μέσω κανονισμών μπορεί να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα, ενώ η Νοτιοανατολική Ασία αναδύεται ως νέα αγορά με 430.000 τόνους παραγωγής έως το 2030 από μόλις 3.000 σήμερα.

Ιδιαίτερα αιχμηρή ήταν και η αντίδραση του Ευρωπαϊκού Γραφείου Περιβάλλοντος (EEB), με την οργάνωση να κατηγορεί την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν ότι «ανταλλάσσει την κληρονομιά της Πράσινης Συμφωνίας με την απορρύθμιση». Ο γενικός γραμματέας του EEB, Patrick ten Brink, χαρακτήρισε την ομιλία «κατάσταση αυταπάτης» απέναντι στην κλιματική κρίση, τονίζοντας ότι η ώθηση για χαλάρωση των κανόνων εξυπηρετεί βραχυπρόθεσμα βιομηχανικά συμφέροντα, την ώρα που η μη εφαρμογή της υφιστάμενης νομοθεσίας κοστίζει ήδη €180 δισ. τον χρόνο. Το EEB κατηγορεί την Επιτροπή για αναστροφή πορείας, υποστηρίζοντας ότι, αντί να ενισχύει την Πράσινη Συμφωνία, την αποδομεί, σε μια επιλογή που χαρακτηρίζει «επικίνδυνη αυταπάτη» με κίνδυνο να υπονομεύσει μακροπρόθεσμα τη σταθερότητα και την ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αυτή τη στιγμή βρίσκεται αντιμέτωπη με τον αυξημένο παγκόσμιο ανταγωνισμό από τις ΗΠΑ και την Κίνα και σύμφωνα με το Bloomberg τώρα στοιχηματίζει «στην ανταγωνιστικότητα». Αυτή η προσέγγιση αποτελεί έναν πολιτικό συμβιβασμό, λέει το Politico, με την Επιτροπή να προσπαθεί να διατηρήσει την υποστήριξη της βιομηχανίας και των κρατών-μελών που δίνουν προτεραιότητα στην οικονομική ανάπτυξη, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει περιορισμό της περιβαλλοντικής φιλοδοξίας σε ορισμένους τομείς. Σε πρώτο πλάνο εκτός από τις πράσινες τεχνολογίες και τις πρώτες ύλες μπαίνει ξανά το φυσικό αέριο.

Η αλήθεια είναι πως το φυσικό αέριο δεν βγήκε ποτέ από το κάδρο. Στην αρχή παρουσιάστηκε ως το καύσιμο-γέφυρα της ενεργειακής μετάβασης, σήμερα όμως αναδεικνύεται σε απόλυτη προτεραιότητα. Το αφήγημα πως «το πετρέλαιο και το αέριο τελειώνουν» καταρρίπτεται πανηγυρικά, και αυτό αποδεικνύεται ξεκάθαρα μέσα από τα συμπεράσματα του Global Gas Report 2025, που δημοσίευσαν η International Gas Union, η Rystad Energy και η ιταλική Snam.

Η έκθεση δείχνει ότι η παγκόσμια ζήτηση φυσικού αερίου όχι μόνο δεν βρίσκεται σε φθίνουσα πορεία, αλλά κινείται σε ιστορικά υψηλά επίπεδα. Το 2024 κατέγραψε άνοδο κατά 78 δισ. κυβικά μέτρα (Bcm), +1,9% σε ετήσια βάση, φτάνοντας τα 4.122 Bcm, με βασικούς κινητήριους μοχλούς την Ασία και τη Βόρεια Αμερική. Η δυναμική αυτή συνεχίζεται και το 2025, με την έκθεση να προβλέπει νέα αύξηση 71 Bcm (+1,7%). Το φυσικό αέριο εξακολουθεί να καλύπτει περισσότερο από το ένα τέταρτο των παγκόσμιων ενεργειακών αναγκών, αποδεικνύοντας ότι δεν έχει φτάσει σε «κορύφωμα» αλλά αντίθετα διατηρείται σε τροχιά ανόδου.

Κομβικό ρόλο παίζει η ηλεκτροπαραγωγή, που απορροφά το ένα τρίτο της παγκόσμιας κατανάλωσης αερίου. Το 2024 η χρήση φυσικού αερίου στην παραγωγή ρεύματος αυξήθηκε κατά 39 Bcm (+2,8%), ενισχυμένη από ακραίους καύσωνες που εκτόξευσαν τη ζήτηση για κλιματισμό σε Κίνα, Ινδία και ΗΠΑ. Στην Ευρώπη, οι περίφημες περίοδοι «dunkelflaute» – όταν η παραγωγή από ήλιο και άνεμο πέφτει δραματικά – ανέδειξαν εκ νέου την αξία των μονάδων φυσικού αερίου, οι οποίες ενεργοποιήθηκαν για να αποτρέψουν μπλακ άουτ και ακραίες αυξήσεις τιμών.

Την ίδια στιγμή, το LNG αναδεικνύεται σε στρατηγικό παράγοντα. Το 2024 το παγκόσμιο εμπόριο LNG αυξήθηκε για ενδέκατη συνεχόμενη χρονιά, αγγίζοντας τα 555 Bcm, με τις ΗΠΑ, το Κατάρ και την Αυστραλία να διατηρούν την ηγεμονία στις εξαγωγές. Η Ευρώπη εισήγαγε 16 Bcm περισσότερα (+23,6%) μόνο στο πρώτο εξάμηνο του 2025, αντισταθμίζοντας τη μείωση εισαγωγών στην Ασία, και επιβεβαίωσε ότι η διαφοροποίηση μέσω LNG αποτελεί βασικό πυλώνα ενεργειακής ασφάλειας. Μέχρι το 2030 αναμένεται να τεθούν σε λειτουργία επιπλέον 270 Bcm νέας ικανότητας υγροποίησης, που θα αλλάξουν εκ νέου τον χάρτη της αγοράς.

Η έκθεση υπογραμμίζει ότι ακόμη και στα πιο «φιλόδοξα πράσινα σενάρια» του IEA, που ευθυγραμμίζονται με τον στόχο του 1,5°C, νέες επενδύσεις σε upstream φυσικού αερίου και πετρελαίου παραμένουν απαραίτητες. Η Rystad Energy εκτιμά ότι η ζήτηση μέχρι το 2030 θα μπορούσε να ξεπεράσει τις προβλέψεις των θεσμών κατά 8–90 EJ, εφόσον συνεχιστούν οι σημερινές τάσεις. Αυτό σημαίνει ότι η ιδέα ενός φυσικού «κορυφώματος» στην παραγωγή έχει αποδυναμωθεί, και η συζήτηση στρέφεται πλέον στο πώς – και αν – θα περιοριστεί τεχνητά η χρήση υδρογονανθράκων μέσω πολιτικών.

Από γεωπολιτική σκοπιά, το αέριο και ειδικά το LNG έχουν εξελιχθεί σε εργαλεία ισχύος. Η Ευρώπη κατάφερε να διαχειριστεί την κρίση εφοδιασμού του 2022–2024 χάρη στις εισαγωγές LNG από ΗΠΑ και Κατάρ, ενώ η Ασία παραμένει η μεγαλύτερη «δεξαμενή» ζήτησης με Κίνα και Ινδία να οδηγούν την κατανάλωση. Οι εξελίξεις στη Μέση Ανατολή και οι εντάσεις στον Ινδο-Ειρηνικό αποδεικνύουν ότι η γεωγραφία του αερίου είναι καθοριστική για την παγκόσμια ασφάλεια.

Παράλληλα, οι τεχνολογίες μείωσης εκπομπών – από το CCUS έως το βιομεθάνιο – ενισχύονται και αναπτύσσονται σε συνέργεια με το αέριο. Η παραγωγή βιομεθανίου επταπλασιάστηκε την τελευταία δεκαετία και αναμένεται να συνεχίσει με ρυθμό 14% ετησίως έως το 2040, ενώ τα έργα δέσμευσης CO₂ έχουν ήδη ξεπεράσει τα 79 Mtpa το 2025, με προοπτική να εκτιναχθούν στα 577 Mtpa έως το 2030.

Όλα αυτά συγκλίνουν σε ένα συμπέρασμα: η παγκόσμια ενεργειακή μετάβαση δεν είναι ιστορία αντικατάστασης αλλά ισορροπίας. Το αφήγημα του «τέλους» του πετρελαίου και του αερίου καταρρέει, καθώς τα δύο αυτά καύσιμα παραμένουν δομικά στοιχεία του ενεργειακού μίγματος. Η πραγματική πρόκληση για τις κυβερνήσεις και τις επιχειρήσεις είναι πώς θα τα ενσωματώσουν σε μια πορεία μείωσης εκπομπών, διατηρώντας ταυτόχρονα την ασφάλεια εφοδιασμού και την οικονομική ανταγωνιστικότητα.

Διαβάστε ακόμη